Μπουρλότο στον «νόμο Κατρούγκαλου» βάζει το ΣτΕ
-Αντισυνταγματικές οι περικοπές στις επικουρικές
-Αντισυνταγματικός ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες
-Διασώζεται η υπόσταση του ΕΦΚΑ
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, με πέντε αποφάσεις του, οι οποίες αναμένονταν εδώ και καιρό και θα έχουν ισχύ από εδώ και πέρα, χωρίς αναδρομικότητα, βάζει κυριολεκτικά μπουρλότο στον «νόμο Κατρούγκαλου» (4387/2016), τον οποίο ανατρέπει σε μεγάλο βαθμό, ιδίως σε ό,τι αφορά τις επικουρικές συντάξεις.
Συγκεκριμένα, κατά πλειοψηφία, οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας έκριναν ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις που αφορούν τις επικουρικές συντάξεις, λόγω μη ύπαρξης αναλογιστικών μελετών. Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι ακυρώνονται όλες οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από το ΕΤΕΑΕΠ και από τον ΕΦΚΑ σύμφωνα με τον ν. 4387/2016 και πλέον επιβάλλεται στην Πολιτεία να επανέλθει με νέο νόμο, αφού πρώτα έχουν υπάρξει οι σχετικές αναλογιστικές μελέτες βιωσιμότητας.
Αντισυνταγματική κρίθηκε, όμως, και η περικοπή των επικουρικών συντάξεων στις περιπτώσεις εκείνες που ο συνταξιούχος λαμβάνει αθροιστικά πάνω από 1.300 ευρώ κύρια σύνταξη και επικουρική, διότι αυτό αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας, οπότε και για την περίπτωση αυτή υπάρχει ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης από την πλευρά της κυβέρνησης.
Αντισυνταγματικός κρίθηκε και ο τρόπος υπολογισμού των εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους, αφού κρίθηκε ότι το ποσοστό του 20% που καταβάλλουν αυτοί (το οποίο έχει ήδη μειωθεί με νεότερο νόμο) τους φέρνει σε άνιση θέση σε σχέση με το ποσοστό εισφορών που καταβάλλουν οι μισθωτοί (6%), για τους οποίους όμως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το δικό τους ποσοστό εισφοράς συμπληρώνεται και από αυτό που καταβάλλει ο εργοδότης τους.
Αντισυνταγματικό κρίθηκε επίσης και το ποσοστό αναπλήρωσης του 46,8% για τα 42 έτη ασφάλισης, καθώς θεωρείται ότι αδικεί ιδιαίτερα εκείνους τους ασφαλισμένους που ουσιαστικά «αιμοδοτούν» το ασφαλιστικό μας σύστημα, με τις συνολικά υψηλές εισφορές που έχουν καταβάλει για πολλά χρόνια ασφάλισης.
Αντιθέτως, κρίθηκε οριακά (13 έναντι 12) ως σύμφωνη με το Σύνταγμα η διάταξη του «νόμου Κατρούγκαλου» η οποία ορίζει ως βάση για τον επανυπολογισμό των συντάξεων την 31η Δεκεμβρίου 2014. Όπως, επίσης, κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα το γεγονός ότι υπάγονται τόσο οι παλιοί, όσο και οι νέοι ασφαλισμένοι στις ρυθμίσεις του «νόμου Κατρούγκαλου», αφού με αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχουν πλέον πολλών ταχυτήτων ασφαλισμένοι και σε κάθε περίπτωση, στα πλαίσια της αλληλεγγύης των γενεών και για χάρη της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού μας συστήματος, πρέπει όλοι ισότιμα να επωμιστούμε τα όποια βάρη του.
Σε διαφορετική συχνότητα, όμως, κινήθηκε το σκεπτικό της ισχυρής μειοψηφικής τάσης που υπήρξε στο σώμα των δικαστών του ΣτΕ, η οποία διατύπωσε την άποψη ότι τα οριζόμενα από τον «νόμο Κατρούγκαλου» γύρω από την υπαγωγή και τον επανυπολογισμό των συντάξεων έγιναν καθαρά και μόνο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων!
Διασώζεται η υπόσταση του ΕΦΚΑ
Το ΣτΕ, αντιθέτως, διασώζει τον ΕΦΚΑ ως ενιαίο φορέα, αφού έκρινε ως συνταγματική την υποχρεωτική υπαγωγή όλων των ασφαλισμένων στην ασφάλισή του, αφού κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς ο ενιαίος φορέας αντιμετωπίζει ισότιμα τους ασφαλιστικούς κινδύνους (ασθένεια, γήρας και θάνατο) για το σύνολο των ασφαλισμένων. Με αυτό το σκεπτικό απέρριψε και την προσφυγή των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι είχαν ζητήσει να μείνουν εκτός ΕΦΚΑ, ώστε να συνεχίσουν να ασφαλίζονται από το Δημόσιο, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που έχουν με το κράτος.
Έτσι, με την απόφαση αυτή, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας δεν είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε θεμελιακές αλλαγές ως προς τη διαμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, όπως θα την υποχρέωνε ενδεχομένως μια απόφαση για τη σύσταση ξεχωριστού Ταμείου για τους προσφεύγοντες δημοσίους υπαλλήλους ή για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να γίνουν δομικές αλλαγές στον οργανισμό λειτουργίας του ΕΦΚΑ, αφού κατά τους ειδικούς αλλά και υψηλόβαθμα στελέχη του ίδιου του φορέα και του υπουργείου Εργασίας είναι απαραίτητες.