Η εφήμερη ομορφιά του έρωτα

Η εφήμερη ομορφιά του έρωτα

Συγγραφέας
Στέλλα Βρετού


Ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα με φόντο τα δραματικά ιστορικά γεγονότα της Ανατολίας του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, την πρώτη μέρα του χρόνου, την πρώτη μέρα του καινούργιου αιώνα. Έζησε σε μια ζωή όσα δεν ζούνε άλλοι σε πέντε. Η Ιφιγένεια Σκρινή, κόρη μιας εύπορης οικογένειας Σμυρνιών, θα ερωτευτεί τον δάσκαλο ζωγραφικής, τον αινιγματικό Αντρέι Ρομπολόφσκι. Θα εγκαταλείψει την κοσμοπολίτικη πόλη με τα όμορφα σπίτια, τα θέατρα και τα ζαχαροπλαστεία, τα γεμάτα μουσικές σοκάκια της, για ν’ ακολουθήσει στο μακρινό ταξίδι του τον Αντρέι, όταν αυτός, θύμα του σκοτεινού παρελθόντος του, αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Σμύρνη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στη διάρκεια του ταξιδιού τους στα βάθη της Ανατολικής Συρίας, θα συναντήσουν τον Τζέιμς Μπάροουζ, απόφοιτο της Οξφόρδης. Η γοητεία και η ιστορία της Ανατολίας σ’ αυτό το οδοιπορικό θα αφήσουν τα ανεξίτηλα σημάδια τους στη ζωή της Ιφιγένειας και η εφήμερη ομορφιά του έρωτά τους θα στιγματίσει και τους τρεις για πάντα.

Από τη Σμύρνη στη Μέση Ανατολή, στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, οι ζωές της Ιφιγένειας, του Αντρέι και του Τζέιμς θα περιπλεχθούν σ’ έναν ιστό πάθους, προδοσίας κι αναζήτησης, με φόντο τα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ 4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019


Απόσπασμα Βιβλίου 

Ιφιγένεια Σκρινή

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στη Σμύρνη το 1900, ξημέρωμα του καινούργιου αιώνα, την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου. Παραμονή Πρωτοχρονιάς κι οι πόρτες των σπιτιών ήταν ορθάνοιχτες, όπως τις ήθελε το έθιμο, ώστε να μπαίνουν οι γείτονες και οι γνωστοί να δοκιμάζουν τα φοινίκια και τους κουραμπιέδες που φτιάχνανε οι νοικοκυρές, κι έτσι να εύχονται για το καλό του χρόνου. Εκείνη την τελευταία μέρα της χρονιάς, την τελευταία μέρα του αιώνα, απ’ το πρωί στο σπίτι μας ακούγονταν κι ευχές για καλά γεννητούρια, αφού όλοι ξέρανε ότι στο δωμάτιο επάνω ερχότανε ένα παιδί στον κόσμο: εγώ, η Ιφιγένεια Σκρινή, Ιφιγενειώ για τη μάνα μου, την κόνα Δεσποινιώ, και για τον πατέρα μου!
Ξεφώνιζε η μητέρα μου όταν της σκίζονταν τα σωθικά για να με φέρει στον κόσμο – οι φωνές της θ’ ακούγονταν μέχρι την Αγία Φωτεινή, αν εκείνη την ώρα δεν άρχιζαν να χτυπάνε χαρμόσυνα οι καμπάνες στο πανύψηλο καμπαναριό της για τον όρθρο και τη θεία λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Μερόνυχτο κράτησε το κοιλοπόνεμα, ώσπου εξουθενωμένη έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι· τότε η ψυχοκόρη μας, η Μερόπη, έτρεξε να πει τα μαντάτα στον πατέρα μου, τον Λεωνίδα Σκρινή.
Βημάτιζε ανυπόμονα πάνω κάτω στο μεγάλο καθιστικό ο Σκρινής, τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο νύχτες σαν αυτήν, μια φορά κάθε εκατό χρόνια, είναι διπλά τυχερά, σκεφτόταν κι έτριβε κάθε τόσο το πιγούνι με το μυτερό γενάκι, έριχνε ανήσυχες ματιές στον καθρέφτη κι έστρωνε το μουστάκι, τα μαλλιά του. Το βυσσινί ανατολίτικο χαλί, απ’ άκρη σ’ άκρη στο δωμάτιο, έπνιγε τον ήχο από τα βήματά του, το ρολόι στον τοίχο χτυπούσε τις ώρες, τα μισάωρα, τα δεκαπεντάλεπτα. Απέξω ακούστηκαν χαρούμενες φωνές και γέλια. Πλησίασε στο παράθυρο και παραμερίζοντας τη δαντελένια κουρτίνα έριξε μια ματιά στον δρόμο. Μια συντροφιά από άντρες και γυναίκες περνούσε εκείνη τη στιγμή μπροστά απ’ το σπίτι μας.
Σε λίγο θα ξημέρωνε, όμως στο Κορδόνι είχε κόσμο λες κι ήταν μεσημέρι, οι Σμυρνιοί ετοιμάζονταν να γιορτάσουν με φαγοπότια και με επισκέψεις σε φιλικά σπίτια την αλλαγή του χρόνου και του αιώνα.
«Να σου ζήσει η κόρη, κυρ Λεωνίδα», άκουσε τη φωνή της Μερόπης.
Τινάχτηκε, δεν την αντιλήφθηκε να μπαίνει. Χαμογελούσε η ψυχοκόρη μας, το ολοστρόγγυλο πρόσωπό της, τα καστανά μάτια της, τα παχουλά της μάγουλα ένα πλατύ χαμόγελο.
«Κι έχει και όμορφα αυτάκια!»
Τ’ αυτιά ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεχε στους άλλους το Μεροπάκι. Στο μυαλό της είχαν σχέση με την ποιότητα αλλά και με τη μεγάλη ή μικρή διάρκεια ζωής. «Όμορφα αυτιά, όμορφη ζωή!» έλεγε, ή «Πο πο, αυτάρες! Τούτος θα ζήσει πολλά χρόνια», ή «Αχ, τον κακομοίρη, θα φύγει γρήγορα, θα πεθάνει νιούτσικος. Τοσοδούλια είναι τ’ αυτάκια του». Κι εμείς –η αδελφή μου κι εγώ, η μητέρα μου κι οι γιαγιάδες μου– ακούγαμε και γελούσαμε, όμως ρίχναμε και κρυφές ματιές η μια στ’ αυτιά της άλλης.
«Η κυρά σου είναι καλά;» τη ρώτησε ο πατέρας μου γεμάτος αγωνία.
«Ήντα να κάνει η έρημη, καλά είναι, κυρ Λεωνίδα μου!» αποκρίθηκε η Μερόπη, έσφιξε κάτω απ’ το πιγούνι τον κόμπο της κάτασπρης μαντίλας της, του γύρισε την πλάτη κι έφυγε γρήγορα να πάει στην κυρά της.
Ο πατέρας μου την ακολούθησε σχεδόν τρέχοντας. Κοντοστάθηκε έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της λεχώνας και στο γκρίζο φως του πρωινού είδε τη μάνα μου να με σφίγγει στην αγκαλιά της και να μου χαμογελάει, τη Μερόπη να ’χει ήδη αρχίσει να τακτοποιεί το δωμάτιο, τη μαμή να χύνει νερό απ’ το λαβομάνο στα χέρια του γιατρού. Μπήκε τρέμοντας από συγκίνηση στο δωμάτιο. Ο γιατρός σκουπίζοντας τα χέρια του στην πετσέτα που του ’δωσε η Μερόπη, «Συγχαρητήρια, κύριε Σκρινή. Μητέρα και κόρη χαίρουν άκρας υγείας», του ανακοίνωσε….

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ 


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Στέλλα Βρετού γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μεταφράστρια από τα τουρκικά και έχει εργαστεί στον εκδοτικό χώρο.
Ζει με τον άντρα της και την κόρη της στην Αθήνα.
Το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο Τα κόκκινα λουστρίνια (Ωκεανίδα).


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Ιστορικό – Εποχής
ISBN: 978-960-461-965-8


Σχολιάστε εδώ