Το ζοφερό παρόν του ΕΦΚΑ μετά τις αποφάσεις του ΣτΕ

Το ζοφερό παρόν του ΕΦΚΑ μετά τις αποφάσεις του ΣτΕ


Του
ΑΝΤΩΝΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Αντιπροέδρου Ομοσπονδίας
Εργαζομένων ΙΚΑ
[email protected]


Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώ­ρας μας, με τις πρόσφατες αποφάσεις του, μπορεί να έκρινε ότι πολλές διατάξεις του περιβόητου «νόμου Κατρούγκαλου» (4387/2016) είναι αντισυνταγματικές, την ίδια στιγμή, όμως, έδωσε και οριστική λύση στο ζήτημα σχετικά με τη συνταγματικότητα της δημιουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), κλείνοντας ερμητικά την όποια συζήτηση για δημιουργία τριών Ταμείων κύριας ασφάλισης.

Πλέον η σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουρ­γείου Εργασίας αλλά και αυτή της διοίκησης του ΕΦΚΑ έχουν λυμένα τα χέρια τους από τυχόν δικαστικές εκκρεμότητες και επιβάλλεται να προχωρήσουν στην αντιμετώπιση των τεραστίων προβλημάτων που κληρονόμησαν από την προηγούμενη δια­κυβέρνηση, δίνοντας έτσι νέα πνοή στο όλο εγχείρη­μα.

Ο ΕΦΚΑ απευθύνεται σε περίπου 5.000.000 άμεσα ασφαλισμένους και σε περισσότερους από 2.800.000 συνταξιούχους, έχοντας να διαχειριστεί έναν προϋπολογισμό περίπου 38 δισ. ευρώ, δηλαδή από τους μεγαλύτερους της χώρας. Με τις υπηρεσίες του συναλλάσσονται 382.000 εργοδότες, ενώ τις επι­σκέπτονται καθημερινά 450.000 συμπολίτες μας. Το δε στελεχιακό του δυναμικό αριθμεί σήμερα περίπου 7.800 υπαλλήλους (δηλαδή ένας υπάλληλος προς 1.049 συναλλασσόμενους), οι οποίοι είναι κατανεμημένοι σε περίπου 250 υποκαταστήματα και υπηρεσίες του φορέα ανά την επικράτεια.

Μιλάμε για έναν πραγματικό «Κολοσσό», από άποψη μεγεθών, που όμως διαθέτει πήλινα πόδια, αφού στα τρία χρόνια που λειτουργεί δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα στοιχειώδη προβλήματα, όπως αυτό της καθαριότητας στους χώρους εργασίας των υπαλλήλων του ή της κάλυψης των ανα­γκών για γραφική ύλη. Η δε διοικητική του διάρθρωση, που βρίσκεται σε εξέλιξη από τον Γενάρη του 2019 και στηρίζεται στον νέο οργανισμό του φορέα, μάλλον επιτείνει τα προβλήματα παρά τα επιλύει, καθώς γίνεται μια βίαιη ανακατανομή του στελεχιακού δυναμικού του από τις παλιές δομές των καταργημένων Ταμείων στις υπό ίδρυση νέες υπηρεσίες του, οι οποίες είναι άγνωστο πότε ουσιαστικά θα λειτουργήσουν.

Χαρακτηριστική περίπτωση οι δώδεκα Περιφερειακές Υπηρεσίες Συντονισμού και Υποστήριξης (ΠΥΣΥ), που ενώ στελεχώθηκαν προεκλογικά, με μεταφερόμενο προσωπικό από τα αποδεκατισμένα τοπικά υποκαταστήματα, αυτές αδυνατούν να λειτουργήσουν, λόγω της μη ύπαρξης του αναγκαίου λογισμικού, ενώ παραμένει άγνωστο πότε ακριβώς θα το αποκτήσουν.

Το ίδιο συμβαίνει, πάνω-κάτω, και με το σύστημα έκδοσης των συντάξεων, καθώς είχαμε τη δημιουργία μιας υδροκεφαλικής και αθηνοκεντρικής γενικής διεύθυνσης, η οποία, αντί να είναι ένα επιτελικό όργανο, μετατράπηκε καθαρά σε επιχειρησιακό, εξαναγκάζοντας τα ανά τη χώρα τμήματα απονομών συντάξεων να αποστέλλουν προς υπογραφή στη γενική διευθύντρια, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, κάθε συνταξιοδοτική απόφαση που εκδίδουν. Πρόκειται για χιλιάδες αποφάσεις που «ταξιδεύουν» τον μήνα, αυξάνοντας έτσι τον χρόνο αναμονής.

Αυτά τα προβλήματα διοικητικής διάρθρωσης επιτείνονται και από την παντελή έλλειψη ανανέωσης των συστημάτων πληροφορικής που είχαν τα καταργημένα Ταμεία, αφού η προ­ηγούμενη πολιτική ηγεσία, παρότι είχε υποσχεθεί την πλήρη αντικατάστασή τους, ενδεχομένως επειδή δεν ήθελε να διαταράξει τον μύθο περί «πλεονασματικού» ΕΦΚΑ, δεν επένδυσε ούτε ένα ευρώ προς αυτήν την κατεύθυνση. Οπότε φαντάζει ιδιαιτέρως δύσκολο το έργο της νέας διοίκησης του φορέα, η οποία δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό αυτών των συστημάτων, ώστε να μπορέσει να υλοποιήσει και τη δέσμευση του υπουργού Εργασίας για την πλήρη ψη­φιοποίηση του τρόπου έκδοσης των συντάξεων μέσα στην επόμενη διετία.

Ταυτόχρονα θα πρέπει, ως νέα πολιτική ηγεσία, να προβληματιστεί ιδιαιτέρως αλλά και να μάθει από την αποτυχία των προηγούμενων, η οποία αποτυπώνεται στις τεράστιες εκκρεμότητες που άφησαν, όπως είναι οι περισσότερες από 200.000 αιτήσεις κύριων συντάξεων και οι δεκάδες χιλιάδες άλλες επικουρικής, συμπεριλαμβανομένων και των αιτήσεων των ίδιων των εργαζομένων του ΕΦΚΑ, οι οποίοι επίσης δεν μπορούν να συνταξιοδοτηθούν από την ημερομηνία ψηφίσεως του «νόμου Κατρούγκαλου».

Η ζοφερή αυτή εικόνα του ενιαίου φορέα επιβάλλεται να αλλάξει, καθώς επηρεάζει δυσμενώς και συνολικά το δημόσιο κοινωνικοασφαλιστικό μας σύστημα, που αποτελεί πραγματικό στήριγμα για την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και απαιτούνται άμεσες διορθωτικές κινήσεις, με διοικητικό επανασχεδιασμό και αποτελεσματικότερο συντονισμό, σε συνδυασμό και με την επιβαλλόμενη συνεννόηση και συνεργασία, με τους εργαζόμενους του φορέα.

Εάν συμβούν αυτά, τότε αποδεδειγμένα θα έχουμε θετικά αποτελέσματα, ανάλογα αυτών που είχαμε προσφάτως στις περιπτώσεις χορήγησης των «αυξημένων» συντάξεων χη­ρείας και στην έκδοση των ενημερωτικών σημειωμάτων για τους συνταξιούχους, τα οποία και καταγράφονται ως επιτυχία της νέας ηγεσίας του ΕΦΚΑ.


Σχολιάστε εδώ