Κοινοτικός προϋπολογισμός και «εμπορικός πόλεμος»

Κοινοτικός προϋπολογισμός και «εμπορικός πόλεμος»

Του
ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ


Οι Βρυξέλλες ζούνε το τελευταίο διάστημα στον ρυθμό της ετοιμασίας των υποψήφιων επιτρόπων και των ακροάσεών τους από τις αρμόδιες Επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου. Εάν κάποιος από αυτούς δεν εγκριθεί –κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν, με πρόσφατο παράδειγμα τον υποψήφιο που είχε αρχικά υποδείξει η Σλοβενία το 2014–, το κράτος-μέλος που τον υπέδειξε πρέπει να προτείνει, κατόπιν συνεννόησης με τη νέα πρόεδρο, νέο υποψήφιο. Και οι εκκρεμότητες δείχνουν να είναι πολλές…

Παράλληλα, όμως, είναι σε πλήρη εξέλιξη μια λιγότερο θεαματική, αλλά εξαιρετικά σοβαρή διαπραγματευτική μάχη. Αυτή, δηλαδή, του λεγόμενου κοινοτικού προϋπολογισμού για τη χρονική περίοδο 2021 – 2027. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έχει υποβληθεί για διαβούλευση με τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπερβαίνει το 1% του συνολικού ΑΕΠ των κρατών-μελών. Την ίδια στιγμή η πρόταση-διεκδίκηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ακόμα πιο φιλόδοξη και ανέρχεται στο 1,3%. Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.

Τα πλούσια κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά, με πρωτοστάτες τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αυστρία, που είναι από τους καθαρούς «πληρωτές» στον κοινοτικό προϋπολογισμό, προσπαθούν να απορρίψουν κάθε συζήτηση για ενίσχυση του κοινοτικού προϋπολογισμού, ενώ επιθυμούν διακαώς την περιστολή του. Η αποχώρηση εξάλλου της Μεγάλης Βρετανίας επιτείνει εξ ορισμού το βάρος που πρέπει να ε­πωμισθούν για να καλύψουν το κενό που δημιουργείται ακόμα και εάν η Ενωμένη Ευρώπη δεν αναλάβει καμιά πρόσθετη δράση σε σχέση με το διάστημα 2014 – 2020. Εκτιμάται ότι η Γερμανία στην περίπτωση αυτή πρέπει να αυξήσει τη συνεισφορά της κατά 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Τις δύσκολες αυτές συνθήκες επιβαρύνει και ο διαφαινόμενος εμπορικός πόλεμος, την επαύριον μάλιστα μιας λιγότερο γνωστής μέχρι σήμερα αντιδικίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Εμπορίου. Η διένεξη αφορούσε τις καταγγελλόμενες παράνομες επιδοτήσεις που λάμβανε ο αεροπορικός, και όχι μόνο, κολοσσός της Airbus επί σειρά ετών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Το αρμόδιο πάνελ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που εξέτασε την αμερικανική προσφυγή κατά της παράνομης αυτής πρακτικής, μόλις τις προηγούμενες ημέρες δικαίωσε τις ΗΠΑ.

Αναμένεται ότι ως συνέπεια της ετυμηγορίας αυτής οι ΗΠΑ και ο Πρόεδρος Τραμπ θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν δασμούς ύψους 8 δισ. ευρώ στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Είναι το μέσο που προβλέπεται για να αποκαταστήσει το θιγόμενο κράτος τη ζημία που έχει υποστεί. Η ιστορία ωστόσο δεν τελειώνει εδώ, καθώς εκκρεμεί και αντίστοιχη ευρωπαϊκή προσφυγή κατά των παράνομων επιδοτήσεων που ελάμβανε η Boeing από τις αμερικανικές αρχές επί σειρά ετών.

Εκτιμάται πως και η προσφυγή αυτή θα γίνει δεκτή και η σχετική απόφαση θα εκδοθεί στις αρχές του επόμενου έτους. Ομοίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την επιβολή δασμών αξίας δισ. ευρώ στα εισαγόμενα από τις ΗΠΑ προϊόντα για την επανόρθωση της ζημίας που η στρέβλωση του ανταγωνισμού προκάλεσε στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Το κλίμα είναι εκρηκτικό και μοιάζει να έχει ως λογική συνέπεια την υλοποίηση των απειλών για επιβολή δασμών στις εισαγωγές ευρωπαϊκών, κυρίως γερμανικών, αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, όπως και γαλλικών κρασιών, σε απά­ντηση μάλιστα της πρόσφατης επιβολής φόρου στους αμερικανικούς κολοσσούς του διαδικτύου, καθώς και ιταλικών προϊόντων της βιομηχανίας τροφίμων.

Αναμφισβήτητα πλήγματα που μειώνουν το ΑΕΠ των κρατών-μελών και αντίστοιχα τα διαθέσιμα κονδύλια για τις κοινοτικές δράσεις. Που όπως πάντα και ιδίως όσο ποτέ στους τομείς της ασφάλειας και της διαχείρισης του Μεταναστευτικού αλλά και προάσπισης των συμφερόντων των γεωργών μας, της υλοποίησης των έργων υποδομής, συνοχής και περιφερειακής ανάπτυξης είναι πολύτιμες για την οικονομία μας. Το καμπανάκι ηχεί για τις προκλήσεις της διαπραγμάτευσης, στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε.


Σχολιάστε εδώ