Γ. Ποταμιάνος: Η ανάπτυξη, τα πλεονάσματα και η σκιά της ύφεσης στην Ευρωζώνη
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Η ανάπτυξη παραμένει το μοναδικό μέσο σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας από τη μέγγενη των δεσμεύσεων που της έχουν επιβληθεί για την αποπληρωμή του χρέους. Επομένως όλοι συμφωνούν στην ανάγκη πραγματοποίησης επενδύσεων. Όμως η αδυναμία συμβολής του προϋπολογισμού στην ανάπτυξη περιορίζει την προσπάθεια στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη δεν περιείχαν εκπλήξεις. Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης είχαν ήδη αφήσει για αργότερα τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι αλλαγές στη φορολογία, που είναι το βασικό της επιχείρημα για την τόνωση της ανάπτυξης, θα έλθουν σε δύο φάσεις. Για τα εισοδήματα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα εντός του 2019 δεν θα αλλάξει τίποτε. Η κυβέρνηση θα μεταφέρει το κύριο βάρος του δημοσιονομικού κόστους των εξαγγελιών της μετά το 2020. Το γεγονός αυτό δεν ευνοεί την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, που αποτελεί την ουσιαστική προϋπόθεση για την εξασφάλιση δημοσιονομικού χώρου.
Με τις διευκρινίσεις του στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο, ο πρωθυπουργός αποσαφήνισε την τακτική της κυβέρνησης για τη διεκδίκηση της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, σημειώνοντας ότι συνδέεται χρονικά με την επικείμενη τέταρτη αξιολόγηση και τα προαπαιτούμενα. Όπως είναι γνωστό, η ανελαστικότητα στο θέμα αυτό οφείλεται στο ότι η δέσμευση για το ύψος των πλεονασμάτων αποτελεί εγγύηση για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Στη συνέντευξή του προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα που αφορά τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, συνδέοντας ευθέως τον δημοσιονομικό χώρο με την αύξηση του ΑΕΠ. Υπογράμμισε ότι αυξημένες αναπτυξιακές παρεμβάσεις στην οικονομία συνδέονται με την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης.
Για την επιτάχυνση όμως του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, όσο και αν είναι απαραίτητες. Εξάλλου το μεγαλύτερο δημοσιονομικό βάρος της υλοποίησης των μέτρων φοροελάφρυνσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα περιληφθεί στον προϋπολογισμό του 2021. Οι επενδύσεις για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος είναι αμφίβολες υπό καθεστώς ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι τα έσοδα από τα κέρδη των κρατικών ομολόγων, που επιστρέφουν στο Ελληνικό Δημόσιο από τις κεντρικές τράπεζες, θα πρέπει να κατευθυνθούν στην ελάφρυνση της φορολογίας. Η επισήμανση αυτή αλλάζει την αρχική προσέγγιση, που προέκρινε την τροφοδοσία του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Συνεπώς η κυβέρνηση σχεδιάζει να εξασφαλίσει ότι το φορολογικό κενό θα καλύψουν τα κέρδη από τα ομόλογα των κεντρικών τραπεζών, αν δεν επιδράσει στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η μεγέθυνση δεν οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Η επανεκκίνηση της ανάπτυξης είναι εξαιρετικά δύσκολη σε μια οικονομία που βρίσκεται σε χρόνια κατάσταση αντιπληθωρισμού λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων. Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία υπόκειται στους κανόνες της ενισχυμένης εποπτείας, που αποκλείουν τον αντικυκλικό ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, ο προϋπολογισμός δεν μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη. Οι δεσμεύσεις των Μνημονίων και η ενισχυμένη εποπτεία αφήνουν στις ελληνικές κυβερνήσεις περιορισμένο πεδίο άσκησης αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής και την ωθούν σε πώληση δημόσιας περιουσίας.
Ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε, επίσης, το ενδεχόμενο οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη. Συνέδεσε μάλιστα ευθέως το αίτημα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων με το ενδεχόμενο αυτό, ισχυριζόμενος ότι αν η Ευρωζώνη επιβεβαιώσει τις ανησυχίες για ύφεση, η αναθεώρηση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα αποκτά ένα ισχυρό επιχείρημα.
Επισημαίνεται πως οι πιθανότητες να περιέλθει η γερμανική οικονομία σε ύφεση είναι, με τεχνικούς όρους, σχεδόν 50%. Την Πέμπτη η ΕΚΤ παρουσίασε ένα νέο πακέτο μέτρων για την τόνωση της ανάπτυξης, που συνδυάζει την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και τις αγορές τίτλων (QE ΙΙ).
Τα μέτρα της ΕΚΤ ακολουθούν μια σειρά απογοητευτικών μακροοικονομικών ανακοινώσεων για την Ευρωζώνη, καθώς οι παγκόσμιοι κλυδωνισμοί πλήττουν ιδιαίτερα τον κλάδο της μεταποίησης. Είναι γεγονός βέβαια πως η αυξημένη εξωστρέφεια καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη στις επιρροές από την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία αντανακλά και τη μείωση των επενδύσεων.
Ταυτόχρονα θα αποτελέσει νέα πρόκληση η συμμετοχή της χώρας στον νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης. Καθώς η επενδυτική βαθμίδα της χώρας υπολείπεται τέσσερις θέσεις από το investment grade των οίκων αξιολόγησης, οι πιθανότητες να γίνουμε θεατές στο ίδιο έργο είναι πολλές.