Τι χορούς να χορέψω

Τι χορούς να χορέψω

 

Συγγραφέας
Αθηνά Τσάκαλου


Κι αυτή η ιστορία δεν ειπώθηκε ποτέ στο φως της μέρας. Λένε πως είναι από κείνες τις ιστορίες που έφτιαχναν οι άνθρωποι όταν οι νύχτες ήταν μεγάλες και σκοτεινές, όταν έπρεπε να δουλεύουν μέχρι τα ξημερώματα στο μικρό φως από τις λάμπες πετρελαίου στα κατώγια των σπιτιών για να προλάβουν πριν μπει ο χειμώνας να αλέσουν το καλαμπόκι. Ακόμα λένε πως ο σπόρος του καλαμποκιού έτσι λείος σαν κεχριμπάρι που κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών, έτσι που ακουμπούσε στα πόδια των γυναικών (μερικές στα κρυφά έβγαζαν τις κάλτσες τους κι έχωναν τα πόδια τους στον κεχριμπαρένιο σωρό), έφερνε τέτοια μεγάλη ηδονή που ούρλιαζε ο λύκος της καρδιάς τους…

Ο Βασίλης εξαφανίζεται επειδή καταζητείται για συμμετοχή σε παράνομη επαναστατική ομάδα. Οι γονείς του, η Ήρα και ο Μιχάλης, ξαφνιάζονται. Προσπαθώντας να τον καταλάβουν, έρχονται σε ρήξη. Η Ήρα, μόνη της, ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης του γιου της που θα αποβεί ταξίδι αυτογνωσίας.
Ψάχνοντας τα ίχνη του συγχέει την πραγματικότητα με το όνειρο και με θρύλους παλιούς. Ανακαλώντας εικόνες από το παρελθόν, αναζητά σημάδια του γιου της που θα την οδηγήσουν στον δικό του κόσμο. Ένα μήνυμά του ξαναφέρνει κοντά τους δύο γονείς. Περιμένουν να τον ξαναδούν…

Απόσπασμα βιβλίου

Δεν έγινε… 

Τώρα τελευταία όλο παράξενα αυτοκίνητα οδηγούσε. Παράξενα στο χρώμα. Ποτέ αυτή δεν θα διάλεγε άσπρο αυτοκίνητο ή κίτρινο. Κι όμως, σχεδόν κάθε βράδυ οδηγούσε άσπρο ή κίτρινο αυτοκίνητο και το παράξενο δεν σταματούσε στο χρώμα, κάποιες φορές δεν έβρισκε το τιμόνι ή δεν υπήρχε χειρόφρενο και μ’ έναν παράξενο τρόπο ποτέ δεν πάθαινε κάποιο ατύχημα… Συγγνώμη που το παρακάνω με τη λέξη παράξενο, αλλά πώς αλλιώς να αφηγηθώ τα παράξενα των ονείρων αν δεν τη χρησιμοποιώ κάθε τόσο, ίσως με υπερβολή –ναι, το ξέρω–, πώς θα σας πω για τα όνειρα;
Είχε βγει από την πόλη. Όλα καλά πήγαιναν με το άσπρο αυτοκίνητο που οδηγούσε, δεν έφτανε καλά το φρένο, ένιωθε έναν φόβο πως φρένο δεν είχε, αλλά όλα καλά, δεν φαινόταν να υπάρχει πρόβλημα. Ο καιρός ήταν μουντός, μπορεί σε λίγο να έβρεχε. Είδε ξανά εκείνο το δέντρο, εκείνο το θεόρατο μοναχικό δέντρο, χαρουπιά έλεγε πως ήταν, αλλά μπορεί να ήταν και βελανιδιά. Η Ήρα πολλές φορές σταματούσε το όνειρο σ’ αυτό το σημείο. Τα κατάφερνε και ξυπνούσε. Δεν ήθελε να ξαναζήσει εκείνη την ιστορία, γιατί οι ιστορίες, ή έστω οι θρύλοι, αποκτούν στα όνειρα εφιαλτικές διαστάσεις, γίνονται αληθινό βάσανο και δεν ήθελε να ξυπνήσει με το πένθος που θα τη φόρτωνε το όνειρο. Προτιμούσε να θυμάται την αληθινή διάσταση της ιστορίας, όσο αληθινή μπορεί να παραμείνει μια ιστορία που για χρόνια πολλά έκανε τους χωρικούς να ριγούν στο άκουσμά της τις κρύες νύχτες των βαριών παλιών χειμώνων…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Αθηνά Τσάκαλου γεννήθηκε στην Τρυγόνα Καλαμπάκας το 1955. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έργα της: Το Γέλιο του νερού (2015), μικρά κείμενα από την ομάδα «Συγγενείς-Φίλοι κρατουμένων και διωκόμενων αγωνιστών» και το μυθιστόρημα Οι  λεηλάτες του μεσημεριού (2018, εκδ. των Συναδέλφων).


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΟΣ 

Κατηγορία: Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία, Μυθιστόρημα
ISBN: 978-960-499-300-0


Σχολιάστε εδώ