Ν. Γ. Χαριτάκης: «Τι έφταιξε» και όχι «Τις πταίει»
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ
Το 1874 ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσίευε το περίφημο άρθρο του με τίτλο «Τις πταίει». Η πολιτική ζωή του τόπου αναταράσσεται και οδηγείται σε μία τεραστίων διαστάσεων, για τη δημοκρατική ζωή της χώρας, θεσμική αλλαγή, καθώς εισάγεται η Αρχή της Δεδηλωμένης στην εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο τότε πολιτικός διάλογος οδήγησε τη χώρα σε μία θεσμική μεταρρύθμιση.
Η συγκεκριμένη φράση όμως είχε ένα βασικό μειονέκτημα, κλασικό στην άσκηση του πολιτικού διαλόγου. Φωτογράφιζε, εμμέσως πλην σαφώς, τον υπεύθυνο στον βιασμό των θεσμών. Δυστυχώς, έτσι λειτουργούσε και έτσι λειτουργεί ακόμη και σήμερα ο πολιτικός διάλογος.
Σε αντίθεση, ο επιστημονικός διάλογος δεν ενδιαφέρεται να στιγματίσει πρόσωπα. Ενδιαφέρεται να διερευνήσει και πιθανά να διορθώσει επιστημονικά λάθη. Το λάθος, και όχι ο εκφραστής του, ενδιαφέρει την επιστημονική κοινότητα. Η οικονομική επιστήμη, για παράδειγμα, επικοινωνεί, παρατηρεί, αναγνωρίζει αδυναμίες κοινωνικών αλλαγών και προτείνει διορθωτικές παρεμβάσεις. Πάντοτε υπό την αναγνώριση ενός πιθανού λάθους από την πλευρά των επιστημόνων. Κανείς δεν είναι αλάνθαστος, αρκεί να το αποδείξει κάποιος άλλος. Την επιστήμη δεν την ενδιαφέρει «τις πταίει», την ενδιαφέρει τι έφταιξε, ώστε να μπορέσουμε να το διορθώσουμε.
Τα τελευταία 20 χρόνια (2000 – 2019) η οικονομία της χώρας έζησε τέσσερεις θεμελιακές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Έζησε την είσοδο στη ζώνη του ευρώ, την παγκόσμια οικονομική κρίση και την πτώχευσή της, το PSI και τα Μνημόνια και, τέλος, το δημοψήφισμα και την περίπου έξοδο της χώρας από το ευρώ. Αν τώρα, τυχαία, ζητήσουμε από τον μέσο ενημερωμένο πολίτη της χώρας να μας απαντήσει κατά πόσο οι αλλαγές αυτές βοήθησαν ή πλήγωσαν την οικονομία, το πιο πιθανό είναι να μην μπορεί να θεμελιώσει με σαφήνεια τη θέση του. Δεν έχει την απαιτούμενη πληροφόρηση, και όχι γνώση, για να απαντήσει στο τι έφταιξε ή τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η περίοδος που πέρασε δεν οδήγησε σε έναν διάλογο ή σε κάποιες επιστημονικά στέρεες απαντήσεις. Η εγχώρια οικονομική επιστήμη λες και δεν μπορούσε ή δεν θέλησε να τοποθετηθεί επίσημα στα επιστημονικά περιοδικά. Όταν, για παράδειγμα, και για τις τέσσερις μεταρρυθμίσεις η παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα έχει τουλάχιστον επώνυμα πάρει θέση, στη χώρα μας συνεχίζουμε να πολιτικολογούμε, αδιαφορώντας για την επιστημονική θεμελίωση των απόψεών μας στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Τη στιγμή που τεράστια ονόματα της επιστήμης αναλύουν υπεύθυνα την άποψή τους για την κρίση της Ελλάδος, με εξαίρεση δύο, εξ όσων γνωρίζω, ελλήνων καθηγητών του εξωτερικού (Γεώργιος-Μάριος Αγγελέτος, Χάρης Ντέλλας), οι εγχώριοι σιωπούν.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι αποκαλυπτικά. Πριν από κάποια χρόνια, κάτοχος Nobel Οικονομίας έρχεται προσκεκλημένος του Οικονομικού Πανεπιστημίου και παρουσιάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος μελέτη του με θέμα τα αίτια που συνέβαλαν στην πτώχευση της χώρας μας. Η ανάλυσή του οδηγεί σε επιβεβλημένες εφικτές λύσεις. Στην παρουσίαση η συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι ενοχλητικά φτωχή: Διοικητής-πρώην υπουργός Οικονομικών και υποδιοικήτρια-πρώην οικονομική σύμβουλος πρωθυπουργού κατά την έναρξη της κρίσης. Ο μεν πρώτος απουσιάζει, η δε δεύτερη σχεδόν δεν ενδιαφέρεται για το θέμα, μετά την εισαγωγική της παρουσίαση, του γάλλου συναδέλφου. Παρενθετικά και χωρίς σχόλια, δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο παρουσίασαν πρόσφατα με μεγάλο ενθουσιασμό δημοσιογραφικού περιεχομένου βιβλίο με θέμα την κρίση του 2015.
Δεύτερο γεγονός. Ως πρόεδρος της Βουλής, η κ. Κωνσταντοπούλου αναλαμβάνει την ευθύνη να καταγραφεί σε μία έκθεση το θέμα της κρίσης του 2008. Ιστορικά, εκείνη την περίοδο (2015) οι σελίδες που έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί στα καλύτερα περιοδικά για το θέμα της Ελλάδας γεμίζουν κυριολεκτικά μια βιβλιοθήκη. Την επιτροπή της απαρτίζουν ασήμαντοι επιστήμονες (τουλάχιστον με βάση το βιογραφικό και τη συμβολή τους στη σχετική βιβλιογραφία). Καταθέτουν μία έκθεση, που και μόνο αν ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία που χρησιμοποίησαν μας καλύπτει, για να καταλάβουμε την ποιότητα της δουλειάς τους.
Δυστυχώς, για μία ακόμη φορά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Τι έφταιξε; Υπάρχει επιστημονικά θεμελιωμένη θέση, και αν ναι, πώς αξιολογείται και πώς διαμορφώθηκε γι’ αυτήν η κριτική στην επιστήμη; Και επειδή τα ερωτήματα που έχουν συζητηθεί διεξοδικά δεν είναι λίγα, ας αναφέρουμε κάποια που ταλανίζουν τη σκέψη πολλών πολιτών.
Ήταν δικαιολογημένη η επιλογή ένταξης της χώρας στη ζώνη του ευρώ; Τι έφταιξε και προέκυψε το 2008 σχέση χρέους προς ΑΕΠ 180%; Πώς προέκυψε έλλειμμα 15,2% σε σχέση με την έως εκείνη τη στιγμή τάση των αριθμών; Γιατί μέχρι το 2008, μεσούσης της κρίσης, οι αγορές δεν γνώριζαν την προβληματική εξέλιξη των μεγεθών και δάνειζαν τη χώρα με επιτόκια Γερμανίας; Η ενημέρωσή τους προέκυψε από τη δήλωση του πρωθυπουργού και όχι από τα επίσημα διαχρονικά στοιχεία; Τι οδήγησε τις αγορές να δανείζουν μια χώρα σε σκληρό νόμισμα, μέσα στα επόμενα μετά την παγκόσμια κρίση δύο χρόνια (2009 – 2010), με 35% επιτόκιο (στην ουσία να μην την δανείζουν); Πώς προσδιορίζεται αν μία χώρα σε ζώνη σταθερού νομίσματος είναι σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή σε κατάσταση στενότητας ρευστότητας (insolvent ή illiquid); Γιατί ενώ από το 2000 μέχρι το 2008 η σχέση χρέους/ΑΕΠ ήταν σταθερή και σε διάστημα δύο ετών (2009 – 2011) το ένα φτάνει στα 350 δισ. και το άλλο στα 180 δισ.;
Πόσοι στην ΕΕ συμφωνούσαν εκείνη την εποχή με την άποψη του Mervin King (διοικητού της Τραπέζης της Αγγλίας) «global in life but national in death» («μαζί στη ζωή, αλλά χώρια στον θάνατο»); Μήπως όλοι πλην ημών; Πώς θα προστατεύαμε το τραπεζικό σύστημα και τις καταθέσεις αν βγαίναμε από το ευρώ είτε το 2012 είτε το 2015, με δεδομένη τη διαβολική σχέση κινδύνου κατάπτωσης του δημοσίου χρέους και διάσωσης των τραπεζικών καταθέσεων; Ειλικρινά, πόση σημασία έχει για την επιστήμη αν ο τάδε ή ο δείνα υπουργός πήραν λάθος ή σωστές αποφάσεις ή διαχειρίστηκαν επιστημονικά θεμελιωμένα τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας; Είναι φρόνιμο τελικά να αγνοούμε τον θεμελιωμένο επιστημονικό διάλογο και να φωτίζουμε απλοϊκές δημοσιογραφικές αναλύσεις;
Όταν ξεκινούσα να ασχολούμαι με την οικονομική επιστήμη, ειλικρινά θαύμαζα δύο τεράστια ονόματά της, τον Π. Σάμιουελσον και τον Μ. Φρίντμαν, που τότε αρθρογραφούσαν με επιστημονική συνέπεια στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Newsweek». Στη συνέχεια γνώρισα και ζήλεψα τις δημόσιες ακροάσεις σημαντικών επιστημόνων των ΗΠΑ στη Γερουσία. Η αρτιότητα του διαλόγου εκατέρωθεν και ο σεβασμός των θεσμικών οργάνων ήταν και παραμένει υποδειγματικός. Τα μέλη της Γερουσίας ζητούσαν να καταλάβουν, ώστε να αποτρέψουν ή να μην επαναλάβουν τα λάθη παρελθόντος και παρόντος. Τους ενδιέφερε να διαλευκάνουν το τι έφταιξε και όχι το ποιος φταίει. Εκεί δεν μπορέσαμε να τους αντιγράψουμε, αν και θα ήταν εύκολο να το πετύχουμε. Ίσως και γιατί η ακαδημαϊκή κοινότητα ενεπλάκη υπερβολικά όχι μόνο στη διαμόρφωση αλλά και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.