ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ


Συγγραφέας
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΒΑΚΑΛΗ


Μια κοπέλα, εγκλωβισμένη σ’ ένα σπίτι που έχει παντού χαραγμένο τ’ όνομά της, ασφυκτιά μέσα στον γάμο της, στη φυλακή που αντί για σίδερα έχει λέξεις. Ένας άντρας, μεγαλωμένος με τη ρετσινιά του «γύφτου» και του «μπάσταρδου», μοναχικός, σκληρός, συναισθηματικά χωλός, ακροβατεί στο περιθώριο μιας κοινωνίας που από νωρίς τον απορρίπτει και τον εχθρεύεται. Ένας έρωτας, μια αμοιβαία ανάγκη, μια φυγή και ένα άδοξο τέλος.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, ένας ξένος, ταλαιπωρημένος απ’ το ταξίδι, βρίσκει θαλπωρή και καταφύγιο στο σπίτι μιας γυναίκας που είναι γεννημένη ν’ αγαπά, να προσφέρει, να γαληνεύει τους ανθρώπους. Πιο πέρα, στο δάσος, η Ελισσώ. Γιάτρισσα, μαΐστρα, κατέχει τη Γνώση, τη Σοφία της ζωής. Ρίχνει τους ρούνους και βλέπει το πριν και το μετά. Μα δεν τα βλέπει όλα.

Ένα μυστικό. Ένας γρίφος, που ζητάει να λυθεί. Ψυχές ταραγμένες που προσπαθούν να ισορροπήσουν, να βρουν τον σκοπό τους και να γιατρευτούν. Μόνος δρόμος, η Αλήθεια∙ αυτή που κρύβεται μέσα τους κι αδυνατούν να δούνε. Αυτή μονάχα μπορεί να τους λυτρώσει. Η Αλήθεια της ψυχής. Τίποτα πέρα απ’ αυτήν, τίποτα χωρίς αυτήν…

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ 26 Σεπτεμβρίου 2019 


Aπόσπασμα βιβλίου 

Ο Ξένος

Αργά το βράδυ έφτασε ο ξένος στο Χωριό. Πεζός έφτασε, τυλιγμένος σε χοντρό παλτό με τον γιακά του σηκωμένο, προσπαθώντας να προστατευτεί από το κρύο κι απ’ την ψιλή, επίμονη βροχή. Στα χέρια του βαστούσε τα γκέμια και λίγο πιο πίσω, με σκυμμένο το κεφάλι, ακολουθούσε το άλογό του. Μαύρο το άτι, έτσι τουλάχιστον φαινόταν στο σκοτάδι, κουρασμένο κι έτοιμο να καταρρεύσει. Κούτσαινε, σερνότανε σχεδόν, φανερά εξαντλημένο απ’ το πολύωρο ταξίδι κι από το πετραδάκι που είχε ύπουλα χωθεί στο μπροστινό του νύχι και το βασάνιζε.
Προχωρούσαν αργά, βρεμένοι και καταπονημένοι, με σκοπό να φτάσουν κάπου και να περάσουν τη νύχτα. Το σούρουπο τους είχε βρει στον βάλτο, κι εκεί, μέσα στο μούχρωμα, στη λασπουριά και στα καλάμια, είχαν χαθεί. Τριγυρίζανε για ώρες, τσαλαβουτώντας στα λιμνάζοντα νερά χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν. Νευρικό το άλογο, άλλοτε αντιστεκόταν κι άλλοτε γλιστρούσε μες στον βούρκο. Μα ο άντρας επέμενε. Με σταθερή φωνή τού μιλούσε, το ενθάρρυνε να προχωρήσει και το καθησύχαζε τρυφερά, χαϊδεύοντας τον ιδρωμένο του λαιμό.
Κι όταν επιτέλους βγήκαν στο ποτάμι, τους είχε πιάσει για τα καλά η νύχτα. Μα κατάφεραν να βρουν το πέτρινο γεφύρι, να το διασχίσουν και να φτάσουνε στην πέρα όχθη. Με αναπτερωμένο το ηθικό, συνέχισαν τον δρόμο τους και μπήκαν στο δάσος. Το κρύο του Νοέμβρη ήταν τσουχτερό, η ώρα περασμένη και δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι ήταν εκείνο που τον τρόμαζε περισσότερο^ η αβάσταχτη σιωπή ή οι άγνωστοι θόρυβοι που κατά καιρούς τη θρυμμάτιζαν δυσοίωνα, προκαλώντας του ρίγη και θέτοντάς τον σε εγρήγορση. Εκεί τους βρήκε και η βροχή, μέσα στο δάσος. Μια μπόρα ξαφνική, λυσσαλέα, έπεσε πάνω στα κουρασμένα τους κορμιά και τα μούσκεψε, εμποδίζοντας την ορατότητα και δυσχεραίνοντας την πορεία τους. Εκείνοι όμως συνέχισαν, αργά και προσεχτικά, προσπαθώντας να μένουν στο μονοπάτι. Ο άντρας με τα δόντια σφιγμένα και το χέρι στο τουφέκι, το άλογο ασθμαίνοντας εξαντλημένο και χλιμιντρίζοντας πότε πότε νευρικά, μα προχωρώντας. Ώσπου κόπασε η βροχή κι έπιασε να φυσάει. Σκόρπισαν τα σύννεφα, καθάρισε ο ουρανός και ξεπρόβαλε ένα φεγγάρι σιωπηλό, γεμάτο. Στο μεταξύ, άρχισαν να αραιώνουν δέντρα και φυλλώματα, η βλάστηση ν’ ανοίγει, και κάτω από το απρόσμενο φέγγος είδε να διαγράφεται η κοιλάδα κι ακόμη πιο πέρα, στην πλαγιά, διέκρινε το χωριό. Κάποια φώτα ήταν ακόμη αναμμένα, τα έβλεπε ανάμεσα απ’ τα δέντρα και έπαιρνε κουράγιο, έφτανε. Μέσα του έλπιζε ότι θα άνοιγε μια πόρτα, κάποιος θα βρισκόταν να του προσφέρει στέγη και φαΐ, ένα κρεβάτι να ξαπλώσει, να ξαποστάσει.
Και κάπου εκεί, το άλογό του είχε αρχίσει να κουτσαίνει. Ελαφρώς στην αρχή, μα σιγά σιγά δυσκολευόταν να προχωρήσει. Αναγκάστηκε να ξεπεζέψει, να ξεκουράσει το ζωντανό και να μην το σακατέψει. Από μακριά, τα φώτα άρχισαν να σβήνουν ένα ένα. Δεν πτοήθηκε, συνέχισε να περπατά για να φτάσει κοντά τους, κοντά στους ανθρώπους, και να σωθεί. Μαζί του να σωθεί και το άλογό του. Το άτι που αγαπούσε απ’ όλα πιο πολύ, ο σύντροφός του στη ζωή και στο ταξίδι. Και τα κατάφερε, βγήκε στη δημοσιά…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα 

Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΒΑΚΑΛΗ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και είναι εκπαιδευτικός. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχικά εργάστηκε διδάσκοντας αγγλικά σε φροντιστήρια. Το 1997 διορίστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα, ζώντας μόνιμα στη Μύκονο.
Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν, επίσης, τα μυθιστορήματά της ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΤΟΥΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ και 219 ΗΜΕΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό, Αισθηματικό
ISBN:978-618-01-3044-7 

Δείτε το video του βιβλίου


Σχολιάστε εδώ