ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ


Συγγραφέας
ΚΛΑΙΡΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ


Ρόζα και Μαργαρίτα: δύο αδερφές, δίδυμες, σε «δίσεκτα» χρόνια. Η άρρηκτη δυάδα, που δεν έπρεπε να σπάσει ποτέ, γίνεται άθελά τους χίλια κομμάτια, πριν ακόμα προλάβουν τα κορίτσια να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξή τους, αφού οι μνήμες τους δεν καταγράφονται στο μυαλό παρά μόνο στην ψυχή. Δυο κόρες, απόρροια ενός μεγάλου έρωτα που άνθισε δίπλα στη θάλασσα, μάτωσε στο βουνό, δοκιμάστηκε στον χρόνο και ρίζωσε εντέλει στην άλλη άκρη της Γης. Δύο ψυχές που, παρά τις αντιξοότητες, κατορθώνουν όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά να ανθίσουν και να εξελιχθούν, να αγαπήσουν και να ερωτευθούν, να πονέσουν και να προδοθούν, να ελπίσουν και να ονειρευτούν. Βίοι παράλληλοι και τόσο διαφορετικοί συγχρόνως, οι δύο όψεις στην ουσία του ίδιου νομίσματος, καθώς ό,τι σημαδεύει τη ζωή της μίας σωματοποιείται με κάποιον ανεξήγητο, μεταφυσικό τρόπο, σχεδόν ταυτόχρονα, από την άλλη. Στον πυρήνα της ύπαρξής τους εκείνη: η μάνα, η βασίλισσα, η Ελλάδα. Στα μύχια της ψυχής τους εκείνος: ο έρωτας, ο πόθος, ο θάνατος. Στο φόντο της ζωής τους τρεις χώρες: η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Αμερική, και όλα εκείνα που τις σημαδεύουν στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.

Μια ιστορία για τη δύναμη των δεσμών αίματος, τη δίψα για επιβίωση, τη διαχρονικότητα του έρωτα, την ανάγκη για «πατρίδα». 

Απόσπασμα βιβλίου 

Μία ώρα…

Τέλη Σεπτεμβρίου 1991

Το νερό της βροχής ράπιζε με δύναμη το τζάμι, και το μεγάλο ρολόι της κουζίνας –αυτό με τον κούκο που την είχε μαγέψει τις πρώτες μέρες της παραμονής της στο διαμέρισμα εκείνο στην Αστόρια της Νέας Υόρκης– είχε σημάνει πέντε η ώρα. Ο ουρανός ήταν βαρύς και συννεφιασμένος και η μουντάδα έξω δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως είχε ήδη νυχτώσει. Κάποια φώτα σε γειτονικές πολυκατοικίες ήταν από ώρα αναμμένα και η Ηλέκτρα παρακολουθούσε αφηρημένα τις σταγόνες που κυλούσαν πάνω στο γυαλί του παραθύρου, άλλες πιο βιαστικές και φευγάτες και άλλες αναποφάσιστες, μπερδεμένες μπροστά σε αυτό που έμελλε να συμβεί, στέκονταν για λίγο ακίνητες, πεισμωμένες, φουσκώνοντας και γεμίζοντας όλο και περισσότερο, κρατιόνταν, θαρρείς, με νύχια και με δόντια πριν παραδοθούν με τη σειρά τους στο αναπόφευκτο, στον νόμο της βαρύτητας δηλαδή. Κάποιο παράθυρο πρέπει να είχε ξεχαστεί ανοιχτό, γιατί στα ρουθούνια της έφτανε η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος ανακατεμένη με εκείνη του καφέ που πάγωνε εδώ και ώρα ανέγγιχτος στο φλιτζάνι της. Ένα μωρό έκλαιγε σε κάποιο από τα γειτονικά διαμερίσματα, κάποια νοικοκυρά μαγείρευε κάτι με μπόλικο σκόρδο. Και μπορεί όλες οι αισθήσεις της να ήταν ηθελημένα εγκλωβισμένες σε ερεθίσματα ξένα και ανούσια, η ψυχή της όμως αναγνώριζε, με τρόμο είναι η αλήθεια, πως η ουσία όλου του κόσμου –του δικού της κόσμου τουλάχιστον– βρισκόταν εδώ, ανάμεσα σε εκείνους τους τέσσερις τοίχους που την έπνιγαν και την πλάκωναν ανελέητα εδώ και ώρα.
Τις είχε ακούσει να μπαίνουν στο σπίτι, πρώτα η μία και έπειτα από λίγο η άλλη, κι εκείνη είχε παραμείνει εκεί, μπροστά στο παράθυρο, με την πλάτη γυρισμένη, εξερευνώντας με πάθος θαρρείς τα μυστήρια της βροχής. Πόσα συννεφιασμένα, βροχερά απογεύματα θα ζούσε άραγε ακόμα; Δέκα, είκοσι, πενήντα, εκατό; Ή μήπως κανένα; Ούτε που θυμόταν πότε είχε ξεκινήσει αυτό το παιχνίδι με τον εαυτό της, πότε είχε διεκδικήσει θέση στη ζωή της αυτό το παράλογο μέτρημα, πλέον όμως τη συντρόφευε σχεδόν καθημερινά, ιδίως στις πιο μελαγχολικές στιγμές της: πόσα καλά καλοκαίρια ακόμα; Πόσες νύχτες πανσελήνου; Πόσες επισκέψεις σε θερινά σινεμά; Πόσα γενέθλια; Ήθελε να υπολογίσει και δεν ήθελε συνάμα. Ήθελε να ξέρει και δεν ήθελε παράλληλα. Πόσες άραγε δύσκολες –πολύ δύσκολες– στιγμές ακόμα; Γιατί τώρα εκείνες στέκονταν πίσω της. Αμίλητες. Δε θα της έκαναν τη χάρη, σκέφτηκε με πικρία. Δε θα έκαναν εκείνες το πρώτο βήμα. Θα την άφηναν να βράζει στο ζουμί της, τους το όφειλε άλλωστε. Άκουγε τον ανεπαίσθητο ήχο από τις ανάσες τους και ένιωθε τις τριχούλες στο σβέρκο της να σηκώνονται κάγκελο. Λαχταρούσε από τη μία να γυρίσει, να τις αγκαλιάσει, να τις μυρίσει, να δει αν μύριζαν ακόμα όπως θυμόταν εκείνη ολοκάθαρα όλα αυτά τα χρόνια, από την άλλη όμως έτρεμε την ιδέα της απόρριψης. Δε θα άντεχε σε καμία περίπτωση τον χαμό τους για άλλη μια φορά, κι ας μην είχε φανεί αντάξιά τους, ας ήταν λίγη, κακή, χείριστη, θα έλεγαν πολλοί, ως μάνα.
Μήνες ολόκληρους οργάνωναν με τον Δημήτρη αυτή τη συνάντηση, ώρες ατελείωτες είχαν συζητήσει ξανά και ξανά την κάθε λεπτομέρεια· και του τότε, και του τώρα και του μετά. Όσο ήταν δυνατόν να προβλέψει κανείς το μετά. Μάλλον αδύνατον στη δική τους περίπτωση. Εξίσου σουρεαλιστικό άλλωστε φαινόταν στην Ηλέκτρα και το τώρα, ούτε που θα μπορούσε ποτέ να το φανταστεί έναν χρόνο πριν. Είχε εγκαταλείψει χωρίς δεύτερη σκέψη τη Θεσσαλονίκη, την πόλη της οποίας ο παλμός συγχρονιζόταν, θαρρείς, με τους χτύπους της καρδιάς της, και ζούσε πλέον στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, στο Μπρούκλιν, στο πλευρό του πρώτου της έρωτα, του Δημήτρη, απολαμβάνοντας στην πραγματικότητα –χωρίς ούτε στον ίδιο της τον εαυτό να τολμά να το εκμυστηρευτεί– όλα εκείνα που η ζωή τής είχε άδικα και βίαια στερήσει. Κι ας κόντευε να κλείσει τα εξήντα εννιά εκείνη και τα εβδομήντα εφτά αυτός. Σαν να ζούσαν μια δεύτερη εφηβεία έμοιαζε, χωρίς προβλήματα, πόλεμο, θάνατο και πολιτικές σκοπιμότητες να τη μαυρίζουν. Μια εφηβεία που η ζωή τούς τη χρωστούσε, που δεν την είχαν ευχαριστηθεί, όταν έπρεπε, που οι συνθήκες την είχαν εξαφανίσει. Δεν είχαν περάσει και λίγα. Κάθε άλλο μάλιστα. Ένας παγκόσμιος πόλεμος, ένας εμφύλιος, ένα αντάρτικο στο βουνό, ο χωρισμός τους, η απώλεια των παιδιών τους, η πεποίθησή της για χρόνια πως εκείνος ήταν νεκρός, όπως και οι κόρες τους, ο γάμος της με έναν άλλον άντρα, έναν άντρα που εκτιμούσε και σεβόταν και που είχε γίνει ο πατέρας του γιου της, του Αλέξη, η ζωή στο πλάι του, εκείνη η μία νύχτα –πριν από πόσα χρόνια άραγε;– που είχε περάσει με τον Δημήτρη, η άρνησή της να εγκαταλείψει τον άντρα της, τον Ισίδωρο, όσο κι αν της σκιζόταν η καρδιά στα δύο, οι επιστολές του Δημήτρη κάθε χρόνο και τέλος ο θάνατος εκείνου, του Ισίδωρου, το τέλος και η αρχή: της ζωής όπως την ήξερε, της ζωής που ξεκινούσε. Και φυσικά οι γονείς της, που είχαν κάνει τα αδύνατα δυνατά για να εξασφαλίσουν πως αυτοί οι δύο, η Ηλέκτρα και ο Δημήτρης, δε θα κατέληγαν ποτέ μαζί.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η ΚΛΑΙΡΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στην Ελλάδα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Γερμανία.
Ζει στην Αθήνα με τον άντρα της και τα τέσσερα σκυλιά τους και λατρεύει τα ταξίδια.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική Ξένων Γλωσσών και την Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Επίσης έχει σπουδάσει φωτογραφία κι έχει εργαστεί ως φωτογράφος και συντάκτρια σε ελληνικά περιοδικά. Σήμερα εργάζεται σε σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα ασχολείται με την καλλιτεχνική φωτογραφία, συμμετέχοντας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Η ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕΣ και ΑΛΙΚΕΣ ΣΙΩΠΕΣ.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-2980-9
ISBN Ebook: 978-618-01-2981-6

Δείτε το video του βιβλίου


Σχολιάστε εδώ