Ν. Γ. Χαριτάκης: Δάνεια: Εξασφαλίσεις, εγγυήσεις και εμπορευσιμότητα
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Επ. καθηγητής ΕΚΠΑ,
Γραμμ. Αποκρατικοποιήσεων, ΔΣ ΤΑΝΕΟ
Σήμερα θα ξεκινήσουμε μ’ έναν αφορισμό. Εθνική οικονομία δεν υπάρχει, όταν το κράτος δεν είναι αξιόπιστο. Και ιδιωτική οικονομία δεν υπάρχει, όταν το τραπεζικό σύστημα δεν είναι αξιόπιστο. Και δείκτης αξιολόγησης της αξιοπιστίας κρατών και τραπεζών είναι η απόδοση των ομολόγων με εμπορική αξία, έχοντας ως εξασφάλιση ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία. Είτε αυτό λέγεται Ακρόπολη, είτε κινητή και ακίνητη περιουσία των ιδιωτών. Το συγκεκριμένο το κατανοήσαμε μέσα στην κρίση.
Με αφορμή το αίτημα της διεύθυνσης της εφημερίδας στην έκφραση γνώμης ως προς τη λύση των «κόκκινων» δανείων, θα προσπαθήσω, στο μέτρο του δυνατού, να διατυπώσω τις πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούν την όλη ιστορία σε μία τελική ευθεία. Ουσιαστική προϋπόθεση επίλυσης του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, και όχι μόνο, είναι να ξεκινήσουμε με τη θέση ότι απαιτείται λύση συνεργασίας και όχι λύση αντιπαλότητας μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων. Κυρίως των συστημικών τραπεζών, του Δημοσίου (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) και παράλληλα των οφειλετών.
Υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με δύο μεγάλες κατηγορίες υποχρεώσεων: Τα δάνεια σε καθυστέρηση (NPL’s, NPE’s) και τις οφειλές προς το Δημόσιο. Η άποψη αυτή είναι λάθος, καθώς ένα τεράστιο τμήμα των εξασφαλίσεων, ιδιαίτερα στα εξυπηρετούμενα, δεν έχει δοθεί, ενώ υπάρχουν βάρη που δεν έχουν μετατραπεί σε υποθήκες. Ακόμη και οι καλύτερες επιχειρήσεις στη χώρα, αν και δεν έχουν τίποτα σε καθυστέρηση, δεν έχουν εξασφαλίσει τις υποχρεώσεις τους. Π.χ., δάνεια προς τράπεζες, αποζημιώσεις εργαζομένων, για να μη συζητήσουμε για αποπληρωμή ΕΝΦΙΑ σε πιθανά περιουσιακά στοιχεία, που, κατά τις τράπεζες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εξασφαλίσεις δανείων.
Συμπέρασμα: Η έξοδος από την κρίση απαιτεί συνολική αλλαγή στην εξασφάλιση των πιστωτών. Οι πιστωτές, τράπεζες και Δημόσιο, σε συνεργασία, οφείλουν να εξασφαλιστούν και να δημιουργήσουν μακροχρόνια σύνθετα ιδιωτικά ομόλογα με πραγματική εμπορική αξία και απόδοση. Με τον όρο «συνεργαστούν» εννοούμε να προσδιορίσει το Δημόσιο την τελική απαίτησή του από τον οφειλέτη (ιδιώτη ή νομικό πρόσωπο), έτσι ώστε να μπορεί να την αγοράσει ένας μακροχρόνιος επενδυτής, οι δε τράπεζες να προσδιορίσουν στη συνέχεια και τη δική τους υπολειμματική αξία καθώς και την εξασφάλιση των δικών τους απαιτήσεων.
Ας θυμηθούμε την περίπτωση του δημοσίου χρέους. Έγινε διαγραφή, έγινε μετατροπή του υπολοίπου σε νέο χαμηλότοκο δάνειο με μακροχρόνια περίοδο λήξης και για να είναι εμπορεύσιμο, υπό την προϋπόθεση του Μνημονίου, έγιναν εγγυητές όλοι οι εταίροι στην Ευρωζώνη. Ο ESM ανέλαβε τη διαχείριση των ομολόγων και δόθηκαν επιπρόσθετες εγγυήσεις μέσω του ΤΑΙΠΕΔ.
Κάτι αντίστοιχο λοιπόν πρέπει να κάνουμε και για το σύνολο των ιδιωτικών υποχρεώσεων. Να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις, να κατανεμηθούν, ανάλογα αν αφορούν συστημικές τράπεζες ή Δημόσιο, να δεσμευτεί το Δημόσιο για την απαίτησή του και για τη μεθοδολογία αποπληρωμής του και να έρθουν οι τράπεζες να δημιουργήσουν σύνθετα μακροχρόνια ομόλογα ενός μεγάλου τμήματος των εξυπηρετουμένων ή μη δανείων.
Τα ομόλογα θα είναι σύνθετα για έναν και μοναδικό λόγο. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να γίνουν εμπορεύσιμα με μία μέση ικανοποιητική απόδοση. Κάτι σαν ένα σύνθετο ευρωομόλογο, μόνο που θα αφορά ιδιώτες και όχι κράτη. Τα ομόλογα στη φάση αυτή πρέπει να δομηθούν όπως ακριβώς δομούνται τα ασφαλιστικά συμβόλαια από τους αντασφαλιστές, πριν αποτελέσουν εμπορικά προϊόντα. Η κυβέρνηση πρόσφατα προχώρησε σε μια αρχική συμφωνία. Δέχτηκε να προσδιορίσει τη λύση των απαιτήσεών της (περίπου 120 δισ.) σ’ ένα συμβόλαιο ικανό να εμπορευματοποιηθεί. Προσδιορίζει την απαίτησή της είτε σε δόσεις είτε σε πλήρη αποπληρωμή και βγαίνει από τη διαπραγμάτευση με τις συστημικές τράπεζες.
Ο οφειλέτης ξέρει τι χρωστάει στο Δημόσιο, ξέρει ποιες είναι η εγγυήσεις του και γνωρίζει ότι δεν μπορεί να διαφύγει την αποπληρωμή, γιατί την απαίτηση θα τη μεταβιβάσει το Δημόσιο σε τρίτους, οι οποίοι θα το έχουν ήδη αποπληρώσει στο ακέραιο.
Αν, για παράδειγμα, χρωστάει 100 εκατ., εκ των οποίων τα 60 είναι πρόστιμα και επιβαρύνσεις, είτε δεσμεύεται ότι θα αποπληρώσει τα 100 σε 120 δόσεις είτε παρέχει εξασφαλίσεις σε τρίτο, που τον δανείζει 40 για να εξοφλήσει και στη συνέχεια αποπληρώσει το δάνειο, ώστε να αρθούν οι εξασφαλίσεις. Το επιτόκιο είναι λογικό και σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει και επιδότηση.
Η σχέση είναι μεταξύ οφειλετών και ιδιωτών και πιστωτών κατόχων των εγγυήσεων. Όπως ακριβώς και στο δημόσιο χρέος, μόνο που τώρα δεν έχουμε τον ESM, αλλά απλούς διαχειριστές κεφαλαίων ασφαλιστικών ταμείων, που τοποθετούν τη ρευστότητά τους σε εμπορεύσιμα και εγγυημένα ομόλογα.
Έχοντας φύγει το Δημόσιο από την εικόνα, η αγορά λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Στο χονδρεμπορικό και στο λιανικό. Χονδρεμπορικά, οι συστημικές τράπεζες και ο κάτοχος των ρυθμισμένων απαιτήσεων του Δημοσίου κάθονται σ’ ένα τραπέζι και συμφωνούν για τη δόμηση των απαιτήσεών τους σε τρεις κατηγορίες: Junior (περιορισμένης εξασφάλισης-υψηλού κινδύνου), mezzanine (ικανοποιητικής εξασφάλισης), senior (πλήρους εξασφάλισης).
Για παράδειγμα, ένα επιχειρηματικό δάνειο έπειτα από ένα «κούρεμα» και μία αναδιάρθρωση ταυτίζεται στην κατηγοριοποίηση με ένα αντίστοιχο κτηματικό που μπορεί να εξυπηρετηθεί από τον μισθό του ιδιοκτήτη. Όπως αντίστοιχα και από την κερδοφορία της επιχείρησης. Αρκεί και οι δύο να έχουν παράσχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις.
Αν διαβάζουμε καλά την ειδησεογραφία, η κυβέρνηση συμφώνησε στη χονδρεμπορική λύση, με μόνη αναμενόμενη νομοθετική παρέμβαση την ευθύνη των στελεχών των τραπεζών. Οι εισηγήσεις τους στο ΔΣ των πιστωτικών ιδρυμάτων για διαγραφή ελέγχονται αποκλειστικά και μόνο από το ΔΣ και τις ΓΣ των μετόχων και όχι από τις ανώνυμες καταγγελίες στην αρχή καταπολέμησης της διαφθοράς.
Η διαδικασία του χονδρεμπορίου ολοκληρώνεται όταν το σύνολο των δανείων κατηγοριοποιείται και μαζί με την κατηγοριοποίηση έχουμε και τη δέσμευση των οφειλετών για το MOU. Δεν είναι δυνατόν να απασχολείται ο αρμόδιος υπουργός για τη συμφωνία των μετόχων (βλέπε Creta Farms). Ούτε βέβαια και για χορήγηση απαλλαγής σε θέματα λαθρεμπορίας (βλέπε ΣΕΚΑΠ). Η κατηγοριοποίηση και η συμφωνία πιστωτών αποτελεί καθαρή ευθύνη των πιστωτών και στηρίζεται στο σύνολο των δυνάμενων να χορηγηθούν εγγυήσεων από τους οφειλέτες (εντός και εκτός της χώρας).
Η λιανική αγορά συνίσταται πλέον στην ακόλουθη διαδικασία: Είτε ανεξάρτητα είτε ομαδοποιημένα αναδιαρθρωμένα δάνεια μετατρέπονται σε ομόλογα και κρατούνται ως εγγύηση στα χαρτοφυλάκια των οφειλετών. Τα ομόλογα έχουν εγγύηση αγοράς, εκτός από τα junior, όπου μπορεί να παρασχεθεί και συμβατική εγγύηση του Δημοσίου.
Για τις δύο καλές κατηγορίες η ομαδοποίηση διευκολύνει την πτώση του κόστους αντασφάλισης στο σύνολο των ομαδοποιημένων ομολόγων. Στη συνέχεια η αγορά λειτουργεί όπως και η αγορά των ασφαλιστικών συμβολαίων. Τα ομόλογα γίνονται αντικείμενο μεταπώλησης με δυνατότητα διοχέτευσής τους σε επίσημες αγορές. Αρκεί κάποιος να αναλάβει την παρακολούθηση της εκτέλεσης της συμφωνίας πιστωτών.
Στην αγορά έχουμε σύνθετα ομόλογα τραπεζών με εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια επιχειρήσεων σε συνδυασμό με χρονομισθώσεις αυτοκινήτων της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ολοκληρώνοντας, σημειώνουμε ότι γενικά η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι αναγκαία και συνδέεται με το άνοιγμα της λήξης των δανείων. Όσο πιο βραχυχρόνια είναι η λήξη και όσο λιγότερες οι εξασφαλίσεις, τόσο υψηλότεροι και οι κίνδυνοι για τους δανειστές. Ιδιαίτερα όταν δανείζονται βραχυχρόνια και επενδύουν μακροχρόνια (π.χ. τράπεζες που δανείζονται από καταθέσεις και δανείζουν επενδυτικά σχέδια χωρίς εξασφαλίσεις).
Σ’ αυτό το περιβάλλον, αναπόφευκτα, οδηγούμαστε σε διαταραχές στη ρευστότητα της οικονομίας. Ο οφειλέτης αναδεικνύεται ως αναποτελεσματικός, αφού δεν μπορεί να δεσμευτεί σε μια μακροχρόνια λήξη του δανείου και οι πιστωτές θεωρούνται οιονεί αφερέγγυοι.
Αισιοδοξούμε ότι η λύση δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού τα εργαλεία υπάρχουν και οι αποδόσεις των ομολόγων πλησιάζουν ανταγωνιστικά την πραγματικότητα. Επιχειρήσεις και επιχειρηματίες υπάρχουν. Εγγυήσεις και εξασφαλίσεις επίσης υπάρχουν. Η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε πιο πάνω είναι απλή και αξιόπιστη. Το μόνο που απαιτείται είναι βούληση, συνεργασία και μια δεύτερη ευκαιρία. Καθώς πάνω απ’ όλα προέχει το μέλλον της οικονομίας.