Χρ. Μπότζιος: Το Έπος του ’40 από πολιτικοδιπλωματική σκοπιά
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Συνήθως, στους εορτασμούς της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, που αφορούν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ή το σωστότερο τον πόλεμο κατά της φασιστικής Ιταλίας του Μπενίτο Μουσολίνι, δίνεται μεγάλη έμφαση στον επικό και ηρωικό αγώνα και τη νίκη του ελληνικού λαού κατά των υπέρτερων δυνάμεων του Ντούτσε.
Πιστεύω ότι είναι σωστός και πρέπον ο τονισμός του επικού μέρους γιατί πράγματι ο αγώνας ήταν άνισος και ο εισβολέας ζητούσε από την τότε ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνική λαό «γη και ύδωρ». Πολλοί αμφισβητούν τη σκοπιμότητα ύπαρξης δύο εθνικών εορτών, γεγονός άλλωστε σπάνιο, τουλάχιστον για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, όπως πολλοί υποστηρίζουν, θα μπορούσε να περιορισθεί στην τέλεση δοξολογιών στις εκκλησίες, στην κατάθεση στεφάνων σε ηρώα καθώς και σε διδακτικές ομιλίες στα σχολεία και εκπαιδευτήρια όλων των βαθμίδων. Οι στρατιωτικές παρελάσεις όπως και οι μαθητικές θα έπρεπε με τον καιρό να καταργηθούν ή να περιορισθούν σε έκταση. Ως επιπλέον επιχείρημα προβάλλεται ότι η σημερινή Ιταλία είναι φίλη και σύμμαχος χώρα και οι δύο λαοί συνδέονται από κοινή ιστορία και παραδόσεις.
Τα επιχειρήματα που προβάλλονται έχουν κάποια βασιμότητα. Υπάρχει όμως και αντίλογος. Πρώτον, οι εκδηλώσεις για το Έπος του ’40 δεν στρέφονται κατά της σημερινής Ιταλίας και του ιταλικού λαού, αλλά για να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη της ηρωικής αντίστασης των Ελλήνων κατά των ολοκληρωτικών δυνάμεων του Άξονος, η οποία ενθάρρυνε και εμψύχωσε και τους άλλους λαούς της Ευρώπης να αντισταθούν και να διασώσουν τις δημοκρατικές αξίες του δυτικού κόσμου, αλλά και να τιμήσουν όσους θυσιάσθηκαν για την πατρίδα.
Δεύτερο και σοβαρό επιχείρημα υπέρ της πανηγυρικής μορφής που δίδεται στους εορτασμούς, το οποίο ασπάζομαι, είναι ότι με τη μορφή που εκδηλώνονται (παρελάσεις κ.λπ.) τονίζεται ζωντανά η αξία της και διατηρείται ατόφια η σημασία του έπους του ’40, που μεταφέρεται στις επόμενες γενιές, ενώ παρέχεται η ευκαιρία επίδειξης της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας μας, με μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση και ιδιαίτερα προς Ανατολάς, από όπου προέρχονται σήμερα απειλές και αμφισβητήσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αλλά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε και να τη θεωρήσουμε και από μια άλλη σκοπιά, την πολιτικοδιπλωματική. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν η Ελλάδα δεν είχε αντισταθεί και απωθήσει τους εισβολείς ή αν τελικά είχαν επικρατήσει οι δυνάμεις του Άξονα; Ένα ερώτημα υποθετικό, αλλά καίριας σημασίας, αν θέλουμε να αντιληφθούμε και να αξιολογήσουμε σωστά τη σημασία του Έπους του ’40 και ιδιαίτερα αν θέλουμε να λειτουργήσει ως γνώμονας και παράδειγμα για το μέλλον, όσον αφορά την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα εξ Ανατολών.
Το πιθανότερο που θα μπορούσε να είχε συμβεί στη χώρα μας, σε περίπτωση που ο ελληνικός λαός δεν είχε προβάλει ηρωική αντίσταση στις φασιστικές δυνάμεις του Μουσολίνι ή είχε συνταχθεί με τις δυνάμεις του Άξονα, θα ήταν να μην μπορέσει να προβάλει και να υπερασπισθεί τις νόμιμες διεκδικήσεις της στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων το 1947 για τα Δωδεκάνησα, που οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το 1911 – 1912, μετά τον νικηφόρο ιταλοτουρκικό πόλεμο.
Πλέον οδυνηρές θα ήταν οι συνέπειες αν οι δυνάμεις του Άξονος διατηρούσαν τα πλεονεκτήματα που είχαν αποκτήσει με τους κατακτητικούς πολέμους. Αυτό σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θράκη, που η χιτλερική Γερμανία είχε υποσχεθεί σε βαλκάνιους συμμάχους της. Η συνεισφορά της Ελλάδας στη νίκη κατά των δυνάμεων του Άξονος δυστυχώς δεν λειτούργησε, όπως όφειλε, υπέρ του Βορειοηπειρωτικού.
Το θέμα έπρεπε να συζητηθεί στα πλαίσια των εργασιών της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Η Αλβανία είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και έπρεπε να συναφθεί Συνθήκη Ειρήνης, που ασφαλώς θα είχε συμπεριλάβει και το Βορειοηπειρωτικό. Η Αλβανία, όπου στο μεταξύ είχε επιβληθεί το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, συνεπικουρούμενη από τη Σοβιετική Ένωση και προσωπικά από τον Στάλιν, ισχυρίστηκε ότι το ’40 δεν λειτουργούσε αυτόβουλα επειδή τελούσε υπό ιταλική κατοχή. Οι συζητήσεις αναβλήθηκαν για αργότερα και δεν έλαβαν ποτέ τελική μορφή. Αποτέλεσμα, Συμφωνία Ειρήνης με την Αλβανία δεν έχει υπογραφεί και θεωρητικά οι δύο χώρες εξακολουθούν να βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση.
Μέγιστο δίδαγμα από το Έπος του ’40 και η ομοψυχία που επέδειξε ο ελληνικός λαός, παρά το γεγονός ότι η χώρα τελούσε υπό δικτατορικό καθεστώς και εκατοντάδες πολίτες που ανήκαν στον αριστερό χώρο βρίσκονταν, για ιδεολογικούς λόγους, σε φυλακές. Μεγάλο μέρος εκτοπισμένων ή φυλακισμένων υπέβαλε αιτήσεις αποφυλάκισης για να μεταβεί στο μέτωπο και να πολεμήσει τους εισβολείς.
Η ομοψυχία που επέδειξαν οι μαχητές του Έπους του ’40 πρέπει να μας εμπνέει και να μας καθοδηγεί και στις μέρες μας, που η χώρα δέχεται καθημερινές προκλήσεις και απειλές από την Τουρκία, η οποία υπό το καθεστώς Ερντογάν αναπολεί το οθωμανικό παρελθόν, μιλώντας ακόμα και για «γαλάζιες πατρίδες», όταν γνωρίζουν ότι η ασιατική τους προέλευση τους έκανε να φοβούνται και να απεχθάνονται τη θάλασσα.
Η Ελλάδα, λίκνο της Δημοκρατίας και παράγοντας σταθερότητας της ευρύτερης βαλκανικής περιοχής, απαιτεί τον προσήκοντα σεβασμό και αναγνώριση. Δεν έχει πλέον ανάγκη τους επαίνους, αλλά την έμπρακτη συμπαράσταση και αλληλεγγύη του δυτικού κόσμου και των ευρωπαίων εταίρων της.