Ομιλία Καραμανλή: Αστικές αντιπαραθέσεις στο τοπίο της κρίσης
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ομιλία Καραμανλή στο Κέντρο Μακεδονικών Σπουδών τη βδομάδα που πέρασε αιφνιδίασε πολλούς. Όχι τόσο για το περιεχόμενό της, αφού δεν απέφυγε τις κοινοτυπίες, όσο για αυτό που επιδίωξε να σηματοδοτήσει. Ότι η ΝΔ δεν είναι ένα ενιαίο κόμμα που έχει αποδεχθεί τη γραμμή της ηγεσίας Μητσοτάκη και απολαμβάνει την αυτοδύναμη κυβερνητική εξουσία, αλλά ένα κόμμα όπου συγκρούονται πολιτικές γραμμές.
Αν συνδυαστεί δε με τις αντιπαραθέσεις στο αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που εκδηλώθηκαν το ίδιο διάστημα με αφορμή τις εξελίξεις στη Συρία και τις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας, η συγκεκριμένη παρέμβαση γίνεται κομμάτι μιας ευρύτερης πολιτικής κρίσης στα αστικά πολιτικά κόμματα.
Ποια είναι η αιτία αυτής της σύγκρουσης ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης, που εκδηλώνεται ανοιχτά στις περισσότερες χώρες; Στην Αγγλία με αφορμή το Brexit, στις ΗΠΑ με αφορμή τους ενεργειακούς αγωγούς και τον ρόλο της χώρας στη διεθνή σκηνή, ακόμη και στην Ελλάδα, που τμήματα της αστικής τάξης δυσανασχετούν για τον περιφερειακό και περιθωριακό τους ρόλο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Στη μία πλευρά της σύγκρουσης βρίσκονται τμήματα του τραπεζικού κεφαλαίου, που επιδιώκουν έναν καπιταλισμό χωρίς εθνοκρατικούς περιορισμούς και τείχη, και στην άλλη τμήματα του βιομηχανικού κεφαλαίου, που θέλουν τον έλεγχο των εγχώριων αγορών αλλά και προνομιακές σχέσεις με τρίτες χώρες και γεωγραφικές περιοχές.
Αιτία τους δεν είναι άλλη από την ίδια την καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2008 και συνεχίζεται με διαφορετική ένταση σε παγκόσμια κλίμακα. Απέναντι στην κρίση η αστική τάξη δεν έχει ένα ενιαίο πολιτικό αφήγημα, όπως στις μεγάλες κρίσεις του 20ού αιώνα. Δεν προκρίνει ούτε τις κρατικές δαπάνες και την ενίσχυση της ζήτησης, όπως στην κρίση του 1930, ούτε το λιγότερο κράτος και την ασυδοσία των αγορών, όπως στην κρίση του 1970.
Αυτό που περιορίζονται να λένε οι εκπρόσωποί της είναι ότι μια νέα όξυνση της κρίσης δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με περαιτέρω νομισματική επέκταση, αλλά θα χρειαστεί η ενεργοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής τουλάχιστον για τις χώρες που έχουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο. Αυτό είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Στουρνάρας την περασμένη βδομάδα στην Ακαδημία Αθηνών, επαναλαμβάνοντας δηλώσεις του πρώην (από 1ης Νοεμβρίου) προέδρου της ΕΚΤ κ. Ντράγκι πριν από λίγο καιρό.
Είναι προφανές ότι αυτό δεν φτάνει. Για τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης η συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής της μνημονιακής επιτροπείας σημαίνει τη μετατροπή της σε έναν διαμεσολαβητή ξένων συμφερόντων στην ίδια τη χώρα. Η ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων, που προκρίθηκε ως ο νέος ρόλος για την εγχώρια αστική τάξη, πνίγηκε οριστικά μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην προχωρήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη «Βόρεια Μακεδονία».
Δικαιολογημένα εξερράγη ο κ. Καραμανλής με την κοντόφθαλμη πολιτική των διαδόχων του, που έδωσαν στους Αμερικανούς αυτό που ζητούσαν, χωρίς να εξασφαλίσουν την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, ώστε να εξασφαλίσουν και τα εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα.
Όσο και αν η κριτική αφορά τους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το κάδρο περιλαμβάνει και την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η παθητική της στάση στις εξελίξεις γύρω από την κυπριακή ΑΟΖ αλλά και στην εγκληματική πολιτική της Τουρκίας απέναντι στους κουρδικούς πληθυσμούς της Βόρειας Συρίας θεωρείται ως απόλυτη παραίτηση της ελληνικής αστικής τάξης από τον ρόλο της περιφερειακής δύναμης για τον κ. Καραμανλή. Αυτήν την έννοια είχε η παρέμβασή του, που σίγουρα εκφράζει και ενόχληση για την επανάκαμψη των πάλαι ποτέ «νταβατζήδων» με την άνοδο του κ. Μητσοτάκη στην εξουσία.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος την εξέλιξη της πολιτικής κρίσης στο κυβερνητικό κόμμα, λίγους μήνες μετά την άνοδό του στην κυβερνητική εξουσία, που είχε πάρει τον χαρακτήρα πολιτικής ρεβάνς. Γνώμη μου είναι ότι θα καθοριστεί από την ίδια την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκόσμια. Αρκετοί από την Αριστερά θα πουν «και εμάς τι μας νοιάζει;». Νομίζω ότι μας νοιάζει, γιατί αυτού του είδους οι αντιπαραθέσεις αποδυναμώνουν την αστική τάξη στο σύνολό της. Με αυτήν την έννοια, η πραγματική Αριστερά θα πρέπει να έχει τα μάτια και τα αυτιά της ανοιχτά σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, όσον αφορά την οργάνωση της διεκδικητικής και πολιτικής της δράσης.