Έχουν καρδιά οι Έλληνες, Ταγίπ…
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Σε ένα από εκείνα τα καλοκαιρινά ταξίδια στα νησιά του Αιγαίου βρέθηκα κάποτε μπρος σε ένα λιμανάκι με πλούσια βλάστηση από θάμνους και βράχια μισοπράσινα από τα μούσκλια της θάλασσας. Ένα κακοτράχαλο μονοπάτι διέσχιζε εκείνους τους μοναχικούς βράχους και πήγαινε μέσα σε μια γοητευτική πορεία προς τη στεριά.
Με την αποκοτιά μιας νεαρής ηλικίας ανέβηκα πάνω κι άρχισα να περπατώ ανάμεσα σε βατομουριές φορτωμένες με εκείνο τον μπλε γλυκό καρπό τους. Ξυπόλητη προχωρούσα, όσο τα γυμνά πόδια μου άντεχαν. Με είχε συνεπάρει εκείνη η σιωπηλή ομορφιά, που μόνο οι ψαράδες γνώριζαν, απάγκιο στις φουρτούνες των καιρών. Και ξαφνικά εκείνο το δύσβατο μονοπάτι έγινε μια μαύρη πληγή γης καμένης, που κρατούσε, θαρρείς, με πείσμα μικρές συστάδες θάμνων από σχίνα με ένα κλαράκι πεύκου ανάμεσα, σαν να ήθελε να πει ότι «θα ξαναγίνω, κοντέ άνθρωπε, δάσος πιο πυκνό, αφού πρώτα σου δώσω ένα καλό μάθημα».
Θα προκαλέσω πλημμύρες, κατολισθήσεις, καταστροφές και συ θα ρίχνεις την ευθύνη στο βουνό, που είναι απότομο, στην παλιά γέφυρα –«αλήθεια, πώς γίνεται να είναι τόσο παλιά και να λυγίσει τώρα» ο Θεός και η ψυχή της–, στον άσχημο δρόμο, στην άναρχη δόμηση, στην έλλειψη νερού από τα κόκκινα κουτιά παροχής, άδεια, κρυμμένα μέσα σε ρουμάνι θυμαριού, κυπαρισσιού, ασφοδέλου, εκείνου του αγκαθερού θάμνου με τα κίτρινα λουλούδια, ενώ τραβάς την ουρά σου για να μην κατηγορηθείς για την αμέλεια, την έλλειψη ευθύνης, τον σεβασμό σε ό,τι σου προσφέρει ζωή.
Το οξυγόνο που αναπνέεις από τις κλάρες του πλατάνου και τις αγριοκαρυδιάς το ξεχνάς και το κατάφυτο βουνό, που πάλλεται σαν μηχανή οξυγόνου, το βάζεις σε δεύτερη μοίρα. Αυτή η άγρια εικόνα που αντίκρισα με έκανε να γυρίσω άρον άρον πίσω. Έτρεξα σχεδόν και βούτηξα στη θάλασσα, κρατώντας μόνο την εικόνα του μονοπατιού, που αγκαλιά με τη φύση έφτιαχνε μια γέφυρα ομορφιάς ανεπιτήδευτης.
Ποιος θα μπορούσε, άραγε, να πείσει αυτόν τον λαό να γίνει ο ίδιος φύλακας της κληρονομικής πανίδας τόσων χρόνων από κακόβουλους ή εκμεταλλευτές γης; Τι αξία, άραγε, μπορεί να έχει ένας καταπράσινος λόφος από ένα φαλακρό βουναλάκι με αγκάθια, κοτρόνες μυτερές, κατοικία αγριόπουλων; Να γίνει κατοικία πολυτελής, έπαυλη με θέα το Αιγαίο ή βοσκότοπος, αφού με τις πρώτες βροχές η χλόη που θα αρχίσει να φύεται είναι τρυφερή τροφή για τα ζώα, χρήσιμα κι αυτά, αλλά πηγή χρήματος για τους βοσκούς της παλιάς σχολής, με τη βαριά, ασήκωτη κάπα στους ώμους και την γκλίτσα στο χέρι να ορίζει την πορεία των ζώων τους.
Είναι αλήθεια ότι είμαστε σε πολλά πράγματα ακόμα πολύ πίσω. Κάποτε θα μάθουμε να εκτιμούμε ό,τι μας προσφέρετε αφιλοκερδώς και να τη βοηθάμε, χωρίς να καταστρέφουμε ένα δάσος με έλατα, μια ποταμιά από αγριοδάφνες, πλατάνια και τρεχούμενο νεράκι. Να σώσουμε τα αγριοπούλια, τα αηδόνια, τις χελώνες, τα ελάφια και ό,τι ζει εκεί μέσα, και όχι να ξεκληρίζουμε το είδος τους, χαλώντας και καταστρέφοντας τον δικό τους κόσμο. Ίσως κάποτε μάθουμε…
Ίσως και τότε, σε αυτήν τη χώρα, όσο μικρή κι αν είναι, να μην μπορεί να παραβγεί κανείς Ερντογάν, για να θυμηθούμε λίγο και τους «αγαπημένους» μας γείτονες, που μας θεωρούν μια δράκα αδύναμη, έτοιμη να την καταπιούν σε τέσσερις ημέρες. Ξεχνούν ότι ο Κανάρης μ’ ένα ψαροκάικο ανατίναξε τη φρεγάτα του Σουλτάνου. Έχουν καρδιά οι Έλληνες, Ταγίπ. Δεν θα ήταν καλύτερα να μας αφήσεις ήσυχους, μήπως μπορέσεις να ξεμπλέξεις από εκεί που είσαι μπλεγμένος. Να μη ζηλεύεις σαν την κακιά κόρη και να δείξεις λίγη ανθρωπιά, αντί να ονειροπολείς σαν κοκκινόφτερος καβαλάρης.