Συριακό και ΕΕ καταδεικνύουν τις αδυναμίες της διεθνούς κοινότητας

Συριακό και ΕΕ καταδεικνύουν τις αδυναμίες της διεθνούς κοινότητας


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


-Οι περιστάσεις απαιτούν μεγάλη περίσκεψη και ευρεία εθνική συναίνεση από ελληνικής πλευράς

Οι τελευταίες εξελίξεις στο Συριακό, πρώτα με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων και στη συνέχεια την τουρκική εισβολή, με τη σφραγίδα της ρωσοτουρκικής συμφωνίας του Σότσι, επιβεβαιώνουν τα μεγάλα κενά της διεθνούς κοινότητας. Σε πολλά σημεία και γεγονότα θυμίζουν την προπολεμική κατάσταση, όταν η ΚτΕ (Κοινωνία των Εθνών) ήταν απλός θεατής όσων συνέβαιναν στην Ευρώπη και τον κόσμο και όσα τραγικότερα έμελλε να συμβούν λίγα χρόνια μετά.

Η περίπτωση της Συρίας είναι ιδιάζουσα και λίγο – πολύ θυμίζει την ελληνική παροιμία «τρεις γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα». Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιδιοκτήτης (το καθεστώς Άσαντ) δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε και τόσο από την τουρκική εισβολή, επειδή πίστευε ότι αποκόμιζε κάποια οφέλη, έστω και βραχυπρόθεσμα.

Ο Ερντογάν «βάφτισε» τη στρατιωτική επιχείρηση στη ΒΑ Συρία «Πηγή Ειρήνης», ενώ πρόκειται καθαρά περί εισβολής και εθνοκάθαρσης. Ποιος θα τους εξαναγκάσει να αποχωρήσουν, αν λάβουμε υπόψη και το προηγούμενο της κατοχής της Βόρειας Κύπρου; Οι Κούρδοι, μετά την εγκατάλειψή τους από τους Αμερικανούς, αδυνατούν. Το καθεστώς Άσαντ μόνο αν μπορέσει να ελέγξει το σύνολο της εδαφικής επικράτειας, μέρος της οποίας κατέχεται από τους αντικαθεστωτικούς και ένα άλλο από τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Η εξόντωση του αρχηγού και υπαρχηγού τους από τις αμερικανικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις δεν σημαίνει και το τέλος των τζιχαντιστών.

Όπως λένε και οι Γάλλοι «ο βασιλιάς απέθανε, ζήτω ο βασιλιάς» (ο νέος). Το πλέον αρμόδιο διεθνές όργανο που νομιμοποιείται να παρέμβει δεν είναι άλλο από τον ΟΗΕ. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αποστείλει στην κατεχόμενη από τις τουρκικές δυνάμεις περιοχή κυανόκρανους, όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου διασαλεύεται η ειρήνη, η ασφάλεια και η εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας-μέλους του. Ο ΟΗΕ δυστυχώς κινείται στ’ αχνάρια της ΚτΕ.

Έχει δε καταστεί «τσιφλίκι» των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ), του μόνου οργάνου που μπορεί να λαμβάνει ουσιαστικές αποφάσεις, αλλά σπανίως το πράττει, επειδή σπάνια συμφωνούν τα μέλη του. Οφείλουμε πάντως, για να μην είμαστε απόλυτοι και άδικοι, να μνημονεύσουμε το ομόφωνο, σχεδόν, ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το οποίο καταδικάζεται η τουρκική εισβολή και παράλληλα ζητείται η αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στην περιοχή. Για να μετριασθεί η αναμενόμενη μήνις του Σουλτάνου, το ψήφισμα δεν παραλείπει την αναφορά και στις θεμιτές ανησυχίες της Ά­γκυρας…

Ενδιαφέρουσα και η πρόταση που υπέβαλε η γερμανίδα υπουργός Άμυνας –η οποία θα διαδε­χθεί την κ. Μέρκελ στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος– στην πρόσφατη Υπουργική Σύνοδο του ΝΑΤΟ (24/10/2019), με την οποία ζήτησε να αποσταλούν στα επίμαχα τουρκοσυριακά σύνορα νατοϊκές στρατιωτικές δυνάμεις. Το θέμα θα επανέλθει προς συζήτηση στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 3 – 4 Δεκεμβρίου. Οι πιθανότητες αποδοχής της πρότασής της φαίνεται να είναι πολύ περιορισμένες. Ήδη ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε επιφυλάξεις, ενώ χλιαρή ήταν και η ανταπόκριση της Ουάσινγκτον.

Ως σημείο των καιρών αναφέρεται και η άρνηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αποδεχθεί την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και την Αλβανία, μετά τις αντιδράσεις που σημειώθηκαν από Γαλλία, Ολλανδία και Δανία. Τα επιχειρήματα που επικαλέσθηκαν, κυρίως εκείνα του γάλλου Προέδρου κ. Μακρόν, ο οποίος τόνισε ότι πρέπει να προηγηθούν οι τροποποιήσεις για εμβάθυνση και μετά να αποφασισθεί η περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ, δεν πείθουν.

Η αρχή αυτή ίσχυε όταν ακόμα η ΕΕ αριθμούσε 10 – 12 κράτη-μέλη. Εγκαταλείφθηκε όμως σύντομα, όταν τον Μάιο του 2004 (1/5/2004) αποφασίσθηκε η ένταξη δέκα χωρών (!) που ανήκαν προηγουμένως στο ανατολικό μπλοκ (εκτός Κύπρου και Μάλτας) και συγκεκριμένα τις Τσεχία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Μάλτα, Κύπρο, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία.

Ακολούθησαν η Ρουμανία, η Βουλγαρία (2007) και η Κροατία (2013). Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι περισσότερες εκ των παραπάνω χωρών δεν πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Είχαν επικρατήσει οι πολιτικές σκοπιμότητες. Εσωτερικές σκοπιμότητες αποδίδονται και στην άρνηση Γαλλίας, Ολλανδίας και Δανίας να αποδεχθούν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, αλλά και αυτή η ερμηνεία δεν είναι πολύ πειστική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη στάση της Γαλλίας. Πολύ πιθανό ο Πρόεδρος κ. Μακρόν να έλαβε υπόψη και άλλα γεωπολιτικά στοιχεία για την περιοχή, όπως και τις ευαισθησίες της Μόσχας.

Δίκαιες και αναμενόμενες οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων και των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των πολιτών των δύο χωρών, με εντονότερες εκείνες των Σκοπιανών, καθώς η ευρωπαϊκή άρνηση διέψευσε τις προσδοκίες της κυβέρνησης Ζάεφ, ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας δεν έχει άδικο να παραπονείται για τη στάση της ΕΕ, ηγέτες της οποίας δεν έπαυαν σε διμερείς ή πολυμερείς συναντήσεις να συγχαίρουν τις δύο χώρες, Ελλάδα και την τότε ΠΓΔΜ, για την υπογραφή της Συμφωνίας, που εκτός της σταθερότητας και ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων άνοιγε τον δρόμο για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ.

Η σύνδεση όμως της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως επιχειρείται από την κυβέρνηση και άλλες πολιτικές δυνάμεις της γειτονικής χώρας, με την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ έχει, κατά τη γνώμη μας, μόνο πολιτική και όχι νομική βάση. Άτοπη είναι και η θέση που υποστηρίχθηκε ακόμη και από τον κ. Ζάεφ, αλλά στη συνέχεια προέβη σε διόρθωση, για αναστολή εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της Συμφωνίας, όπως εκείνων που συνδέονται με το ονοματολογικό. Μία τέτοια θέση και ερμηνεία της Συμφωνίας θα έθετε σε μεγάλο κίνδυνο την εφαρμογή της, από την οποία εξαρτάται και η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για τη σταθερότητα, συνεργασία, ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή των Βαλκανίων.

Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται προ μεγάλων διλημμάτων και σε προφανή αμηχανία και αυτό εξηγεί γιατί δεν συ­ντάχθηκε ανοικτά με Ιταλία, Σλοβενία και Σλοβακία, που υποστήριξαν ότι η ΕΕ πρέπει σύντομα να επανορθώσει το λάθος της. Η αβεβαιότητα, που επιστρέφει στον βαλκανικό περίγυρό μας, η τουρκική επιθετικότητα σε Αιγαίο και Κύπρο, η πολεμική κατάσταση σε Συρία και η ρευστότητα σε ολόκληρο τον μεσανατολικό χώρο απαιτούν μεγίστη περίσκεψη, αμυντική ετοιμότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών μας δυνάμεων.


Σχολιάστε εδώ