ΣΠΙΤΙ ΘΕΛΕΙΣ, ΜΑΓΚΑ, ΠΑΡΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΓΚΑ
Τό σπίτι ήταν μαγικό
μεγάλωνα μαζί του
μ’ αγκάλιαζε όλο στοργή
κι έχαιρα τήν στοργή του.
•••
Οι γείτονες τραγούδαγαν
η φύση ανθοφορούσε
καί μιά μου συμμαθήτρια
πάντα λευκά φορούσε.
•••
Ο άνεμος εσφύριζε
κι η κοπελιά γελούσε
γιατί τό άσπρο φόρεμα
τούς άγγελους δονούσε.
•••
Κάποτε τό ανέβαζε
μέχρι τά γόνατά της
έστω κι άν τήν επέπληττε
η Μήτηρ κι ο Μπαμπάς της.
•••
Έτσι περνούσε ο καιρός
στό όμορφό μας σπίτι
καί όλοι αγαπούσαμε
τόν κλέφτη, τόν αλήτη.
•••
Τό μίσος ήταν μακριά
κι οι φίλοι ήταν φίλοι
μόνο κάτι διδάσκαλοι
ουρλιάζανε σάν σκύλοι.
•••
Τότε σάν λόχος στρατιωτών
φυλάγαμε τά βράδια
κι όλοι πετροβολούσαμε
τά άπονα ρημάδια.
•••
Τό σπίτι όμως φυλαχτό
ακίνητο γελούσε,
τούς λύκους καί τό άδικο
πάντα περιφρονούσε.
•••
Οι δάσκαλοι απάνθρωποι
αγάπη δέν χαρίζαν
καί μές στής τάξης τόν βυθό
έδερναν καί μουγκρίζαν.
•••
Στίς Παρελάσεις καθαροί
καί πρώτοι στήν σημαία
αυτοί πού είχαν γιά γονείς
πρώτους στά κλοπιμαία.
•••
Τίς Κυριακές στήν Εκκλησιά
καί προσευχές αβέρτα
καί οι κατάρες σκέπαζαν
τό ψεύδος σάν κουβέρτα.
•••
Έτσι μάς πήραν οι βροχές
καί φτάσαμε στίς πόλεις
καί άλλοι, οι κακόμοιροι
σέ ξένες Μητροπόλεις.
•••
Η Χώρα άδειαζε γοργά
κι ήρθαν οι αφεντάδες
τήν μία σκληροτράχηλοι
τήν άλλη φούλ Αγάδες.
•••
Τά σπίτια μας ξεχάστηκαν
οι φίλοι παρομοίως
καί μείναμε στήν ερημιά
– έτσι περνούσε ο βίος.
•••
Η κλεφτουριά εσάλπιζε
ύμνους γιά τήν πατρίδα.
Όμως Πατρίδα, φίλτατοι
δέν έγινε δέν… οίδα.
……………………………………………..
Αυτό τό κείμενο, γραμμένο
μέ τό χέρι, τό βρήκα
σέ ένα συρτάρι κάποιου
συγγενή πού έφυγε γιά μπάρκο
πρίν γεννηθώ εγώ.
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ