Τρίζει η γη των Ελλήνων
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Αυτές οι ημέρες που πέρασαν ήταν σαν καζάνι που έβραζε. Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, με ζέστη, υγρασία, χωρίς αέρα να στέλνει μακριά τη δυσοσμία από το κέντρο της Αθήνας, που έχει γίνει γκέτο των κατατρεγμένων προσφύγων. Και εγώ αναρωτιόμουν: Όλο το Μοναστηράκι έχει γίνει αγορά μουσουλμανική, μήπως βρίσκομαι αλλού και δεν το έχω καταλάβει;
Και καλά οι σύριοι μετανάστες. Τι δουλειά όμως έχουν εδώ όλα τα στίφη των Αφγανών, Πακιστανών, πάσης φύσεως φυλές, που έρχονται μέσα στις λαστιχένιες βάρκες για να βρουν καταφύγιο; Ο καιρός ακόμα είναι καλός, το μικρό καλοκαιράκι, που λέγαμε άλλοτε, δεν έχει τελειώσει, μα όταν αρχίσει να χειμωνιάζει, ποιος θα σώζει αυτά τα μικρά παιδιά που πνίγονται μέσα στη θάλασσα; Πόσα καινούργια παραπήγματα μπορεί να στήσει αυτή η χώρα για να τους βάλει κάτω από μια στέγη; Μαθημένοι στον διαρκή αλληλοσκοτωμό, σκοτώνονται και μεταξύ τους.
Όπως στη Μόρια, χωρίς καμιά απολύτως σκέψη, χωρίς να προφυλάξουν αυτά τα υποτιθέμενα σπίτια, που θα τους στεγάσουν στις βροχές, το κρύο, το χιόνι, τους έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν σαν να βρίσκονταν στη δική τους χώρα. Εκεί βέβαια δεν θα τολμούσαν να προβούν σε τέτοιες ενέργειες, γιατί η τιμωρία είναι σκληρή και ανελέητη.
Και εμείς εξακολουθούμε να συμπονούμε τις οικογένειες των κατατρεγμένων, ενώ αν πεις πόσο πολύ υποφέρεις που βλέπεις την πατρίδα σου να έχει γίνει το μπαλάκι του πινγκ-πονγκ, μπορεί να σε πουν και ρατσιστή. Μέχρι πότε όμως θα δεχόμαστε αυτόν τον κόσμο που έρχεται, μέχρι πότε θα βουτάμε στη θάλασσα για να σώσουμε ένα παιδί, μέχρι πότε θα παίζουν όλοι οι άλλοι σκάκι στην πλάτη μας, και εννοώ τους ευρωπαίους φίλους μας, που έχουν εξασφαλίσει τα σύνορά τους και αρνούνται την είσοδο άλλων προσφύγων, λέγοντας ότι δεν τους χρειάζονται.
Αυτοί κινούνται εδώ σαν να βρίσκονται στο σπίτι τους, μαγαζιά θες, πλατείες θες, πάρκα θες, όλα κατειλημμένα από μετανάστες προερχόμενους από διάφορες χώρες της Ασίας, που θεωρούν, με την αλαζονεία τους, πως βρίσκονται στη γη του πάρ’ τα όλα. Απαιτούν και απαιτούν με τόλμη τα πάντα. Σε λίγο θα διεκδικούν κιόλας όσα ένας πολίτης αυτής της χώρας διεκδικεί.
Πραγματικά μου έρχεται να βάλω τα γέλια. Λες να κάνουν πορείες, ζητώντας μεγαλύτερες συντάξεις, ή να μπουν στην τοπική αυτοδιοίκηση για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους; Δεν θα ήταν πολύ αστείο να βάλουμε μια θηλιά στον λαιμό μας, για να βοηθήσουμε ξένους, άγνωστους, με στοιχεία αμφιβόλου γνησιότητας, χωρίς αντίρρηση και να μη ζητήσουμε επειγόντως το ενδιαφέρον των συνεταίρων μας;
Ε, επιτέλους τρίζει η γη των Ελλήνων, χάνει την ψυχή και τον χαρακτήρα του ένα έθνος ιστορικό. Οι όμορφες γωνιές του κέντρου γεμίζουν από ένα πολύχρωμο, μαυριδερό πλήθος που κυκλοφορεί ανέμελο και στήνει λαθραίες αγορές παντού. Έως πότε θα ζούμε κάτω από το καθεστώς της δικής τους ελπίδας για καλύτερη ζωή, ενώ εμείς θα παραδέρνουμε ανάμεσα σε κάθε είδους ξένη επιδίωξη;