Ν. Στραβελάκης: Τα διδάγματα της Thomas Cook
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Την εβδομάδα που μας πέρασε η ηλικίας 178 ετών εταιρεία Thomas Cook, το πρώτο ταξιδιωτικό πρακτορείο στην Ιστορία, έβαλε λουκέτο. Είναι ένα γεγονός με πολλές παραμέτρους. Αφορά την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης, τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων και τις επιπτώσεις για χώρες που ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται φυσικά και η Ελλάδα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τα προβλήματα για την Thomas Cook ξεκίνησαν το 2007, όταν η καπιταλιστική κρίση πετσόκοψε εισοδήματα και περιόρισε την τουριστική δαπάνη. Την ίδια ώρα η εταιρεία βρέθηκε υπερδανεισμένη λόγω της συγχώνευσης με την εταιρεία My Travel και με περιορισμένο κύκλο εργασιών. Τα προβλήματα εντάθηκαν το 2011, όταν οι υποχρεώσεις ανήλθαν στις 2 δισ. λίρες Αγγλίας, φέρνοντάς τη στο χείλος της καταστροφής. Δύο χρόνια μετά (2013) η Thomas Cook προχώρησε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 425 εκατ. λιρών Αγγλίας, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τις υποχρεώσεις της και να συνεχίσει τη δραστηριότητά της.
Όμως έξι χρόνια αργότερα, το 2019, τα οικονομικά της ήταν ταυτόσημα με την προ του 2013 κατάσταση. Επιπλέον, η εταιρεία εμφάνισε ζημίες 1,5 δισ. το πρώτο εξάμηνο του 2019 λόγω της απομείωσης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της My Travel (1,1 δισ. στερλίνες ζημία) και λειτουργικών ζημιών. Ο βασικός μέτοχος της εταιρείας, η κινεζική Fosun, προσπάθησε μαζί με τη διοίκηση της εταιρείας να συμφωνήσει με τους δανειστές ένα πλάνο διάσωσης 900 εκατ. στερλινών τον Αύγουστο. Όμως η Royal Bank of Scotland απαίτησε επιπλέον 200 εκατ., η συμφωνία χάλασε και η εταιρεία χρεοκόπησε.
Η βάση της χρεοκοπίας βρίσκεται στην αδυναμία της εταιρείας να πλησιάσει έστω τον προ κρίσης κύκλο εργασιών. Παρόλο που οι υποχρεώσεις της περιορίσθηκαν με την εισροή κεφαλαίων, οι ζημίες ξαναγύρισαν. Έτσι, μια λανθασμένη συγχώνευση, όπως αυτή με τη My Travel, που σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης θα σήμαινε δύο – τρία χρόνια κακών αποτελεσμάτων, αποδείχθηκε μοιραία. Τους επόμενους μήνες θα ειπωθούν πολλά για την Thomas Cook.
Κάποιοι θα ισχυρισθούν ότι η εταιρεία ήταν θύμα αλλαγών στις προτιμήσεις του κόσμου. Άλλοι θα ψάξουν τα λάθη της διοίκησης, τις αμοιβές του διευθύνοντα συμβούλου, που ήταν πάνω από 1 εκατ. στερλίνες ακόμη και το 2018, ή το γεγονός ότι η εταιρεία μοίρασε πέρυσι μέρισμα. Όμως και αυτά τα γεγονότα θα ήταν περαστικά, αν οι συνολικές συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς ήταν διαφορετικές.
Αυτό είναι το δίδαγμα της καπιταλιστικής κρίσης για μαθητευόμενους μάγους, που πιστεύουν ότι τα προβλήματα της καπιταλιστικής κρίσης θα εκλείψουν αν υπάρξουν κεφάλαια να καλύψουν τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις των προηγούμενων χρόνων. Δυστυχώς, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η Thomas Cook μας έμαθε ότι ακόμα και να μπουν χρήματα τα χρέη θα επιστρέψουν σε σύντομο χρόνο, γιατί απλά η κρίση θα γεννήσει νέες ζημίες. Τότε επανέρχεται ο αδυσώπητος νόμος του καπιταλισμού («δεν στέλνουμε καλά λεφτά πίσω από κακά λεφτά») και εταιρείες 178 ετών γίνονται καπνός.
Είναι προφανές ότι η χρεοκοπία της Thomas Cook θα έχει άμεσες επιπτώσεις στον κλάδο του τουρισμού. Για τις τουριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα οι επισφαλείς απαιτήσεις μπορεί να φτάσουν και τα 500 εκατ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι τα σχέδια της κυβέρνησης για την ολοκλήρωση του προϋπολογισμού του 2019 αλλά και τον προϋπολογισμό του 2020 μπορεί να επηρεασθούν. Άλλωστε το κλιμάκιο των «θεσμών» εγκατέλειψε την Αθήνα χωρίς να έχουν οριστικοποιηθεί οι εκτιμήσεις ούτε για το δημοσιονομικό κενό του 2019 ούτε για τον προϋπολογισμό του 2020. Το δίδαγμα είναι ότι οι προβλέψεις οικονομικής μεγέθυνσης σε περιβάλλον κρίσης είναι τόσο εύθραυστες που και ένα γεγονός σε τρίτη χώρα μπορεί να τις επηρεάσει.
Κοντολογίς, η προσπάθεια της κυβέρνησης και του κατεστημένου, που θέλουν να μας πείσουν ότι η κανονικότητα επέστρεψε, οι πειραματισμοί τελείωσαν και τα «κεφάλια μέσα», θα ανατρέπεται συνεχώς από γεγονότα που απλά θα λένε ότι η κρίση είναι εδώ. Σε αυτό το περιβάλλον, το θέμα είναι πότε η κοινωνία θα καταλάβει ότι πρέπει να δράσει η ίδια για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της.