Χρ. Μπότζιος: Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, διεθνής πραγματικότητα και η θέση της Ελλάδας: Αίτια και συνέπειες
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
«Προσφυγικό – Μεταναστευτικό», όπως και «πρόσφυγες» ή «μετανάστες» δεν είναι, ασφαλώς, σύγχρονοι όροι, ούτε φαινόμενα του σημερινού κόσμου. Καταγράφονται από τις απαρχές της ιστορίας των λαών και στη χώρα μας από την αυγή της ελληνικής ιστορικής παράδοσης. Στη διπλωματική και πολιτική γλώσσα, πρόσφυγας (refugee) αποκαλείται το άτομο που εκδιώκεται ή αποπέμπεται από την πατρίδα του και τη χώρα καταγωγής του ή αναγκάζεται να την εγκαταλείψει λόγω πολέμου, εχθρικής εισβολής ή εσωτερικών διωγμών.
Σε αντίθεση, μετανάστης (immigrant) είναι εκείνος που οικειοθελώς εγκαταλείπει την πατρίδα του με προορισμό άλλη χώρα, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Οι μετανάστες, επιπλέον, διακρίνονται σε νόμιμους, δηλαδή όσους γίνονται αποδεκτοί από τη χώρα εγκατάστασης, και σε παράνομους ή λαθρομετανάστες, όπως αποκαλούνται, επειδή επιχειρούν λαθραία να μεταβούν και να εγκατασταθούν σε άλλη χώρα, κατά κανόνα οικονομικά ισχυρής.
Δεδομένου ότι οι πρόσφυγες κατά κανόνα απομακρύνονται βιαίως από τις προγονικές εστίες τους και βασικά στερούνται πολιτικά δικαιώματα, η προστασία τους απασχόλησε ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα τη διεθνή κοινωνία με συνθήκες, συμφωνίες, πρωτόκολλα συνεργασίας και παρεμφερή κείμενα, που έχει υπογράψει και η Ελλάδα.
Το τελευταίο τρίμηνο σημειώθηκε αύξηση της ροής προσφύγων και οικονομικών μεταναστών προς τη χώρα μας, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται σε 12.000 περίπου. Να σημειωθεί ότι από τις αρχές του έτους που διανύουμε ο συνολικός αριθμός ανέρχεται στις 35.000. Ως προς την εθνική προέλευση, στο μεγαλύτερο ποσοστό (35%) είναι Αφγανοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων διέμεναν προηγουμένως στο Ιράν, αλλά μετά την οικονομική κρίση στη χώρα αυτή, αντί να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, εστράφησαν, μέσω Ελλάδας, προς τις χώρες της ΕΕ.
Ακολουθούν αριθμητικά οι Σύριοι, οι Ιρακινοί και οι Πακιστανοί. Και η νέα ελληνική κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες, στάθηκε αδύναμη να αποτρέψει ή να εμποδίσει την είσοδό τους στη χώρα μας, που πραγματοποιείται, κυρίως, μέσω των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Σάμος, Χίος και Κως) και εσχάτως μέσω Έβρου και Αλεξανδρούπολης, γεγονός που προκαλεί πρόσθετη ανησυχία.
Βασικός λόγος της εισροής είναι η αδυναμία απόλυτου ελέγχου των θαλασσίων συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και ο δεύτερος, που συνδέεται με τον πρώτο, είναι η ελλειμματική συμπεριφορά των τουρκικών λιμενικών αρχών, που δεν ασκούν τον δέοντα έλεγχο επί των λέμβων που διακινούν τους πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες, γεγονός που θέτει άμεσα θέμα σεβασμού των υποχρεώσεων που η Άγκυρα έχει αναλάβει με το Πρωτόκολλο Συνεργασίας με την ΕΕ, έναντι γενναίων οικονομικών ενισχύσεων και άλλων ανταλλαγμάτων.
Η απόδοση ευθυνών στη Frontex στερείται σοβαρότητας, καθότι η Frontex δρα μόνο επικουρικά και σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές. Επ’ ουδενί υποκαθιστά την εθνική μας κυριαρχία, ούτε της έχουν παραχωρηθεί τέτοια δικαιώματα. Από τη στιγμή που πρόσφυγες ή οικονομικοί μετανάστες αποβιβάζονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε ελληνικό έδαφος και υποβάλλουν αίτημα προκειμένου να τους παραχωρηθεί πολιτικό άσυλο, μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία, παραμένουν στα κέντρα υποδοχής, κυρίως στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι κάτοικοι των οποίων δικαίως διαμαρτύρονται, καθώς υφίστανται όλες τις συναφείς δυσμενείς συνέπειες.
Συνολικά, οι πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες που έχουν εγκατασταθεί και παραμένουν στην Ελλάδα υπολογίζονται στους 60.000 περίπου. Εγκυμονεί η παρουσία τους εθνικό κίνδυνο για αλλοίωση των εθνικοθρησκευτικών χαρακτηριστικών των Ελλήνων; Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ερχόταν σε αντίθεση με την ιστορία μας, που αποδεικνύει ότι αντέξαμε πιέσεις και συγκρητισμούς με άλλους λαούς, επί αιώνες, στα ζοφερά χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι ανησυχίες όμως δεν είναι και τελείως αβάσιμες. Κυρίως επειδή ορισμένοι πρόσφυγες ή μετανάστες, όπως αποδεικνύει η παγκόσμια εμπειρία, επιδεικνύουν αδυναμία ενσωμάτωσης στις κοινωνίες όπου τελικά εγκαθίστανται. Δεν λείπουν, επίσης, και οι προστριβές με τις χώρες καταγωγής, όπως σημειώνεται σε διάφορες περιστάσεις μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας. Ένα ανάλογο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν απελαύνονται όσοι διαβιούν και ζουν παρανόμως στη χώρα μας ή γιατί δεν απωθούνται βιαίως όσοι επιχειρούν να εισέλθουν στην Ελλάδα, εμβολίζοντας τις λέμβους με τις οποίες τους μεταφέρουν οι διακινητές, όπως είχε πει σε κάποια συζήτηση ο ακροδεξιός ούγγρος πρωθυπουργός Όρμπαν.
Η Ελλάδα σέβεται τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με την υπογραφή διεθνών συμβάσεων, όπως η Συνθήκη της Γενεύης του 1952 για την Προστασία των Προσφύγων και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣΕ), του 1953. Δεν μπορείς να επικαλείσαι τη διεθνή νομιμότητα για το Κυπριακό, τον σεβασμό των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο από πλευράς Τουρκίας ή των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο και να κωφεύεις στις υποχρεώσεις που έχεις αναλάβει έναντι των προσφύγων, ιδιαίτερα όσων κινδυνεύουν να πνιγούν στα νερά του Αιγαίου.
Η Ελλάδα, όπως και η Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό η Ισπανία και η Πορτογαλία, είναι θύμα της γεωγραφικής της θέσης. Αν οι πόλεμοι, οι ξένες επεμβάσεις, η φτώχια συνέβαιναν αλλού, σίγουρα πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες θα επέλεγαν άλλα σημεία εισόδου σε χώρες της ΕΕ. Αυτό σημειώνεται για να αποκλεισθούν σενάρια συνωμοσίας.
Μεγίστη υποκρισία, επίσης, αποτελεί η άποψη ότι στο πλαίσιο της ΕΕ δεν γίνεται καμιά αναφορά στα αίτια που προκαλούν την προσφυγιά και την παράνομη μετανάστευση, που είναι οι πόλεμοι και οι ξένες επεμβάσεις, στις οποίες συμμετοχή έχουν και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Ελάχιστη, επίσης, αναφορά γίνεται στην άρνηση πολλών χωρών-μελών για αναλογική αναδιανομή των προσφύγων, προς ανακούφιση των χωρών εισόδου.
Αυτή η συμπεριφορά οφείλεται και στην ασάφεια και στον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των κοινοτικών αποφάσεων. Ο αναπληρωτής υπουργός, υπεύθυνος για τη Μεταναστευτική Πολιτική κ. Γ. Κουμουτσάκος, που προέρχεται και από τον διπλωματικό κλάδο, σίγουρα θα αντιλαμβάνεται την ανάγκη αναθεώρησης πολλών εκ των κοινοτικών κειμένων, ιδιαίτερα των Συμφωνιών Δουβλίνου.