Από τη ΔΕΘ στη συνέντευξη Ντράγκι ή από τα ταξίματα στην πραγματικότητα

Από τη ΔΕΘ στη συνέντευξη Ντράγκι ή από τα ταξίματα στην πραγματικότητα


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την Πέμπτη (12/9) που μας πέρασε ο κ. Ντρά­γκι έκανε την προτελευταία καθιερωμένη μηνιαία συνέντευξη Τύπου με την ιδιότητα του προέδρου της ΕΚΤ. Την ημέρα της συνέντευξης το προσωπικό της Τράπεζας εξέδωσε τις προβλέψεις του για το 2019. Η έκθεση κάνει σαφές από τις πρώτες γραμμές ότι «η ανάκαμψη που αναμενόταν για το δεύτερο μισό του 2019 στην προηγούμενη πρόβλεψη θα πρέπει να αναβληθεί».

Η αναμενόμενη μεγέθυνση για το 2019 είναι 1,1,% έναντι 1,9% το 2018, όμως και οι προβλέψεις για το 2020 αφορούν αναιμική μεγέθυνση της τάξης του 1,2%. Είναι το περίγραμμα της ευρωπαϊκής ύφεσης, που είχε παραδεχθεί ο κ. Ντράγκι σε προηγούμενη συνέντευξή του.

Έτσι, η συνέντευξη του απερχόμενου προέδρου μόνο εθιμοτυπική δεν ήταν. Ο κ. Ντρά­γκι ανήγγειλε τον περιορισμό του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά δέκα μονάδες βάσης, στο -0,5%. Επιπλέον, ανακοίνωσε την επανέναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από 1/11/2019, με ρυθμό 20 δισ. ευρώ τον μήνα. Κατέληξε ότι τα επιτόκια και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρις ότου η ευρωπαϊκή οικονομία δείξει ρυθμούς πληθωρισμού της τάξης του 2%.

Για να εξασφαλιστεί αυτό, πέραν των μέτρων που προαναφέραμε, η ΕΚΤ πρόκειται να διαθέσει σε επαναγορές και την ονομαστική αξία των ομολόγων που λήγουν και έχουν αποκτηθεί σε προηγούμενους γύρους του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Τέλος, η αποτυχία των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης οδήγησε το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας στο να αναγγείλει αντικίνητρα απέναντι σε πιθανή διακράτηση της ρευστότητας από τις εμπορικές τράπεζες με τη μορφή υπερβαλλόντων αποθεματικών.

Το αδιέξοδο αυτών των πολιτικών είναι μεγάλο και διαχρονικό. Ο λόγος είναι ότι βασίζονται στην πεποίθηση ότι η κρίση και ο αποπληθωρισμός οφείλονται στην έλλειψη ρευστών διαθεσίμων και μια παροχή αυτών των διαθεσίμων θα οδηγήσει στο ξεπέρασμά της. Είναι μια ιδεοληψία που πάει πίσω, μέχρι τον Μαρξ και το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν έγραφε: «Αυτοί που λένε ότι υπάρχει απλά έλλειψη μέσου πληρωμών (δηλαδή χαρτονομίσματος)… είναι κάποιοι ανόητοι που πιστεύουν ότι είναι καθήκον και διακριτική ευχέρεια των τραπεζών να μετατρέψουν όλους τους χρεοκοπημένους απατεώνες σε αξιόχρεους και αξιοσέβαστους καπιταλιστές με κομμάτια χαρτί».

Προφανώς, οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι πολύ βαθύτερες και πιο πολύπλοκες διαδικασίες. Ο βασικότερος λόγος είναι ότι στο πλαίσιό τους σημαντικά τμήματα κεφαλαίου απαξιώνονται και πρέπει να αποσυρθούν. Επειδή αυτό θα σημάνει ζημίες για τις επιχειρήσεις και επισφάλειες για τις τράπεζες, έχει επιλεγεί η τακτική της μείωσης των επιτοκίων της επαναγοράς ομολόγων για τη διαρκή ανακεφαλαιοποίησή τους, δηλαδή, η κοινωνικοποίηση των ζημιών επιχειρήσεων και τραπεζών.

Η νεοκλασική και νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία προσπαθεί να πλασάρει αυτές τις πολιτικές ως πολιτικές εξόδου από την κρίση. Θεωρούν ότι η παροχή ρευστότητας θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης, που θα φέρει αύξηση των τιμών και συνακόλουθα οικονομική μεγέθυνση. Είναι μια φενάκη, καθώς οι τράπεζες θα διακρατούν διαθέσιμα όσο δεν βλέπουν τις καταθέσεις τους να αυξάνουν σταθερά και οι επιχειρήσεις δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε μαζικές επενδύσεις έως ότου δουν τις αποδόσεις τους να αποκαθίστανται. Έτσι θα πηγαίνουμε από γύρο σε γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, που το μόνο που θα προσθέτει θα είναι νέα βάρη για την κοινωνία.

Βέβαια τα παραπάνω ισχύουν για την πρώτη ταχύτητα της ΕΕ, όπου η ανακεφαλαιοποίηση των εμπορικών τραπεζών γίνεται από την ΕΚΤ. Για χώρες που δεν έχουν αξιόχρεο, όπως η Ελλάδα, το βάρος πέφτει απευθείας στον κρατικό προϋπολογισμό. Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, που έχουν εξαιρεθεί και από αυτόν τον γύρο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, φέρονται έτοιμες να προχωρήσουν σε τιτλοποίηση 30 δισ. «κόκκινων» δανείων, κατά το ιταλικό μοντέλο. Αυτό δήλωσε στο πρακτορείο Bloomberg ο κ. Αλέξης Πατέλης, επικεφαλής του οικονομικού γραφείου της γενικής γραμματείας του πρωθυπουργού.

Βέβαια ο κ. Πατέλης, παρά την εμφατική περιγραφή θέσης που τον συνοδεύει, δεν μπήκε στον κόπο να μας εξηγήσει ούτε γιατί η έκδοση προβλέπεται μεγαλύτερη της αρχικώς σχεδιασθείσας (20 δισ.), ούτε πού θα βρει το Δημόσιο τα χρήματα για να εγγυηθεί μέρος των «κόκκινων» δανείων, ούτε, τέλος, τι πρόκειται να λάβει το Δημόσιο για τις εγγυήσεις που θα παρέχει. Το χειρότερο όμως είναι ότι στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι οι τράπεζες θα μετατρέψουν, με τα χρήματα που θα λάβουν από τη διάθεση των τίτλων «κόκκινων» δανείων, τους πολιτικούς της φίλους και συνεργάτες σε αξιόχρεους και αξιοσέβαστους καπιταλιστές.


Σχολιάστε εδώ