Ενήλικες στους δρόμους…
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ελληνική κρίση δεν έχει πάψει να απασχολεί τα διεθνή φόρουμ. Μετά την ταινία του Κώστα Γαβρά, τη σκυτάλη πήρε το club των αξιωματούχων των «θεσμών», που εκφράζουν τη συμπάθειά τους για την τραγωδία της ελληνικής κοινωνίας. Την εβδομάδα που μας πέρασε το club απέκτησε δύο νέα μέλη. Είναι ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι και ο πρώην επικεφαλής της μνημονιακής αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα κ. Πολ Τόμσεν.
Ο κ. Ντράγκι μάς είπε, λες και του το ζητήσαμε, ότι ήταν εκείνος που πρόταξε τα στήθη του στον επελαύνοντα κ. Σόιμπλε και απέτρεψε την αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ο κ. Τόμσεν από την άλλη μας είπε ότι παρόλο που έδινε μάχη για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα απέναντι σε θεούς και δαίμονες στην Ευρωζώνη το ελληνικό πολιτικό σύστημα υπονόμευε την ευόδωση των προσπαθειών του.
Το όλο σκηνικό στερείται σοβαρότητας και δεν προσφέρει κάτι ακόμη και σε εκείνους που αρέσκονται να πιστεύουν ότι κάποιο επτασφράγιστο μυστικό καθόρισε τις εξελίξεις πίσω από τις κλειστές πόρτες των μαραθώνιων συνεδριάσεων του Eurogroup. Είναι προφανές πλέον ότι όλο εκείνο το χρονικό διάστημα οι αποφάσεις ήταν δεδομένες και το μεγαλύτερο «θρίλερ» παίχτηκε στους δρόμους και τις πλατείες των Αθηνών. Ο μόνος που θα μπορούσε να μεταβάλει το αποτέλεσμα ήταν ο κόσμος, που κινητοποιούνταν μαζικά, ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης και ταρακούνησε την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία με το «Όχι» στο δημοψήφισμα.
Για τον παραπάνω λόγο νομίζω ότι οι κινηματογραφικές ταινίες, τα βιβλία και οι «εξομολογήσεις» των υποτιθέμενων πρωταγωνιστών το μόνο που εξυπηρετούν είναι να σβήσουν την ανάμνηση του πραγματικού πρωταγωνιστή, που ήταν ο κόσμος. Παράλληλα οι κάθε λογής γραφειοκράτες επιθυμούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους για τα πιο αποτυχημένα προγράμματα στην ιστορία του ΔΝΤ, τα ελληνικά Μνημόνια.
Ο κ. Ντράγκι θέλει να μας πείσει ότι αν δεν ήταν αυτός τα πράγματα θα ήταν χειρότερα, ο κ. Τόμσεν πως ήξερε ότι η πολιτική ήταν λανθασμένη, αλλά δεν τον άφηναν να την αλλάξει και ο κ. Βαρουφάκης ότι τον άδειασε ο κ. Τσίπρας. Το «βαθύ κράτος» των Βρυξελλών δεν μπορούσε να λείπει. Τοποθετήθηκε διά στόματος Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού και θέλει να μας πείσει ότι ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας είναι υπεύθυνοι για την αποτυχία του δεύτερου Μνημονίου και την επιβολή του τρίτου.
Τέλος, στον ρόλο του πρόθυμου ηλίθιου εμφανίσθηκε ο κ. Τσακαλώτος, που έχει αναγορεύσει εαυτόν στον μόνο επιτυχημένο διαχειριστή αποτυχημένων Μνημονίων. Εξέδωσε ανακοίνωση διάψευσης του κ. Τόμσεν, κυρίως για να μας πείσει ότι το τρίτο Μνημόνιο, που διαχειρίστηκε ο ίδιος, ήταν επιτυχημένο, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν το πιστεύει ούτε το ΔΝΤ.
Είναι μια επίσης αδιέξοδη συζήτηση, που σκοπό έχει να καλύψει άτομα και καριέρες από πιθανές νομικές συνέπειες, αν το σύστημα επιχειρήσει να τους καταστήσει εξιλαστήρια θύματα για δισεκατομμύρια ευρώ δημόσιου χρέους, την απώλεια περιουσιακών στοιχείων ιδιωτών και του Δημοσίου και την ανέχεια μιας ολόκληρης κοινωνίας, που συνεχίζεται, παρόλο που έχουν περάσει δέκα χρόνια. Το χειρότερο όμως είναι ότι όπως η ελληνική κρίση ήταν το πειραματόζωο για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι και η συζήτηση γι’ αυτή είναι η πρόβα τζενεράλε για ένα νέο «θερμό επεισόδιο» στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξεκίνησε το 2008.
Αρκετοί από το διεθνές κατεστημένο αναλογίζονται τις συνέπειες από τη χρεοκοπία της πολιτικής των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, παραδείγματος χάρη, όχι στο επίπεδο της Ελλάδας, ούτε καν στο επίπεδο της ΕΕ, αλλά στο επίπεδο της ίδιας της Γερμανίας.
Θα είναι πράγματι ένα εφιαλτικό σενάριο, αν αποδειχτεί ότι τα τρισεκατομμύρια ευρώ που ξοδεύτηκαν για την κάλυψη των ζημιών τραπεζών και επιχειρήσεων παγκοσμίως πήγαν στον βρόντο. Η οργή θα περισσεύει σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου οι πολιτικές λιτότητας, στο όνομα του «εθνικού μεγαλείου», ξεκίνησαν από το 2000 και συνεχίζονται αδιαλείπτως.
Ήδη οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση των ποσοστών των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ η κ. Μέρκελ έχει φροντίσει εγκαίρως να βγει στη σύνταξη, ώστε να αποφύγει το πικρό ποτήρι των επόμενων εκλογών. Το σημαντικό όμως είναι ότι το σύστημα μοιάζει να πανικοβάλλεται ακόμη και στην ιδέα ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ενήλικες, όχι στο δωμάτιο, αλλά στους δρόμους…