Γ. Ποταμιάνος: Τα μυστικά της τελευταίας πολιτικής πράξης του Μάριο Ντράγκι

Γ. Ποταμιάνος: Τα μυστικά της τελευταίας πολιτικής πράξης του Μάριο Ντράγκι


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


Οι πιθανότητες ύφεσης στην Ευρωζώνη αυξάνο­νται, παρά την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η νομισματική πολιτική μπορεί να παρατείνει τον τρέχοντα κύκλο, αλλά δεν μπορεί να αποτρέψει την ύφεση, αν δεν αυξηθεί η επενδυτική δραστηριότητα.

Έτσι, δεν προκάλεσε έκπληξη η έκκληση που απηύ­θυνε ο απερχόμενος πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντρά­γκι στους φορείς χάραξης πολιτικής, να αναλάβουν δράση προκειμένου να θωρακίσουν το μέλλον της Ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή, δεν πέρασε απαρατήρητη η παραίτηση της κ. Λαουτενσλέγκερ, μέλους του ΔΣ της ΕΚΤ.

Στόχος ήταν η δημοσιοποίηση, με ηχηρό τρόπο, των διαφορών που υπήρξαν στο εσωτερικό της ΕΚΤ σχετικά με την πρόσφατη απόφαση για επανεκκίνηση της ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό που όμως δεν περίμενε κανείς ήταν να συμμετάσχει στην επίθεση κατά της τελευταίας απόφασης του Ντράγκι ο γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό.

Ενώ οι διαφωνίες δεν είναι σπάνιες, ελάχιστες φορές τόσο μεγάλος αριθμός στελεχών στέκεται απέναντι στην απόφαση του επικεφαλής. Δεν περνάει επίσης απαρατήρητο πως κάτι ανάλογο έχουμε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τη διαφορά Τραμπ – Πάουελ (πρόεδρος της FED), γεγονός που αποκαλύπτει πόσο αμφιλεγόμενα έχουν καταστεί πια τα «όπλα» της νομισματικής πολιτικής.

Τα επιτόκια δανεισμού είναι τόσο χαμηλά στην Ευρωζώνη, που περαιτέρω μειώσεις δεν μπορούν να ενισχύσουν την κατανάλωση ή τις επενδύσεις. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα διαδραματίζει ζωτικό ρόλο, με την παροχή ρευστότητας με ιδιαίτερα γενναιόδωρους όρους, μειώνοντας το ενδεχόμενο εντάσεων στην κεφαλαιαγορά.

Για να καταλάβουμε το γιατί, ας θυμηθούμε ότι για κάθε ευρώ που μπαίνει σε μια τράπεζα, ένα ορισμένο ποσό (περί το 10%) πρέπει να μεταφέρεται σε έναν αποθεματικό λογαριασμό που επιβλέπεται από την κεντρική τράπεζα. Τα υπόλοιπα είτε γίνονται δάνεια είτε χρησιμοποιούνται για την αγορά χρεογράφων.

Το τραπεζικό σύστημα όμως βασίζεται στην εκμετάλλευση των επιτοκίων. Αυτό λειτουργεί όταν τα τελευταία έχουν θετικό πρόσημο. Τα δάνεια χορηγούνται και τα χρεόγραφα αγοράζονται επειδή δημιουργούν εισόδημα για την τράπεζα. Όμως, σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, η τράπεζα πρέπει να έχει κόστος, δηλαδή να πληρώνει αντί να κερδίζει, από την κατοχή δανείων και τίτλων. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες τιμωρούνται για την παροχή πίστης.

Η μείωση των επιτοκίων, από την άλλη πλευρά, έχει φέρει τα δημόσια οικονομικά της Ευρωζώνης σε πολύ καλύτερη θέση, μειώνοντας το κόστος δανεισμού και επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να αναχρηματοδοτούν φθηνά παλαιότερο χρέος, δίνοντας τη δυνατότητα σε αυτές να έχουν διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτό ενισχύει το επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι η Ευρωζώνη πρέπει να ανατρέψει τη λιτότητα. Με τη Γερμανία να είναι κοντά στην ύφεση, πολλοί θεωρούν τώρα τις κρατικές δαπάνες ως το κλειδί για την ενίσχυση της ανάπτυξης και του πληθωρισμού.

Έτσι, η στροφή στην πολιτική της ΕΚΤ, που είχε διακόψει το QE, έγινε η τελευταία πράξη του Μάριο
Ντρά­γκι. Ωστόσο, η επεκτατική νομισματική πολιτική έχει και ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων, τα οποία κοντεύουν να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο, απειλώντας ακόμη και τον γερμανό αποταμιευτή.

Η πιο σημαντική παρενέργεια είναι η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η απόφαση Ντράγκι αυξάνει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και είναι γνωστό πως χρηματοοικονομικά προϊόντα ανήκουν κυρίως σε πλούσια κοινωνικά στρώματα. Εξάλλου το QE ωθεί προς τα πάνω τις τιμές των ακινήτων. Μελέτη της Bank of England υπολόγισε ότι μεταξύ 2008 και 2014 το πρόγραμμά της αύξησε τον πλούτο των φτωχότερων νοικοκυριών κατά 3.000 λίρες και των πλουσιότερων κατά 350.000 λίρες.

Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες είναι οι αγορές εταιρικών ομολόγων. Αυτές πριμοδοτούν, κατ’ εξοχήν, πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, που είναι σε θέση να εκδίδουν τέτοια ομόλογα. Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός πως οι αγορές αυτές είχαν ένα καταστροφικό περιβαλλοντικό αποτέλεσμα. Πρόσφατη ανάλυση («Le Monde», 21 Mαρτίου 2019) του προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ δείχνει πως το 63% των αγορών αφορούσε τίτλους εταιριών της ανθρακοβιομηχανίας, κυρίως υδρογονάνθρακες και αυτοκινητοβιομηχανία.

Οι παρενέργειες της ποσοτικής χαλάρωσης δεν είναι εύκολα αντιληπτές από τους πολίτες, γιατί λειτουργεί μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών, επιτρέποντας στην κεντρική τράπεζα να αποφεύγει ξεκάθαρες πολιτικές επιλογές, χρησιμοποιώντας κρυπτογραφική γλώσσα. Μετά τη 12η Σεπτεμβρίου επικρατεί ανησυχία, που πυροδότησε ρευστοποιήσεις σε μακροπρόθεσμα κυρίως ομόλογα Γερμανίας, Γαλλίας και Ολλανδίας. Πολλοί εκτιμούν ότι η νέα χαλάρωση γεννά κινδύνους έκρηξης της «φούσκας» στις αγορές των πλουσίων χωρών.

Ωστόσο η απόφαση ωφέλησε τις χώρες που κινδυνεύουν από το περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, οι αποδόσεις των δεκαετών γερμανικών και γαλλικών ομολόγων αυξήθηκαν 15 μονάδες βάσης, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μηνιαία άνοδο από τις αρχές του 2018.

Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, το ΑΕΠ της Γερμανίας θα αναπτυχθεί κατά 1,1% το 2020, ενώ η αύξηση αναμενόταν να φτάσει στο 1,8%. Ίσως αυτές οι προβλέψεις θα αναγκάσουν την κυβέρνηση στο Βερολίνο να επανεξετάσει την εμμονή της σε απόλυτα ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής του βιομηχανικού λόμπι BDI προέτρεψε τη γερμανική κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο πρόσθετου δανεισμού για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων, αφού το γερμανικό 30ετές ομόλογο έχει πλέον μηδενική απόδοση.


Σχολιάστε εδώ