Τσίπρας από Παρίσι: Όσοι δεν ήθελαν αναδιάρθρωση χρέους προστάτευαν συμφέροντα των τραπεζών
“Ο στόχος της διαπραγμάτευσης ήταν μια έντιμη συμφωνία ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής και μια ριζική λύση για το χρέος. Πέσαμε στο τοίχο μιας συντηρητικής και ιδεοληπτικής Ευρώπης αλλά και στον αμοραλισμό του ΔΝΤ που έπαιζε πολιτικά παιχνίδια” τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας στην κεντρική ομιλία που απηύθυνε στην εκδήλωση εγκαινίων της έδρας δημοσίου χρέους του πανεπιστημίου Sciences Po, ως προσκεκλημένος του πρύτανη της σχολής και πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα.
Ο πρωην πρωθυπουργός υπεραμύνθηκε την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. “Κερδίσαμε την ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά όχι τη ριζική ανατροπή των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης. Η Ελλάδα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τη διευθέτηση του χρέους αλλά με καθυστέρηση 8 ετών και όχι προκαταβολικά, από το 2010, όπως θα έπρεπε”.
“Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ συνέπεσε με την κορύφωση μιας κρίσης που είτε θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, είτε να είχε πιο διαχειρίσιμη εξέλιξη. Μια κρίση δημοσιονομική, εξαιτίας των άστοχων χειρισμών, εξελίχθηκε σε μείζονα κρίση χρέους, σε χρηματοπιστωτική κρίση”.
Στο εσωτερικό εθελοτυφλούσαν και στην ΕΕ μας αντιμετώπισαν ως πειραματοζωο
Η λανθασμένη συνταγή, στο λάθος φάρμακο
Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε εκτενή αναφορά στον τρόπο που “δούλεψε” την κρίση το ΔΝΤ καθώς επεσήμαν. πως “επέλεξε να παίξει τα πολιτικά παιχνίδια των κυρίαρχων στην Ευρώπη δυνάμεων”.
Ακολουθούν τα κυριώτερα σημεία της ομιλίας του για την “λανθασμένη συνταγή” οπως χαρακτηριστικά είπε.
“Κάθε πρόγραμμα διάσωσης που σχεδιάζει και συμμετέχει το ΔΝΤ περιλαμβάνει τρία τουλάχιστον στοιχεία.
(α) Ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωσή του στις περιπτώσεις που το χρέος κρίνεται μη βιώσιμο.
(β) Υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ώστε να αντισταθμισθούν οι υφεσιακές συνέπειες που συνήθως συνοδεύουν ένα πρόγραμμα προσαρμογής.
(γ) Δημοσιονομική προσαρμογή ώστε να διορθωθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί εξαίρεση.
Όχι μόνο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί το σημείο (β), καθώς η χώρα ήταν μέλος νομισματικής ένωσης, αλλά και επειδή το ΔΝΤ επέλεξε να παίξει τα πολιτικά παιχνίδια των κυρίαρχων στην Ευρώπη δυνάμεων.
Επέλεξε λοιπόν, προς διευκόλυνση της Γερμανίας και της επιλογής της να φέρει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, να μην ζητήσει ούτε την προκαταβολική αναδιάρθρωση του μη βιώσιμου δημοσίου χρέους, παρότι αυτό αποτελεί πάντα προϋπόθεση προκειμένου να χρηματοδοτήσει πρόγραμμα διάσωσης. Προτίμησε μάλιστα να τροποποιήσει το καταστατικό του, αφήνοντας τη χώρα χωρίς μέτρα αντιστάθμισης απέναντι σε μία τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή.
Αυτός είναι και ένας από τους κύριους λόγους αποτυχίας των δύο πρώτων προγραμμάτων διάσωσης και μία από τις βασικές αιτίες του μεγέθους και της διάρκειας της ελληνικής ύφεσης.
Αν όμως η ευθύνη βαραίνει το ΔΝΤ, βαραίνει εξίσου και τους πολιτικούς που επέλεξαν να επιβάλουν ένα πρόγραμμα που συνδύασε το ΔΝΤ και ευρωπαϊκού θεσμούς σε ένα τραγικό χορό που έφερε την Ελλάδα τα χειρότερα και των δύο πλευρών: λιτότητα από το ΔΝΤ με ευρωπαϊκό βέτο σε ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους.
Η ευθύνη βαραίνει του πολιτικούς που εναντιώθηκαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα τραπεζών, μεταφέροντας έτσι το βάρος της προσαρμογής μονομερώς στους Έλληνες φορολογούμενους.
Διότι για πολιτικούς λόγους που όλοι γνωρίζουμε, διάφοροι μέτριοι τεχνοκράτες που τυγχάνει όμως να κατέχουν καίριες θέσεις στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, εστιάζουν σήμερα στη συζήτηση για το πόσο κόστισε η 6μηνη καθυστέρηση με τη διαπραγμάτευση του 15.
Το κάνουν μόνο και μόνο για να αποφύγουν την ουσία της συζήτησης για το πόσο κόστισε η επιμονή τους σε μια ανορθόδοξη οικονομικά λύση.
Και κυρίως να κρύψουν την υποκρισία τους επι χρόνια πριν το 2015, που έλεγαν εν γνώση τους δημόσια ψέματα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Δεν αρνούμαι ότι ιστορία οφείλει να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η ΕΕ παρείχε μια μεγάλη οικονομική στήριξη στην Ελλάδα. Αν δεν είχε δανείσει στην Ελλάδα πάνω από 200 δις, η χώρα θα είχε χρεοκοπήσει και θα είχε οδηγηθεί εκτός ευρωζώνης. Ωστόσο ταυτόχρονα οφείλουμε όλοι να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η στήριξη ήρθε με ένα τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό τίμημα και με προϋποθέσεις που δυσχέραναν την ταχεία ανάκαμψη. Κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στις τεράστιες ευθύνες που Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν για τη διάρκεια και το βάθος της ελληνικής κρίσης, που κόστισε 25% του ΑΕΠ, 1,5 εκ ανέργους και έναν λαό σε απόγνωση.
Επιτρέψτε μου επομένως μια μικρή παρένθεση για να αναφερθώ ακριβώς στα μνημόνια που συνόδευαν τις δανειακές συμβάσεις και αποτελούσαν το αντάλλαγμα/ το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα για την ρύθμιση του χρέους.
Και προκαταβολικά θα πω το εξής:
Ρύθμιση του χρέους, δάνεια του επίσημου τομέα προς την Ελλάδα και μνημόνια δεν είναι τρία ξεχωριστά στοιχεία του προγράμματος διάσωσης που δεν έχουν σύνδεση μεταξύ τους.
Στην πραγματικότητα η ρύθμιση του χρέους και η σε δόσεις εκταμίευση των δανείων με αντάλλαγμα τις μεταρρυθμίσεις των μνημονίων συγκροτούν έναν ενιαίο μηχανισμό – μια τεχνολογία πειθάρχησης.
Οι θεσμοί με λίγα λόγια μας έλεγαν: αν δεν εφαρμόσετε μια σκληρή και νεοφιλελεύθερη πολιτική θα σας αφήσουμε να χρεοκοπήσετε. Ή θα κάνετε αυτό που σας λέμε από άποψη αποτελεσμάτων αλλά και μεθοδολογίας ή θα καταστραφείτε και θα πρέπει να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας.
Τρία σημεία λοιπόν θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ως κυρίως προβληματικά στην πολιτική που ενσάρκωναν τα μνημόνια.
α) Την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης – δηλαδή τον σκληρό πυρήνα των δύο πρώτων προγραμμάτων διάσωσης που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για το δανεισμό και την ελάφρυνση του χρέους
β) την διαπραγματευτική εμμονή των εκπροσώπων των πιστωτών σε δευτερεύοντα ζητήματα ενώ άφηναν στο απυρόβλητο δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας
γ) τις υπερβολικά και ίσως σκοπίμως απαισιόδοξες δημοσιονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ την περίοδο 2015-2018 οι οποίες βραχυκύκλωναν διαρκώς την πορεία προσαρμογής και με τις οποίες στο τέλος οι Ευρωπαίοι συντάσσονταν
Ως προς το πρώτο σημείο δεν χρειάζεται να πω πολλά. Από την πρώτη στιγμή κεντρικό ζητούμενο εκ μέρους των θεσμών ήταν η μείωση του μισθολογικού κόστους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα αλλά και η ολοκληρωτική απορύθμιση της αγοράς εργασίας με την πλήρη απελευθέρωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και την κατάργηση ακόμα και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Κοινή και λανθασμένη παραδοχή εξάλλου εκ μέρους όλων των θεσμών ήταν ότι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας οφειλόταν στο αυξημένο εργασιακό κόστος και την άκαμπτη αγορά εργασίας πράγμα που διαψεύδεται από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τις σχετικές έρευνες.
Ως προς το δεύτερο σημείο, δηλαδή τις διαπραγματευτικές εμμονές των εκπροσώπων των πιστωτών δεν έχω το χρόνο να μπω σε αναλυτικά παραδείγματα. Θα πω μόνο ότι αντί οι θεσμοί να χρησιμοποιήσουν την πολιτική τους ισχύ ώστε να διορθωθούν δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και διοίκησης πολλές φορές λειτούργησαν ως ιμάντες μεταβίβασης και επιβολής αιτημάτων κατεστημένων ειδικών συμφερόντων. Εκατοντάδες ώρες εργασίας και διαπραγμάτευσης χάθηκαν επειδή οι θεσμοί επικεντρώνονταν σε ιδεοληπτικές λεπτομέρειες, όπως, για παράδειγμα, να λύσουν το «κορυφαίο θέμα» πόσες Κυριακές το χρόνο θα είναι ανοιχτά τα εμπορικά καταστήματα. Ή ποια φάρμακα θα πωλούνται στα Super markets. Ή ποια είδη γάλατος μπορούν να πωλούνται ως «φρέσκα».
Πολύ καλά όλα αυτά.
Αλλά ποτέ δεν ζήτησαν με την ίδια επιμονή να μας βοηθήσουν να προωθήσουμε μεταρρυθμίσεις για τη καταπολέμηση της διαφθοράς, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης ή την ολοκλήρωση του κτηματολογίου.
Έρχομαι τώρα στο τρίτο ζήτημα που είναι και το πλέον εξοργιστικό. Το ζήτημα των σκοπίμως απαισιόδοξων δημοσιονομικών προβλέψεων του ΔΝΤ που διέβλεπε διαρκώς δημοσιονομικό κενό πράγμα που κατέληγε να βραχυκυκλώνει την πορεία προσαρμογής, να καθυστερεί την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και να λειτουργεί υπονομευτικά για την πορεία ανασύνταξης της ελληνικής οικονομίας. Ήταν τέτοια η εμμονή του ΔΝΤ σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις όπως πχ η μείωση του αφορολόγητου ορίου ή η ακόμα μεγαλύτερη μείωση των συντάξεων που για να επιβάλλει αυτά τα μέτρα δεν απέφυγε να απολέσει την αξιοπιστία του διεθνώς σε όποιον στοιχειωδώς σοβαρό τεχνοκράτη παρακολουθούσε το ελληνικό πρόγραμμα.
Για να σας δώσω την τάξη μεγέθους: την ώρα που η ελληνική οικονομία από το 2016 σημείωνε πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο κοντά ή και πάνω από 4% το ΔΝΤ προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 0,1 έως 1%. Και το χειρότερο από όλα ήταν ότι ενώ οι Ευρωπαίοι πιστωτές έβλεπαν τα προφανή λάθη στις προβλέψεις αυτές στο τέλος πάντοτε έκαναν δεκτές τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για να το κρατήσουν στο πρόγραμμα και το τίμημα τελικώς πλήρωναν οι Έλληνες πολίτες.
Θα μπορούσα να μιλήσω πολύ παραπάνω για την εμπειρία της μνημονιακής διαπραγμάτευσης. Αυτό όμως που νομίζω ότι πρέπει να κρατήσουμε από αυτή την αναδρομή είναι ότι το χρέος χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές οι οποίες προκάλεσαν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και οδήγησαν σε έναν φαύλο κύκλο.
Το παιχνίδι ήταν απλό το ΔΝΤ μας έλεγε να πείσουμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την ανάγκη αναδιάρθρωσης σε αντάλλαγμα για πιο ελαφρά μέτρα λιτότητας και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί απαντούσαν ότι η αναδιάρθρωση είναι αδύνατη και έπρεπε το ΔΝΤ να πειστεί ότι μπορούσαν να ληφθούν πιο ελαφρά μέτρα.
Τελικά όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μετά από τις τεράστιες προσπάθειες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τις θυσίες του ελληνικού λαού που πλήρωσε ένα τεράστιο τίμημα ήρθε τελικά η πολυπόθητη ρύθμιση του χρέους.
Και μπορούμε να πούμε ότι μετά την συμφωνία ρύθμισης και ελάφρυνσης τον Ιούνιο του 2018 το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ακόμα και κάτω από αυστηρές οικονομικές παραδοχές”.