Στενάχωρες αλήθειες για την τουρκική εισβολή

Στενάχωρες αλήθειες για την τουρκική εισβολή

Του
ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ


Τα τελευταία εικοσιτετράωρα η ανθρωπότητα βιώνει ένα ακόμη δράμα σε ζωντανή μετάδοση. Με απόλυτο κυνισμό η Τουρκία εισβάλει στη Βόρεια Συρία, στα εδάφη που ελέγχουν και κατοικούν οι Κούρδοι. Το πρόσχημα είναι η ανάγκη δημιουργίας μιας ζώνης ασφαλείας. Επιχείρημα εξ ορισμού κενό περιεχομένου. Ζώνη ασφαλείας έναντι ποιου και υπέρ ποιου; Πρόδηλη η υποκρισία.

Και ποια θα είναι, άραγε, στο μέλλον η περίμετρος ασφαλείας αυτής της ζώνης; Δεν θα δημιουργεί εξ ορισμού το εφαλτήριο για πρόσθετη εισβολή;

Και για να προσδώσει ελάχιστη λογική στο χυδαίο επιχείρημα ο τούρκος Πρόεδρος έσπευσε να πει ότι στη «ζώνη» αυτή θα εγκατασταθούν τα 3,6 εκατομμύρια των προσφύγων που εγκαταβιούν στην Τουρκία. Και θα πάρουν προφανώς τη θέση όσων θα φύγουν για να γλιτώσουν από τις θηριωδίες της Άγκυρας και των εντεταλμένων της. Μύλος χωρίς τέλος.

Η εξέλιξη ωστόσο αυτή δεν είναι τυχαία. Από καιρό ο Ερντογάν βρυχάται. Αναζητά διέξοδο στα εσωτερικά του προβλήματα. Ηττήθηκε στις δημοτικές εκλογές, η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται και το κόμμα του είναι στα πρόθυρα κοινοβουλευτικής διάλυσης, με πρωτοβουλίες διάσπασης από τους Νταβούτογλου και Μπαμπατσάν και τη συγκατάνευση, όπως φαίνεται, του πρώην Προέδρου Αμπντουλάχ Γκιουλ. Μια «εύκολη νίκη» σε έναν ελεγχόμενο πόλεμο είναι μια κάποια, αν όχι η μόνη, για τον ίδιο, λύση.

Οι διεθνείς συγκυρίες δείχνουν να τον ευνοούν. Από τη μία ο ίδιος, που σε βάθος χρόνου αποδεικνύει ότι είναι ένας γεωπολιτικός παίκτης, ένας σταθερός όρος αναφοράς σε μια ασταθή περιοχή. Από την άλλη η ιδιομορφία των Κούρδων και των εσωτερικών τους φατριασμών. Ένα έθνος που ομονοεί ως προς τις καταβολές του και που οι πάντες σιωπηρά ή ρητά αποδέχονται την ύπαρξή του, διαμοιρασμένο ωστόσο σε τέσσερα διαφορετικά κράτη, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, Συρία. Που με τη σειρά τους έχουν, κατ’ αρχήν, διαφορετικές προτεραιότητες και σε πολλές περιπτώσεις εχθρικές σχέσεις, αλλά ομονοούν στην απόρριψη δημιουργίας κουρδικής κρατικής οντότητας.

Διαφέρει απλώς ο βαθμός με τον οποίο εκδηλώνουν την εναντίωσή τους, ανάλογα με τις συγκυρίες και τις δυνατότητές τους. Έτσι, δεν πρέπει να λησμονείται η σφαγή των Κούρδων από τον Σαντάμ Χουσεΐν, που μεταβλήθηκε σε συμμαχία ανάγκης του σημερινού ιρακινού καθεστώτος έναντι του ισλαμικού μετώπου. Όπως επίσης και η χρησιμοποίηση των Κούρδων από τους Τούρκους για τις δόλιες γενοκτόνες πρακτικές τους και η εν συνεχεία σταθερή εχθρότητα έως και συστηματική καταπίεσή τους.

Αλλά και οι μεγάλες δυνάμεις υιοθετούν μία εκ των πραγμάτων εφεκτική στάση έναντι της Τουρκίας. Ο Πρόεδρος Τραμπ από μακρού είχε ανακοινώσει την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Είναι μία δέσμευσή του, εν όψει και των επικείμενων εκλογών. Δεν θα πρέπει βέβαια να λησμονηθεί η αποφασιστική χείρα βοηθείας που οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν τείνει στην κουρδική α­ντίσταση στο Κομπάνι, όταν και άρχισε η αντιστροφή της μέχρι τότε προέλασης των τζιχαντιστών.

Η Ρωσία από την πλευρά της ουσιαστικά κλείνει το μάτι στην τουρκική εισβολή, τόσο για να μη δυσαρεστήσει τον Ερντογάν και την εν εξελίξει επιχείρηση προσέγγισής του και πώλησης πολεμικού υλικού, όσο και για να διευκολύνει τον Άσαντ να θέσει υπό την ομπρέλα του τους «ατακτούντες» Κούρδους, κατόπιν δικής τους μάλιστα έκκλησης. Έχει ήδη δώσει εξάλλου δείγματα γραφής ο Πούτιν με το προηγούμενο του Αφρίν και της τουρκικής επέμβασης, που έγινε με τις… ευλογίες του.

Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, από τη μία είναι σε ένα ιδιότυπο κενό συντονιστικής εκπροσώπησης, στο μέτρο που αυτή υλοποιείται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δυστοκία ως εκ της αναμονής εγκατάστασης της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ από την άλλη έχει φροντίσει να δείξει, με ελάχιστα κομψό και καταφανώς μη λειτουργικό τρόπο, πόσο υπολογίζει τον ρόλο της Άγκυρας στην ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών. Και ο Τούρκος δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Οι Κούρδοι καλούνται για μια ακόμα φορά μόνοι τους να παλέψουν για την επιβίωσή τους. Άλλοθι αιφνιδιασμού δεν υπάρχουν. Ίσως είναι και μια τραγική ευκαιρία να καλλιεργήσουν τους μεταξύ τους δεσμούς και να προετοιμαστούν για τα αποφασιστικά τους βήματα. Το πείραμα με το δημοψήφισμα, προ ετών, στο Ιρακινό Κουρδιστάν απέδειξε, πέρα από τις εσωτερικές τους έριδες, ότι δεν έχουν επενδύσει ό,τι πρέπει για να αποκτήσουν υποδομές και μέσα αλλά και υποστήριξη από τη διεθνή κοινότητα και τα κέντρα αποφάσεων. Ελέγχουν πετρελαιοπηγές και τον πλούτο που αυτές συνεπάγονται. Πρέπει με σχεδιασμό να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Αριθμούν εξάλλου εκατομμύρια.

Στα δικά μας, οι τραγικές εξελίξεις συνιστούν, κοντά στα άλλα, και μια καίρια υπόμνηση. Στη Βόρεια Συρία οι Τούρκοι «ψήνουν» τον στρατό τους και δοκιμάζουν τα μέσα τους σε συνθήκες πολέμου. Περιττή η υπόμνηση για την πρόσθετη δυσκολία όσων στο μέλλον αναλάβουν να τους αντιμετωπίσουν.


Σχολιάστε εδώ