Νέα Υόρκη: Το πρώτο κρας τεστ για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης

Νέα Υόρκη: Το πρώτο κρας τεστ για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


-Και το διεθνές προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη

Σε κρίσιμο κρας τεστ για την εξωτερική πολιτική αλλά και τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη εξελίσσεται το ταξίδι στη Νέα Υόρκη, όπου στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ θα έχει σειρά σημαντικών συναντήσεων, με τον αμερικανό Πρόεδρο Τραμπ, τον Πρόεδρο Ερντογάν και τους πρωθυπουργούς της «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» Ζόραν Ζάεφ και της Αλβανίας Έντι Ράμα, ενώ στη συνάντησή του με τον ΓΓ του ΟΗΕ η ατζέντα θα έχει κύριο θέμα το Κυπριακό.

Έτσι, μέσα σε μόλις τέσσερα 24ωρα ο κ. Μητσοτάκης θα έχει μεν την ευκαιρία να κάνει ένα ισχυρό διεθνές ντεμπούτο, μόλις δυόμισι μήνες μετά την εκλογή του, αλλά συγχρόνως θα έχει να χειριστεί μια εξαιρετικά βαριά και δύσκολη ατζέντα.
Η συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ θα γίνει σε ένα γενικό κλίμα «ευδαιμονίας», που καλλιεργεί κυρίως ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ, καθώς δίνεται η εντύπωση ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδό τους τα τελευταία χρόνια και αυτό φυσικά ξεκίνησε και από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Με τη συνέχιση του στρατηγικού διαλόγου των δύο χωρών στην επίσκεψη Πομπέο στην Αθήνα, στις αρχές Οκτωβρίου, υπάρχει ένα θετικό μομέντουμ, όπως επίσης θετικό είναι το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση έχει δώσει από την πρώτη στιγμή δείγματα φιλοεπενδυτικά, που αφορούν και αμερικανικές επιχειρήσεις.

Αλλά και η πλήρης πρόσδεση στο αμερικανικό άρμα σε ό,τι αφορά τη Ρωσία ή το Ιράν είναι ζητήματα τα οποία εκλαμβάνονται με θετικό τρόπο από την Ουάσινγκτον, όπως και ο ρόλος της Ελλάδας στη διαμόρφωση πλαισίου σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και για την προάσπιση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης.

Βεβαίως, με τον Ντόναλντ Τραμπ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος, καθώς αρκεί μία από τις γνωστές άκομψες ατάκες του για να φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον συνομιλητή του.

Η Αθήνα πάντως δύσκολα θα μπορέσει να συζητήσει με τον αμερικανό Πρόεδρο το θέμα της τουρκικής απειλής, μιας και η απόλυση του Τζον Μπόλτον από τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα, καθώς δεν υπάρχει πλέον απευθείας επαφή με τον Λευκό Οίκο, ούτε ο νέος Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας θα είναι έτοιμος για συζητήσεις περί της τουρκικής απειλής πριν περάσουν αρκετοί μήνες.

Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι όμως το ραντεβού με τον Ταγίπ Ερντογάν, όχι γιατί είναι η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών (ο κ. Μητσοτάκης είναι ο έκτος έλληνας πρωθυπουργός που συναντά ο τούρκος ηγέτης), αλλά κυρίως γιατί συμπίπτει με την πιο επικίνδυνη φάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο από τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου, αλλά επειδή δημιουργείται η αίσθηση ότι η Τουρκία θέλει να οδηγηθεί σε αποτελέσματα η πολιτική της τόσο στην Κύπρο, όσο και έναντι της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όσον αφορά το Κυπριακό, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα έχει πολλά να πει στον κ. Ερντογάν, καθώς, εκφράζοντας την καλή θέληση της Ελλάδας να συμβάλει στη λύση, θα παραπέμψει στις δύο κοινότητες και στην προσπάθειά τους να συμφωνήσουν τους όρους αναφοράς ώστε να επαναρχίσουν οι συνομιλίες.

Όμως όταν η συζήτηση φθάσει στο θέμα της έντασης των προκλήσεων, των παραβιάσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και στα ενεργειακά η συζήτηση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς δεν έχει δείξει καμιά διάθεση υποχώρησης από τις ακραίες θέσεις που διατυπώνει.

Είναι ξεκάθαρο ότι με τρία σκάφη εντός της κυπριακής υφαλοκρηπίδας και με απειλές για εποικισμό της Αμμοχώστου συνομιλίες δεν μπορούν να ξεκινήσουν, όπως επίσης είναι σαφές ότι η Αθήνα δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τη θέση της κατάργησης των εγγυήσεων και της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων.

Θα επιχειρηθεί ίσως να εξηγηθεί πειστικά στον τούρκο ηγέτη ότι διερευνητικές συζητήσεις για την υφαλοκρηπίδα μπορεί να γίνονται, Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης να προωθούνται, κλίμα φιλίας να καλλιεργείται, αλλά η οποιαδήποτε κίνηση έμπρακτης αμφισβήτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας θα απαντηθεί αποφασιστικά και συνεπώς κάθε τέτοια σκέψη θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, γιατί ούτε η Τουρκία δεν πρόκειται να βγει κερδισμένη και αλώβητη από μια τέτοια εμπλοκή.

Ιδιαίτερα δύσκολη θα είναι και η συζήτηση για το Μεταναστευτικό, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει νιώσει τις τελευταίες εβδομάδες τι σημαίνει να ανοίξει έστω και για λίγο η στρόφιγγα των ροών από την Τουρκία. Όμως η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει απάντηση στα ζητήματα που θέτει ο κ. Ερντογάν και στα ανταλλάγματα που ζητά, παρά μόνο να ενώσει τη φωνή της με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αναζητούν τρόπους αύξησης των κονδυλίων που προσφέρει η ΕΕ στην Τουρκία.

Σε διμερές επίπεδο πάντως αναμένεται και πάλι ο κ. Ερντογάν να συνδέσει το Μεταναστευτικό και με το θέμα ασφάλειας, απαιτώντας να παραδίδονται στις τουρκικές αρχές όλοι όσοι διαφεύγουν στην Ελλάδα και υπάρχει υπόνοια ότι είναι μέλη της οργάνωσης του Φετουλάχ Γκιουλέν. Θέμα στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει απάντηση, καθώς τα ζητήματα ασύλου τα χειρίζο­νται οι αρμόδιες υπηρεσίες και κρίνονται από τη Δικαιοσύνη. Αντιθέτως, πάντως, θα μπορούσε να προταθεί και να επισημανθεί στον κ. Ερντογάν ότι στον τομέα της ασφάλειας θα βοηθούσε η αυστηρότερη και συντονισμένη φύλαξη των συνόρων και από τις δύο πλευρές.

Με τον αλβανό πρωθυπουργό Έντι Ράμα, εφόσον τελικά πραγματοποιηθεί η συνάντηση, το κλίμα δεν θα είναι ευχάριστο. Ο κ. Μητσοτάκης ήδη πριν από λίγες ημέρες, από το βήμα της ΔΕΘ, προειδοποίησε ότι εάν δεν υπάρξουν πρακτικά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας, η Ελλάδα δεν θα συναινέσει στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας με την ΕΕ. Βεβαίως μένει να αποτυπωθούν συγκεκριμένα τα ζητήματα που θέτει κατά προτεραιότητα η ελληνική πλευρά, καθώς ήδη ο χρόνος είναι περιορισμένος για να κάνει κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση η αλβανική κυβέρνηση.

Με πολύ ενδιαφέρον όμως αναμένεται η πρώτη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με εκπρόσωπο της «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», μετά τη θέση της Συμφωνίας των Πρεσπών σε ισχύ. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα σεβαστεί πλήρως τη Συμφωνία, συνεπώς εκλείπει ένα τεράστιο εμπόδιο που υπήρχε για την ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν και παρά την καχυποψία ή και το εχθρικό ακόμη κλίμα που υπάρχει σε μερίδα της κοινής γνώμης και στις δύο χώρες.

Ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στη θέση, που ο ίδιος υποστήριζε μέχρι και τις εκλογές, περί προβληματικής Συμφωνίας που ζημιώνει τη χώρα και στις νέες υποχρεώσεις του, καθώς θα πρέπει να είναι αυτός που έχει την ευθύνη να σπρώξει την εφαρμογή της Συμφωνίας και συγχρόνως να πιέζει για την εφαρμογή των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων της άλλης πλευράς, ώστε να μη χαθούν και τα λίγα θετικά που προέβλεπε η Συμφωνία των Πρεσπών.

Φωτο: iefimerida

 


Σχολιάστε εδώ