Από την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην εγγυοδοσία των τραπεζών

Από την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην εγγυοδοσία των τραπεζών


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Τα μεγαλεπήβολα σχέδια της κυβέρνησης παραπέμπονται ένα προς ένα στις ελληνικές καλένδες και αναδεικνύεται η ουσία της πολιτικής της. Αυτή δεν είναι άλλη από τη διάθεση των «κόκκινων» δανείων και τη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Στόχος είναι, τελικά, οι ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες να χρηματοδοτήσουν διαπλεκόμενα συμφέροντα εντός και εκτός Ελλάδας για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Ένα ξεπούλημα που πλασάρεται ως «επενδύσεις». Κανείς δεν ξέρει βέβαια αν το σχέδιο θα φτάσει στο τέλος του, αφού η κατάσταση τόσο στην ευρωπαϊκή, όσο και στη διεθνή οικονομία είναι ιδιαζόντως ρευστή.

Πάντως την εβδομάδα που πέρασε έγινε γνωστό ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες προτίθενται να διαθέσουν 20 από τα εκτιμώμενα 85 δισ. των «κόκκινων» δανείων στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (Asset Protection Scheme – APS), που έχει εισηγηθεί η αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή των τραπεζών (SSM).

Ο μηχανισμός βασίζεται στο ιταλικό σχέδιο. Δηλαδή, με τη συνδρομή του συμβούλου (JP Morgan) τα «κόκκινα» δάνεια θα τιτλοποιηθούν και θα δια­τεθούν με τη μορφή δο­μημένου ομολόγου στην αγορά. Το πρόβλημα είναι ότι το ρίσκο ενός τίτλου που βασίζεται στην αποπληρωμή «κόκκινων» δανείων είναι μεγάλο και η προθυμία των ιδιωτών να το χρηματοδοτήσουν περιορισμένη. Για τον λόγο αυτό στο ιταλικό μοντέλο το Δημόσιο εγγυόταν το τμήμα του ομολόγου που αντιστοιχούσε στο λεγόμενο «senior» κομμάτι, δηλαδή το τμήμα του ομολόγου που αντιστοιχούσε στα δάνεια με τη μεγαλύτερη πιθανότητα αποπληρωμής. Σε αντάλλαγμα για την εγγύηση που παρείχε, το Ιταλικό Δημόσιο έπαιρνε προμήθεια που υπολογιζόταν / υπολογίζονται με βάση το ασφάλιστρο κινδύνου του ιταλικού ομολόγου. Πρόκειται για έναν μηχανισμό όπου ολόκληρη η κοινωνία εγγυάται τις ζημίες τραπεζών και επιχειρήσεων, οι οποίες μετατρέπονται σε δημόσιο χρέος.

Πριν προχωρήσουμε στη συνολική αξιολόγηση, όμως, πρέπει να διευκρινισθούν ορισμένα στοιχεία που αφορούν την ελληνική περίπτωση. Η Ιταλία, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, είχε πάντα αξιολόγηση αποδεκτή από την ΕΚΤ και συμμετείχε στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό σημαίνει ότι το Ιταλικό Δημόσιο μπορούσε να εγγυηθεί προς τρίτους χωρίς πρόβλημα. Τα ελληνικά ομόλογα όμως βρίσκονται πέντε σκάλες κάτω από το ελάχιστο αποδεκτό όριο αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει ότι οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου θα πρέπει να καλυφθούν είτε από το «μαξιλάρι» είτε, όπως λέγεται, από χρήματα του ΕΣΠΑ ή / και του πακέτου Γιούνκερ.

Οι αναφορές στο πακέτο Γιούνκερ μάλλον δεν ευσταθούν, αφού ο μηχανισμός θα πρέπει να είναι σε ισχύ μέχρι το τέλος του έτους. Διαφορετικά, αυτά που συζήτησε στη Φρανκφούρτη ο υφυπουργός οικονομικών κ. Ζαβός είναι ευχολόγιο. Όμως και με τα χρήματα του ΕΣΠΑ η κατάσταση είναι προβληματική, αφού κανένας δεν ξέρει πότε απελευθερώνονται και πόσες χρήσεις και πόσες «τρύπες» καλύπτουν.

Το πιθανότερο είναι ότι οι εγγυήσεις θα εκδοθούν με δέσμευση του «μαξιλαριού» και θα είναι τμήμα του δημόσιου χρέους. Αυτό για μια χώρα που βρίσκεται σε καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας» σημαίνει άμεσες επιπλέον επιβαρύνσεις για τον προϋπολογισμό, ο οποίος θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τον επιπλέον δανεισμό. Επιβαρύνσεις που δύνανται να καταστούν τεράστιες αν καταρρεύσει το σχήμα, γιατί εδώ δεν μπορούμε να εκδώσουμε ασφάλιστρα κινδύνου για τη χρεοκοπία του Δημοσίου, όπως η Ιταλία, γιατί απλούστατα δεν έχουμε αξιολόγηση.

Σε περίπτωση κατάπτωσης των εγγυήσεων, ο προϋπολογισμός θα αποπληρώσει τους ομολογιούχους και όχι τα CDS. Άρα, η ιταλική λύση της καταβολής προμήθειας επί της εγγυητικής δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Ελλάδας. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Τι θα πάρει σε αντάλλαγμα το Δημόσιο για τις εγγυήσεις που θα παρέχει;

Βέβαια, ανεξάρτητα από όρους και ανταλλάγματα, η όλη λύση είναι απαράδεκτη. Από πού και ως πού οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις θα μεταφέρουν το ρίσκο τους στην κοινωνία, που θα εγγυηθεί την ανακεφαλαιοποίησή τους.

Αν οι μέτοχοι των τραπεζών δεν επιθυμούν να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζές τους, ας παραδώσουν τις μετοχές στο Δημόσιο και εμείς ως κοινωνία να αποφασίσουμε για την τύχη τους. Το επιχείρημα βάσει του οποίου στα «κόκκινα» δάνεια περιλαμβάνονται στεγαστικά δάνεια, δάνεια αγροτών και γενικότερα ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων επίσης δεν στέκει.

Αν το κράτος επιθυμεί να εγγυηθεί τη λαϊκή κατοικία, να το κάνει εγγυώμενο τον δανειολήπτη και όχι τον κάθε λογής «ομολογιούχο». Ακόμα και στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του ’30, αυτή ήταν η πολιτική του New Deal, με τη δημιουργία των ομοσπονδιακών μηχανισμών εγγυοδοσίας (Fannie Mae και Freddie Mac) – για να μη μας πουν και ιδεοληπτικούς.


Σχολιάστε εδώ