Χρ. Μπότζιος: Προς επανεκκίνηση οι ελληνορωσικές σχέσεις

Χρ. Μπότζιος: Προς επανεκκίνηση οι ελληνορωσικές σχέσεις


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


-Μια σημαντική και επίκαιρη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών στη Ρωσία

Mονοήμερη επίσκεψη εργασίας πραγματοποίησε στη Μόσχα την περασμένη Τετάρτη ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας, κατόπιν προσκλήσεως που του απηύθυνε ο ρώσος ομόλογός του κ. Σεργκέι Λαβρόφ. Είναι η πρώτη ελληνορωσική συνάντηση που πραγματοποιείται σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ.

Αν και οι πληροφορίες από τις συνομιλίες των δύο υπουργών περιορίζονται, ακόμα, στις δημόσιες δηλώσεις που έγιναν μετά τη συνάντηση των δύο α­ντιπροσωπειών, πιστεύεται ότι η συνάντηση αποσκοπούσε στην επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων. Αυτές έχουν περιέλθει στο χαμηλότερο, ίσως, επίπεδο των τελευταίων ετών, που χρονολογείται από την απέλαση, προ διετίας περίπου, ρώσων διπλωματών και ιδιωτών, οι οποίοι κατηγορούνταν για ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας, που αφορούσε υποκίνηση ελλήνων πολιτών στη Βόρεια Ελλάδα ώστε να εναντιωθούν δυναμικά στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ο τότε υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς είχε αφήσει σαφώς να εννοηθεί ότι η απέλαση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία και ότι η ρωσική πρεσβεία είχε επανειλημμένα ενημερωθεί για τη συμπεριφορά των απελαθέντων, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Το κλίμα αυτό προφανώς επηρεάστηκε και από την πρόσφατη ελληνοαμερικανική συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, με την παραχώρηση νέων βάσεων και στρατιωτικών διευκολύνσεων στη Μαγνησία και κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, που ενοχλεί ιδιαίτερα τη Μόσχα.

Σύμφωνα με όσα οι δύο υπουργοί δήλωσαν μετά τη συνάντηση της Τετάρτης στη Μόσχα και τις απαντήσεις που δόθηκαν σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων, οι συνομιλίες εστίασαν στα διμερή θέματα συνεργασίας, στην εκτίμηση της κατάστασης που επικρατεί στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Συριακό και ασφαλώς στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό.

Ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών αναφέρθηκε ευρέως στις τουρκικές προκλήσεις σε Αιγαίο και Κύπρο, για να επιβεβαιωθεί, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η πάγια θέση της Μόσχας, σύμφωνα με την οποία η λύση πρέπει να στηρίζεται στις γνωστές αποφάσεις των ΗΕ για διζωνική-δικοινοτική και ομοσπονδιακή δημοκρατία. Πρόκειται ασφαλώς για θέσεις αρχής, που επαναλαμβάνονται συνεχώς και επί σειρά ετών.

Πρέπει ωστόσο να συγκρατηθούν και να προβληματίσουν πρόσφατες δηλώσεις του ρώσου πρέσβη στη Λευκωσία, ο οποίος επισήμανε ότι στηρίζουν μεν μια νέα τριμερή συνάντηση, αλλά οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν από τα ενδιαφερόμενα μέρη!

Οι ελληνορωσικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν πάντοτε από καλές προθέσεις εκατέρωθεν. Η ιστορία και των δύο χωρών επηρεαζόταν από τη συμπεριφορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη σύγχρονη εποχή της κεμαλικής Τουρκίας. Αλλά η Αθήνα για τις επιλογές σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας αναγκαζόταν να στρέψει αλλού το βλέμμα της.

Η Μόσχα γνωρίζει καλά ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ θέτει περιορισμούς στις επιλογές της σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και αμυντικής συνεργασίας. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκει βασικά στον δυτικό κόσμο, οι ελληνορωσικές σχέσεις είχαν πάντα ομαλή πορεία και σε τούτο συντελούσαν δύο βασικοί παράγοντες:

Οι ιστορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο λαών και τα κοινά γεωπολιτικά συμφέρο­ντα και οι ανησυχίες για τη Νότια Βαλκανική, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα έως και τον Καύκασο. Ο ελληνικός λαός τρέφει βαθιά αισθήματα συμπάθειας και φιλίας προς τον ρωσικό, πολύ μεγαλύτερα, ίσως, από άλλους δυτικούς λαούς. Χωρίς να παραγνωρίζεται ο παράγων «θρησκεία», οι λόγοι συμπάθειας ανάγονται σε ιστορικοκοινωνικά αίτια.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους αλλά και αργότερα πολλοί κατατρεγμένοι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο και φιλόξενη γη στη Ρωσία, όπου εγκαταστάθηκαν και ευδοκίμησαν σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, εμπόριο, οικονομία, γράμματα αλλά και στην πολιτικοστρατιωτική ζωή της τσαρικής Ρωσίας. Στη σύγχρονη εποχή, οι ελληνορωσικές σχέσεις εκτείνονται σε ένα ευρύτατο συμβατικό επίπεδο, που αφορά τον πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό, μορφωτικό και αμυντικό τομέα.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει και να αγνοήσει τον ρόλο της Ρωσίας ως μεγάλης, παγκόσμιας δύναμης, όπως αποδεικνύεται και με την παρουσία της στη Συρία και στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Βασικός στόχος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι να επιβεβαιώσει την ισχύ της, ότι μπορεί να είναι παρούσα στις διεθνείς εξελίξεις και ότι δεν επιδέχεται προκλήσεις που μπορεί να θίξουν τα ζωτικά της συμφέροντα. Η ελληνική διπλωματία το γνωρίζει αυτό καλώς, ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί αυτή η πραγματικότητα και ότι χρειάζεται τη Ρωσία. Αλλά και η Ελλάδα, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, ως χώρα βαλκανική, μεσογειακή και ευρωπαϊκή, δεν είναι αμελητέα και ενδιαφέρει τη Ρωσία.

Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, λόγω μεγαλύτερης κατανόησης από ελληνικής πλευράς της σημασίας της Ρωσίας για την Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο γενικότερα, η Ελλάδα έχει προσπαθήσει να μετριάσει μαξιμαλιστικές θέσεις Ευρωπαίων και Νατοϊκών, που επιζητούσαν περιθωριοποίηση και απομόνωση της Ρωσίας. Άλλωστε, όσες φορές η ελληνική διπλωματία ταυτίσθηκε με τέτοιες θέσεις, όπως με την κήρυξη οικονομικού εμπάργκο λόγω του Ουκρανικού, η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ τίμημα, με μείωση εξαγωγών ελληνικών οπωροκηπευτικών προς τη Ρωσία όπως και άφιξης ρώσων τουριστών προς την Ελλάδα, γεγονός που ωφέλησε τα μέγιστα την Τουρκία.

Η ρωσική διπλωματία διακρίνεται για τη σύνεση και τη βαθιά γνώση της περιοχής μας, ενώ ανάλογη γνώση διαθέτει και η ελληνική, γι’ αυτό α­ντιλαμβάνονται τη σημασία επανόδου των διμερών σχέσεων στον κανονικό τους ρυθμό. Σε αυτό προφανώς αποσκοπούσε και η πρόσκληση που απευθύνθηκε προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών και η επίσκεψη του κ. Δένδια στη Μόσχα. Η ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία τα δύο μέρη συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, να ενεργοποιήσουν τις διαδικασίες ετήσιων διαβουλεύσεων για την επόμενη διετία αποτελεί μαρτυρία για σταδιακή επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων.


Σχολιάστε εδώ