Ν. Γ. Χαριτάκης: Φορολογικό, Ασφαλιστικό και «κόκκινα» δάνεια

Ν. Γ. Χαριτάκης: Φορολογικό, Ασφαλιστικό και «κόκκινα» δάνεια

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ


Στο παρελθόν είχαμε αναφερθεί στην άμεση ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος στην οικονομική πολιτική. Η πολιτική Τσακαλώτου, μία πολιτική που χαρακτηρίστηκε από ονομαστικά υπερπλεονάσματα και κοινωνικές παροχές, εν είδει φιλόπτωχου ταμείου της κυβερνητικής ΜΚΟ, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δυναμική αναπτυξιακή πορεία. Απέτυχε παταγωδώς, αφού παρέλαβε ένα χρέος 323 δισ. και το παρέδωσε 358 δισ. (5,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σχέση με το ΑΕΠ).

Η χώρα το επόμενο δίμηνο, σύμφωνα με την ομιλία του πρωθυπουργού στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, αναμένεται να γνωρίσει την προσδοκώμενη αλλαγή του παραδείγματος που ψήφισε στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση. Η κυβέρνηση, έχοντας ολοκληρώσει την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για την αγορά εργασίας και την αγορά επενδύσεων, στοχεύει σε ριζικές αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, όπως και στην τελική της παρέμβαση στα «κόκκινα» δάνεια.

Και όλα αυτά θέλοντας να εξυπηρετήσει δύο βασικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής με προοπτική τετραετίας. Ο πρώτος, άμεσος, εξυπηρετεί την ανάκτηση της κυβερνητικής αξιοπιστίας στη φιλοσοφία αλλά και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Ο απώτερος, δεύτερος, στην ταχύτατη (Ιούνιος 2020) έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή επιτήρηση ή, όπως ευφυώς μετονομάστηκε, ενισχυμένη εποπτεία.

Οι πολιτικές λύσεις, για να είναι αποτελεσματικές τόσο στην ανάπτυξη, όσο και στην κοινωνική δικαιοσύνη, οφείλουν όχι μόνο να ενισχύουν τις επενδύσεις σε αντίθεση με την καταναλωτική δαπάνη αλλά και να ισορροπούν τις τρέχουσες φορολογικές ανισότητες, τη μελλοντική διαγενεακή αλληλεγγύη και την εκκαθάριση της πληγής που μας κληρονόμησε η παγκόσμια οικονομική κρίση των «κόκκινων» δανείων, τουλάχιστον στην εμπλοκή του δημόσιου τομέα.

Η χρονική στιγμή είναι ιστορική, αν ως χώρα μπορέσουμε να αναδιατάξουμε τα κίνητρα των οικονομικά δρώντων ατόμων σε μία ανταγωνιστική και κοινωνικά δίκαιη πορεία. Παγιωμένες καταστάσεις στη φορολογία, στο Ασφαλιστικό και στην αναδιάρθρωση των δημοσίων χρεών έκαναν την οικονομία ευάλωτη στις οικονομικές αναταράξεις και απέδειξαν ότι δεν είναι ικανές να την ανατάξουν, παρ’ όλη τη συντονισμένη, και πολλές φορές στα όρια του αυταρχισμού, άσκηση της πολιτικής.

Με αφορμή λοιπόν τις συγκεκριμένες παρεμβάσεις, θεωρήσαμε σκόπιμο να προβληματιστούμε ελεύθερα ως προς τη λογική που θα ήταν σκόπιμο να εξυπηρετήσουν οι τρεις συγκεκριμένες αλλαγές.

Φορολογικό: Είναι λογικό, το φορολογικό σύστημα μιας χώρας, κρινόμενο αντικειμενικά από την άποψη της κοινής γνώμης, να θεωρείται άδικο και ως αποτέλεσμα να ενισχύεται η φοροαποφυγή – φοροδιαφυγή;

Είναι λογικό, ένα σύστημα να απαιτεί φορολογικές υποχρεώσεις 104 δισ., ενώ το 80% των ασφαλών απαιτήσεων να είναι πρόστιμα και κεφαλαιοποιήσεις προστίμων που προέκυψαν με χρεώσεις τόκων 36% ετησίως;

Είναι δίκαιο ένα σύστημα που φορολογεί με διαφορετική κλίμακα διαφορετικές πηγές εισοδήματος και μάλιστα η υψηλότερη κλίμακα να ισχύει για εισοδήματα εξ εργασίας; Είναι δίκαιο ένα σύστημα που εισάγει ΦΑΠ, αν και τον θεωρεί εθνικό και όχι κοινοτικό φόρο, τελικά να τον εφαρμόζει μόνο στην αστική περιουσία, θεωρώντας αγροτεμάχια τις βίλες της Μυκόνου και σχεδόν το μεγαλύτερο τμήμα της νησιωτικής χώρας;

Είναι δίκαιο ένα φορολογικό σύστημα, που ενώ γνωρίζει αρκετά καλά την καταναλωτική δαπάνη των πολιτών του, δεν τη συναρτά με τη φοροδοτική τους ικανότητα; Είναι δίκαιο, επίσης, να αδιαφορεί, μη αξιολογώντας τη χρήση αλλοδαπών πιστωτικών συναλλαγών και καρτών από τους έλληνες φορολογούμενους; Είναι λογικό οι φορολογικές αρχές να μην ενημερώνονται για την κίνηση κεφαλαίων στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο ή για τη φορολογική κερδοσκοπία σε σχέση με τη διαχείριση των φορολογικών συντελεστών του ΦΠΑ;

Η συνολική αναθεώρηση του διάτρητου φορολογικού μας συστήματος είναι πρωταρχικής σημασίας. Ο υπολογισμός των εισοδημάτων, η φορολογική κλίμακα χωρίς διαφοροποιήσεις και ο καλύτερος, εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων, έλεγχος θα μειώσουν δραστικά την ανισότητα, θα αναδιατάξουν τα παραγωγικά κίνητρα και θα μειώσουν την εκτεταμένη φοροαποφυγή.

Ασφαλιστικό: Δεν αμφισβητείται ότι αποτελεί την ταυτότητα μιας κοινωνίας στη διαστρωματική ή/και διαγενεακή κοινωνική δικαιοσύνη. Τα τελευταία τριάντα χρόνια αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα, κάνουμε μελέτες και ακούμε εισηγήσεις ειδικών και τελικά οι πολιτικοί κάνουν το δικό τους. Κρίνοντας αυστηρά, μπορούμε να πούμε ότι αποφασίζουν και διατάσσουν, χωρίς αρχές και κατευθύνσεις.

Έτσι, δεν μας απασχολεί πώς προσδιορίζεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας; Πώς, για παράδειγμα, αντιλαμβάνεται ο ασφαλισμένος και μη ασφαλισμένος τη σημασία της συμμετοχής του στην κάλυψη του κινδύνου υγείας, είτε άμεσα είτε στο μέλλον, έτσι ώστε να διαχωρίζει το ατομικό του όφελος από την κοινωνική του συμμετοχή;

Γιατί δεν επιτρέπουμε να διαχωριστεί η ατομική συμμετοχή ενός ασφαλισμένου σε δύο τμήματα –ασφαλιστικό και συ­νταξιοδοτικό–, επιτρέποντας ατομικές διαφοροποιήσεις για μεν το ασφαλιστικό στην ξενοδοχειακή νοσοκομειακή υπηρεσία στο δε συνταξιοδοτικό στη δυνατότητα ανάκτησης μέρους των αποταμιεύσεων για κάλυψη εκτάκτων χρεωστικών αναγκών; Τι εμποδίζει την κοινωνική ασφάλιση, αν εισπράττουν τα δημόσια νοσοκομεία ασφάλιστρα για επιπρόσθετες παροχές από ασφαλιστικές εταιρείες;

Εισάγοντας τον ανταγωνισμό στην υγεία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής, το κοινωνικό αγαθό αναβαθμίζεται, αντί να καταστρέφεται. Ήρθε ο καιρός να αντιληφθούμε ότι ο ανταγωνισμός δεν μειώνει μόνο την τιμή, βελτιώνει και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η σπουδαιότερη αρχή στο θέμα της κοινωνικής ασφάλισης.

«Κόκκινα» δάνεια: Το ενδιαφέρον μας αφορά αποκλειστικά και μόνο τις απαιτήσεις του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων και δεν αφορά τράπεζες. Χρωστάμε σε Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία 140 δισ., τα οποία έχουν κατάσχει περιουσίες, έχουν δεσμεύσει λογαριασμούς και σε ορισμένους πολίτες παρακρατούν μισθούς και συντάξεις.

Δεν θα αναφερθώ στον υπολογισμό της κ. Βαλαβάνη, που είχε έγκαιρα αναφέρει ότι από τα 94 δισ. εισπράξιμα είναι τα 15 δισ., αλλά θα περιοριστώ στη θέση σύμφωνα με την οποία για τους οργανικά πιθανούς οφειλέτες η σχέση βασικής οφειλής/προσαυξήσεων είναι 1/3 βασική οφειλή, 2/3 προσαυξήσεις και πρόστιμα.

Στα 4,5 εκατ. φορολογούμενων που οφείλουν στην εφορία, μέχρι 5.000 ευρώ χρωστούν τα 3 εκατ. και από αυτά τα 2/3, δηλαδή 3.300 είναι πρόστιμα. Το Ελληνικό Δημόσιο νομοθετεί 120 δόσεις και προτείνει άρση των περιορισμών και διαγραφή του συνόλου των προστίμων και των προσαυξήσεων μόνο στην πλήρη αποπληρωμή. Εναλλακτικά, οι προσαυξήσεις απομειώνονται αντιστρόφως ανάλογα με τον χρόνο αποπληρωμής. Όσο η χρονική διάρκεια των δόσεων πλησιάζει τα δέκα χρόνια, τόσο διατηρείται στην αποπληρωμή το ύψος των προσαυξήσεων, με όριο την αποπληρωμή του 90%. Νομοθετούμε και χάνουμε όμως την ουσία.

Αν λειτουργούσε το τραπεζικό σύστημα, αν οι εργοδότες μπορούσαν να δανείσουν τους εργαζόμενους για να εξοφλήσουν τις οφειλές και στη συνέχεια να εισπράξουν, αν οι δεσμευμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί μπορούσαν να αποδεσμευθούν, αρκεί κατά προτεραιότητα να εξοφλήσουν το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι. Οι οφειλέτες γιατί θα εξοφλούσαν με τη μικρότερη προσαύξηση. Το υπουργείο Οικονομικών γιατί θα εισέπραττε άμεσα πόρους και δεν θα ήταν σε διαρκή αντιδικία με τους πολίτες. Οι τράπεζες γιατί θα αποκτούσαν μία νέα πελατειακή βάση. Και οι επιχειρήσεις γιατί θα ενίσχυαν τη σχέση τους με τους εργαζόμενους. Παραφράζοντας τον Γαλιλαίο, «και όμως η γραφειοκρατία κινείται».

Έχοντας περάσει τόσα χρόνια της ζωής μου στην οικονομική πανεπιστημιακή κοινότητα, προβληματίζομαι, όπως βέβαια και πολλοί άλλοι συνάδελφοι που διοίκησαν ή διοικούν ακόμη και σήμερα τα αρμόδια υπουργεία. Αλήθεια, εκπαιδεύσαμε, και στείλαμε να αναλάβουν τη δημόσια διοίκηση, οικονομολόγους ή συγγραφείς για το θέατρο του παραλόγου;


Σχολιάστε εδώ