Σήμερα θα ονειρευτώ…

Σήμερα θα ονειρευτώ…


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Ένα από τα δυσκολότερα καλοκαίρια πέρασε και ας ευχηθούμε να μην ξανάρθει. Καταστράφηκε ένα πανέμορφο, πυκνό δάσος, ενώ κάηκαν και τα ζώα που ζούσαν εκεί, κυνηγημένα από τις τεράστιες φλόγες ενός ολοκαυτώματος, που κατέκαψε καθετί ζωντανό.

Αναζητούσα ένα θέαμα που να αναπτερώνει το ηθικό και να δίνει ελπίδες για το αύριο. Από τη σκέψη μου πέρασαν πολλά μικρά και μεγάλα νησάκια που είχα επισκεφθεί στο παρελθόν, όμως εκεί στις Βόρειες Σποράδες υπάρχει ένας μικρός παράδεισος, που πιστεύω ότι δεν έχει διαφημιστεί καταλλήλως και καλύτερα θα έλεγα. Και αυτή είναι η Αλόννησος… Άρχισα να θυμάμαι.

Προσδεθήκαμε σε ένα ήσυχο λιμάνι, με πολύ λίγη κίνηση. Η εικόνα του, εικόνα ενός μικρού χωριού με τις ταβέρνες, το μπακάλικο, κανά-δύο καταλύματα ενοικιαζόμενα και δίπλα σε εκείνο το λιμάνι μια παραλία για λουόμενους, βατή και κοντινή. Απογευματάκι ανεβήκαμε για τη χώρα. Εκεί είδαμε τους επισκέπτες του νησιού. Ένας δρομάκος με πλατύσκαλα ασβεστωμένα και γεμάτος κόκκινα γεράνια σε υποδεχόταν με εκείνη τη γλύκα ενός νησιώτικου γλυκού, π.χ. συκαλάκι ή περγαμόντο, μέλι θυμαρίσιο και ένα λουκούμι από τους μαγαζάτορες του μοναδικού δρόμου που σε έφτανε στην πλατεία.

Φθάνοντας εκεί, εκείνο που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν ένα συγκρότημα γερμανών μεσηλίκων, που έπαιζαν και τραγουδούσαν τραγουδάκια που είχα καιρό να ακούσω, έτσι για το κέφι τους ή για να υποδεχθούν αυτούς που ανεβοκατέβαιναν σε εκείνο το στενό δρομάκι. Ήταν κάτοικοι του νησιού, που μετά τον σεισμό αγόρασαν τα σπίτια των ντόπιων, τα ξαναέφτιαξαν και έδειχναν την αγάπη τους γι’ αυτό το μικρό καταφύγιο με όποιον τρόπο μπορούσαν.

Οι Αλοννησιώτες είχαν φτιάξει σπίτια προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε όλο τον δρομάκο και φτάσαμε στο άλλο άνοιγμα του νησιού. Έμεινα να κοιτώ με αγάπη και περηφάνια μαζί την πατρίδα μου. Πώς μπορούσα να περιγράψω εκείνη την εικόνα που έβλεπαν τα μάτια μου με λόγια. Μια πλαγιά πεντακάθαρη με πατωσιές φυτεμένες σαν με στρατιωτική πειθαρχία και στις άκρες πλατάνια, μουριές, δέντρα ψηλά και χαμηλότερα δημιουργούσαν μικρά μπιστρό, στέκια δηλαδή για εκείνους που κατέβαιναν πιο κάτω. Όλη αυτή η ομορφιά μέσα στο φως του ήλιου, που έμοιαζε λυχνάρι κρεμασμένο στην κορφή της πλαγιάς, κατέληγε σε έναν κόλπο που έσταζε καλοσύνη, με μια θάλασσα ακίνητη, γκριζογάλανη να υπόσχεται ξεκούραση, δροσιά, το χάδι του νερού, όταν ήμερο σε κρατά αιχμάλωτο, θαρρείς, στην αγκαλιά του.

Κοίταζα και μονολογούσα: Πώς να μη ζητούν να ξεκοκαλίσουν οι ξένοι αυτήν την ανόθευτη από τον πολιτισμό τους φύση; «Εμ, έτσι είναι», άκουσα πίσω τη φωνή μιας κυρίας που χάζευε και εκείνη την ταπεινή ομορφιά της πλαγιάς που ξεδιπλώθηκε μπροστά μας. Δεν ήθελα να ξεκολλήσω από εκεί. Όμως η παρέα των φίλων μου που με περίμενε υπομονετικά με τράβηξε προς τα βόρεια εκείνης της εξέδρας, για να θαυμάσω ένα άλλο μαγικό τοπίο. Σήμερα θα ονειρευτώ με όνειρα πιασμένα στην άκρη μιας πετονιάς, που στον βυθό ένας νόστιμος, αλλά ατυχής φίλος θα νοστίμευε το φαγητό μας.

Εκείνες οι μέρες κυλούσαν ευτυχισμένες, ψάχνοντας με ένα μικρό σκαφάκι να βρούμε τις σπηλιές από τις φώκιες, που είναι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού. Ήξεραν όμως να βγάζουν το κεφαλάκι τους και έπειτα να χάνονται με μοναδική ταχύτητα. Τι άλλο θα μπορούσα να πω ή να περιγράψω σε ένα κομμάτι χαρτί για την ομορφιά μιας πινελιάς ζωγράφου σε ένα καταγάλανο πέλαγο; Τέτοιες πινελιές διάσπαρτες είναι σίγουρο ότι προκαλούν. Πρέπει όμως να καταλάβουν εχθροί και φίλοι πως αυτή είναι η Ελλάδα, με τον κυρίως κορμό της και άκρες του τα νησιά που πλημμυρίζουν το Αιγαίο.

Φωτό: reader.gr


Σχολιάστε εδώ