Η εικόνα στη Συρία μετά τη Ρωσο-τουρκική συμφωνία στο Σότσι

Η εικόνα στη Συρία μετά τη Ρωσο-τουρκική συμφωνία στο Σότσι


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η ζώνη ασφαλείας, βάθους 32 χλμ., που ζητούσε η Άγκυρα έγινε δεκτή μετά τις ΗΠΑ και από την άλλη υπερδύναμη, αλλά μόνο στο ένα τρίτο περίπου του μήκους των Τουρκο-Συριακών συνόρων, δηλαδή σε 130 χλμ.

Ο Τούρκος Πρόεδρος πέτυχε μερική νίκη, η οποία δεν είναι ευκαταφρόνητη. Η έκταση των 130 χλμ. x 32 χλμ. σε βάθος είναι πολύ μεγάλη και αρκετή για να την παρουσιάζει ο Ταγίπ Ερντογάν ως αλλαγή της Συνθήκης της Λωζάννης και μερική εκπλήρωση του λεγομένου Εθνικού Όρκου, των διεκδικουμένων δηλαδή πρώην Οθωμανικών εδαφών, που δεν περιλαμβάνονται στα όρια της σημερινής Τουρκίας.

Μπορεί επίσης να κομπάζει ότι ματαίωσε τα σχέδια για τη δημιουργία αυτόνομης Κουρδικής περιοχής στη Συρία, κατά το πρότυπο εκείνης του Ιράκ, που θα μπορούσε να επεκταθεί, κατά μήκος των Τουρκικών συνόρων, μέχρι 50 χλμ. μακριά από τη Μεσόγειο. Που θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει μια δεύτερη συνισταμένη ενός επιδιωκόμενου ενιαίου Κουρδικού κράτους, η τρίτη συνισταμένη του οποίου θα ήταν το Τουρκικό Κουρδιστάν, η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη Κουρδική περιοχή.

Μέρος τόσο της Αμερικανο-Τουρκικής, όσο και της Ρωσο-Τουρκικής συμφωνίας είναι η αποχώρηση της Κουρδικής Πολιτοφυλακής από τη ζώνη ασφαλείας. Η Ά­γκυρα δεν ικανοποιείται μόνο με την απο­χώρηση της Πολιτοφυλακής. Επιδιώκει εθνοκάθαρση στην περιοχή και εξαγγέλλει ήδη σχέδια για την εγκατάσταση Συρίων Σουνιτών, ώστε να επιτύχει δημογραφική αλλοίωση και να αποτρέψει νομίμως, με τον τρόπο αυτό, την παρουσία συμπαγούς πληθυσμού Κούρδων κοντά στα Τουρκο-Συριακά σύνορα.

Το μόνο θετικό για τους Κούρδους είναι ότι υποχωρούν συντεταγμένα, πέρα από τα όρια της ζώνης ασφαλείας, και διατηρούν μια δομή αυτόνομης τοπικής διοικήσεως, την οποίαν όμως πρέπει τελικά να διαπραγματευθούν με τον Πρόεδρο Άσαντ. Ένα δεύτερο θετικό για τους Κούρδους είναι ότι η Ρωσική και η Συριακή παρεμβολή οριοθέτησε την Τουρκική εισβολή στο ένα τρίτο του μήκους των συνόρων, όπως αναφέρθηκε, και εμπόδισε την κατάληψη από τους Τούρκους μεγάλων και εμβληματικών πόλεων, όπως το Κομπάνι και η Μανμπίτζ, πρώην Ελληνική Ιεράπολις. Ήταν φανερή η ανακούφιση των κατοίκων στο
Κο­μπάνι όταν εισήλθε στην πόλη Ρωσική στρατονομία και ανέλαβε την ασφάλειά της, ενώ έκαναν σημειωτόν στα πρόθυρά της Τουρκικά στρατεύματα, συνοδευόμενα από τους βασιβουζούκους συμμάχους της Άγκυρας, Ισλαμιστές μισθοφόρους.

Ο μεγάλος κερδισμένος της εκβάσεως αυτής των πραγμάτων, είναι προφανώς ο Ρώσος ηγέτης, ο οποίος προώθησε περαιτέρω τους στόχους του για τον επανέλεγχο όλης της Συρίας από το καθεστώς Άσαντ και την προώθηση παραλλήλως της Ρωσικής επιρροής. Μόσχα και Δαμασκός ανέχθηκαν την Τουρκική εισβολή στη Συρία για να λειτουργήσει ως μοχλός για την αποχώρηση των Αμερικανών. Οι τελευταίοι δεν ήθελαν να φτάσουν σε ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία, η οποία παραμένει ακόμη, άσχετα από την υπάρχουσα κρίση, σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.

Το τίμημα της ανοχής της Τουρκικής εισβολής ήταν η αποδοχή της ιδέας της ζώνης ασφαλείας, με συμβιβαστική μείωσή της σε 130 χλμ. Στο κοινό Ρωσο-Τουρκικό ανακοινωθέν του Σότσι υπενθυμίζεται η αρχή ότι πρέπει να γίνει σεβαστή η εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Συρίας, αλλά παραλλήλως γίνεται αναφορά στην Τουρκική εθνική ασφάλεια, για την οποία ως απαραίτητη προϋπόθεση η Άγκυρα προβάλλει τη ζώνη ασφαλείας.

Το Ιράν, που είναι πολύ στενός και στρατηγικός σύμμαχος του καθεστώτος Άσαντ και του οποίου δεν φαλκιδεύεται η ελευθερία δράσεως από στρατηγικούς υπολογισμούς, ανάλογους με εκείνους της Μόσχας, πήρε κάθετη θέση εναντίον της Τουρκικής εισβολής, η οποία παραβιάζει κατάφωρα την εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Συρίας. Υπενθυμίζει, με την ευκαιρία αυτή, την κοινή διακήρυξη της Αστάνα από τη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν, στην οποία αναφέρεται ως βασική αρχή της κοινής θέσεως ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας και ενότητας της Συρίας.

Το Ιράν έχει ως σταθερή θέση την απρόσκοπτη παρουσία του στη Συρία και την επικοινωνία μ’ αυτήν και βλέπει με μεγάλη καχυποψία την Τουρκική επεκτατική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεμβολή του Τουρκικού παράγοντα μεταξύ Συρίας και Ιράν. Το τελευταίο δεν λησμονεί το γεγονός ότι η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν είναι ένα Ισλαμιστικό Σουνιτικό καθεστώς, που ανεμείχθη ενεργά στη συνωμοσία κατά του Προέδρου Άσαντ, με άμεση υποστήριξη ακραίων Ισλαμιστών, τους ίδιους που χρησιμοποιεί και σήμερα ως επικούρους και μισθοφόρους στη Βόρεια Συρία. Δεν λησμονεί επίσης την καιροσκοπική πολιτική της Άγκυρας, που επαμφοτερίζει μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, και στην οποία δεν μπορεί να έχει καμιά εμπιστοσύνη. Η Άγκυρα αντέδρασε έντονα στη στάση του Ιράν, με πικρόχολες δηλώσεις, που καταδεικνύουν ότι το διπλωματικό ειδύλλιο που είχε αναπτυχθεί μεταξύ Τουρκίας και Ιράν, με αφορμή την κοινή Διακήρυξη της Αστάνα για τη Συρία, βρίσκεται κοντά στο τέλος του.

Η Συρία του Άσαντ έχει προφανείς λόγους να είναι ευχαριστημένη και ταυτόχρονα ανήσυχη για την Τουρκική επιθετικότητα. Ευχαριστημένη, γιατί με την αποχώρηση των Αμερικανών κατέστη δυνατό για τη Συρία να διαβεί τον Ευφράτη, με τους Ρώσους συμμάχους της, και να επαναφέρει υπό τον έλεγχό της μεγάλες περιοχές της ΒΑ Συρίας. Ανήσυχη, γιατί η εγκαθίδρυση ζώνης ασφαλείας από την Άγκυρα είναι ένας τρόπος αρπαγής από την Άγκυρα Συριακών εδαφών, που έρχονται να προστεθούν σ’ εκείνα που ήδη κατέχονται από την Άγκυρα στα ΒΔ Τουρκο-Συριακά σύνορα, δυτικά του Ευφράτη, με επίκεντρο το Αφρίν.

Στη μνήμη του Συριακού καθεστώτος υπάρχει επίσης πάντα μια άλλη μεγάλη αρπαγή. Εκείνη της Αλεξανδρέττας, που έγινε το 1938, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Άγκυρα εξαργύρωσε τότε από τη Γαλλία την πολιτική του επιτήδειου ουδέτερου, που ακολουθούσε εν όψει του επερχομένου πολέμου, και του Συμμαχικού ενδιαφέροντος να διασφαλισθεί, με ανταλλάγματα, η συμπαράταξη της Τουρκίας με τους Συμμάχους.

Η Συρία καθησυχάζεται από τη σύμμαχό της Ρωσία ότι δεν θα εγκαταλειφθεί η αρχή της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας και ότι θα συνεχισθούν οι πιέσεις για την πλήρη σταδιακή αποκατάστασή της. Αναζητείται, για τον λόγο αυτό, κατάλληλη νομική βάση στις σχέσεις Τουρκίας και Συρίας, η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει τη σημερινή, παρουσιαζόμενη ως προσωρινή, Τουρκική στρατιωτική παρουσία. Γίνεται αναφορά ειδικότερα στην Τουρκο-Συριακή Συμφωνία των Αδάνων του 1998.

Η Συμφωνία αυτή υπεγράφη σε μια δύσκολη στιγμή για τη Συρία, όταν είχε χάσει το παραδοσιακό στρατηγικό της έρεισμα, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως. Η Άγκυρα επωφελήθηκε από τη συγκυρία αυτή για να ζητήσει την εκδίωξη από τη Συρία του Κούρδου ηγέτη Οτσαλάν και το κλείσιμο των Κουρδικών κέντρων εκπαιδεύσεως, που βρίσκονταν στο έδαφός της.

Η Άγκυρα επέβαλε επίσης τότε εκβιαστικά στη Δαμασκό το «δικαίωμα» της εισόδου Τουρκικού στρατού στο έδαφός της για την καταδίωξη «τρομοκρατών». Ηττημένη στη Συρία, εκτός των Κούρδων, είναι προφανώς και η αλλοπρόσαλλη και αναξιόπιστη Αμερικανική πολιτική. Οι σκληρές δηλώσεις, εκ των υστέρων, Αμερικανών επισήμων, ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να δράσουν ακόμη και στρατιωτικά κατά της Τουρκίας εάν χρειασθεί, είναι άσφαιρα πυρά οπισθοφυλακών.

Για την Ελλάδα και την Κύπρο η μερική έστω νίκη Ερντογάν στη Συρία είναι κακό νέο. Ενισχύει την κομπορρημοσύνη και την επιθετικότητά του. Το πιο ανησυχητικό είναι η σχέση συνεργασίας που κατόρθωσε να επιτύχει η Άγκυρα και με τις δύο υπερδυνάμεις. Το έλλειμμα ηγεσίας, ορθής στρατηγικής και αποφασιστικότητας που υπάρχει στην Ελληνική πλευρά, όπως επίσης η ανεπαρκής αντίδραση και προετοιμασία ενώπιον ενός απροκάλυπτου κινδύνου προκαλεί μεγάλο προβληματισμό και ανησυχία.

 


Σχολιάστε εδώ