Η έλλειψη ηπαρίνης από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» της κρίσης του «χοιρινού»
– Επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου
Ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό τα Μέσα Ενημέρωσης παγκοσμίως, αρχίζει να παίρνει μια διαφορετική τροπή, επηρεάζοντας πλέον όχι μόνο τη βιομηχανία κρέατος, αλλά και την φαρμακευτική αγορά.
Διεθνή Μέσα Ενημέρωσης που καταγράφουν τις εξελίξεις στο θέμα της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, επεκτείνουν το πρόβλημα, πέρα από την επάρκεια και τις τιμές του χοιρινού κρέατος, κάνοντας λόγο για πιθανές ελλείψεις σε κρίσιμα για την υγεία φάρμακα.
Το έγκυρο διεθνές πρακτορείο Bloomberg σε δημοσίευμά του, αναφέρει ότι από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» της επιδημίας στην ανθρώπινη υγεία είναι η ενδεχόμενη έλλειψη ηπαρίνης, τονίζοντας ότι «γιατροί και φαρμακοποιοί σε όλο τον κόσμο κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για πιθανή παρατεταμένη έλλειψη ηπαρίνης».
Η ηπαρίνη είναι ένα βιολογικό προϊόν, του οποίου η αρχική πρώτη ύλη προέρχεται από τους χοίρους και χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων. Πρόκειται για ένα παρεντερικό αντιπηκτικό φάρμακο ταχείας δράσης και φυσικής προέλευσης, που περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Βασικών Φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Ανακαλύφθηκε πριν από έναν αιώνα και σήμερα χρησιμοποιείται μόνο στις ΗΠΑ, από 10-12 εκατομμύρια ασθενείς. Η παγκόσμια αγορά υπολογίζεται σε 200 τόνους ή 5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, με δεδομένο ότι η τιμή των φαρμάκων είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Η χρήση της κρίνεται αναντικατάστατη στα καρδιολογικά χειρουργεία και στις διαδικασίες αιμοκάθαρσης.
Xρησιμοποιείται για την πρόληψη και θεραπεία φλεβικών θρομβώσεων και της πνευμονικής εμβολής και είναι απαραίτητη στους ογκολογικούς ασθενείς, νεφροπαθείς ασθενείς και στις έγκυες. Αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην θεραπεία των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων, όπως η ασταθής στηθάγχη και το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Επίσης χρησιμοποιείται συχνά για την επικάλυψη υλικών, όπως στεφανιαίων στεντ που έρχονται σε επαφή με το αίμα.
Η ασθένεια των χοίρων, αποτέλεσμα του ιού ASFV (African Swine Fever Virus), δεν είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Έχει όμως προκαλέσει την εξάλειψη ήδη πλέον του 25% του παγκόσμιου πληθυσμού χοίρων και ενδεχόμενα να οδηγήσει στην παρατεταμένη έλλειψη της ηπαρίνης. Το 60% έως 80% της παγκόσμιας παραγωγής της πρώιμης μορφής ηπαρίνης προέρχεται από την Κίνα, όπου κατοικούν οι μισοί χοίροι του πλανήτη.
H επιστημονική κοινότητα παρακολουθεί επισταμένως τις εξελίξεις, ενώ επικρατεί γενικευμένη ανησυχία για τις πιθανές ελλείψεις σε ηπαρίνη σε κανονιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) συνιστά στις κυβερνήσεις να αποθηκεύουν την ηπαρίνη, ως βασικό φάρμακο και επιτροπή του Κογκρέσου στις ΗΠΑ, με επιστολή της στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ήδη από το καλοκαίρι επισημαίνει τον κίνδυνο έλλειψης ηπαρίνης, υπογραμμίζοντας τις επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης στη δημόσια υγεία.
Φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν σκευάσματα με βάση την ηπαρίνη, σε δημόσιες τοποθετήσεις τους αναφέρουν το ενδεχόμενο μελλοντικής αδυναμίας να ανταποκριθούν στη ζήτηση, λόγω της μείωσης της παραγωγής της πρώτης ύλης, αλλά και της αύξησης της τιμής της, επισημαίνοντας ότι στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για αύξηση της ζήτησης ηπαρίνης, τα επόμενα χρόνια, το πρόβλημα θα γίνει ακόμα μεγαλύτερο.
Στην Ελλάδα, τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής αφορούν την αντιμετώπιση και τον περιορισμό εξάπλωσης της επιδημίας. Αναφορικά με την ηπαρίνη και την ενδεχόμενη έλλειψη δεν έχει υπάρξει συγκεκριμένη ενημέρωση από πλευράς Πολιτείας. Στην ελληνική φαρμακευτική αγορά, κυκλοφορούν αρκετά προϊόντα ηπαρίνης, των οποίων την πρώτη ύλη, οι εταιρείες την προμηθεύονται από διάφορες χώρες.
Ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης της, καθώς δεν τίθεται απολύτως κανένα ζήτημα ασφάλειας του φαρμάκου, το πρόβλημα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι εταιρείες φαρμάκων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλο τον κόσμο, είναι η σημαντική αύξηση της τιμής της, ως αποτέλεσμα της έλλειψης της.
Με πληροφορίες απο το ΑΠΕ-ΜΠΕ