Συμφωνία των Πρεσπών – Επωφελής ή κακή συμφωνία; Μπορεί να ακυρωθεί; – Νομική τεκμηρίωση

Συμφωνία των Πρεσπών – Επωφελής ή κακή συμφωνία; Μπορεί να ακυρωθεί; – Νομική τεκμηρίωση

Του
ΝΙΚΟΥ Γ. ΣΤΑΥΡΟΥ
Δικηγόρου (LL.Μ) Υποψηφίου Διδάκτορος
Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής
του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου


Αναντίρρητα έχουν γραφτεί πάρα πολλά αναφορικά με την περιβόητη και περιώνυμη αυτή συμφωνία. Πρόσφατα μάλιστα, μια ομάδα από εξαίρετους και επιφανείς ακαδημαϊκούς, και όχι μόνο, απέστειλε στον νέο πρωθυπουργό της Ελλάδας κ. Κυριάκο Μητσοτάκη ανοικτή επιστολή, με την οποία του ζητούν όπως προβεί σε ακύρωση της εν λόγω συμφωνίας, χαρακτηρίζοντάς τη μάλιστα ως επαχθή και πως η συντριπτική πλειονότητα του Ελλήνων τη θεωρεί απαράδεκτη και την εκλαμβάνει ως εθνική ήττα και καταστροφή.

Βάσει του εν θέματι τίτλου του παρόντος άρθρου, τίθενται κάποια ερωτήματα και σε αυτά θα προσπαθήσω να απαντήσω. Αποτελεί μια σπουδή επί του ζητήματος, για την οποία στηρίχτηκα αμιγώς στον Νόμο και στο Διεθνές Δίκαιο. Δεν εξάγω κανένα αυθαίρετο συμπέρασμα, αντιθέτως ερείδομαι στις νόρμες και στις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου και του υπέρτατου νόμου του κράτους, του Συντάγματος των Ελλήνων, εξικνούμενος έτσι μόνο σε ασφαλή και τεκμηριωμένα νομικώς συμπεράσματα. Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή.

Η περί ης ο λόγος συμφωνία αποτελεί μια διακρατική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδος και της γείτονος χώρας, των Σκοπίων και όπως καλείται εκ της συμφωνίας «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», η οποία συνομολογήθηκε στις 12 Ιουνίου του 2018. Το πώς και το γιατί έφτασε η χώρα μας να υπογράψει την εν λόγω συμφωνία έγκειται και άπτεται της αρμοδιότητας των ιστορικών και η Ιστορία θα αποφανθεί κάποτε επί του ζητήματος.

Ας εξετάσουμε όμως την εν λόγω συμφωνία από τη νομική όψη και σκοπιά και το αν αποτελεί και συνιστά μια επωφελή συμφωνία για τη χώρα μας ή όχι. Για να προσεγγίσουμε το ερώτημα αυτό, πρέπει να παραθέσουμε και να παραβάλουμε περιληπτικά τις βασικές διατάξεις της συμφωνίας και να διαπιστώσουμε εάν τελικά ωφελείται η χώρα μας ή όχι. Ειδικότερα και πιο συγκεκριμένα, εκτός της βασικής αλλαγής, δηλαδή του ονόματος, η συμφωνία ορίζει πως η ιθαγένεια της γείτονος χώρας είναι «μακεδονική», με άλλα λόγια, οι πολίτες του κράτους αυτού καλούνται «πολίτες της ‘‘Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας’’».

Επιπλέον, η συμφωνία περιλαμβάνει την αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας», σημειώνοντας πως ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλαβικών γλωσσών. Προσωπικά αδυνατώ να αντιληφθώ πώς είναι δυνατόν η γλώσσα που ομιλούν οι γείτονές μας και η οποία αποτελεί ένα συνονθύλευμα σλαβικών και βουλγαρικών, και επ’ αυτού ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, καθώς έχει τεκμηριωθεί και δεν έχει διαψευσθεί από κανέναν, να λογίζεται ως «μακεδονική», χαρακτηρισμός ο οποίος καταφανώς παραπέμπει αποκλειστικά στην αρχαία μακεδονική γλώσσα, η οποία ήταν διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής γλώσ-σας. Από την άλλη πλευρά, σε «αντάλλαγμα», η «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» θα πρέπει να διαγράψει και να αναθεωρήσει τις διατάξεις του Συντάγματός της που προβλέπουν αλυτρωτικές τάσεις και συμπεριφορές.

Πέραν αυτών, προβλέπονται αρκετά ακόμα σημεία, στα οποία δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθω στο παρόν άρθρο. Η απερχόμενη κυβέρνηση επιχειρηματολόγησε υπέρ της υπογραφής με βάση το ότι αφ’ ης στιγμής υπογραφόταν, τότε θα έπαυε το γειτονικό κράτος να αυτοαποκαλείται ως «Μακεδονία» και σε διεθνές επίπεδο όλες οι χώρες πια θα αποκαλούσαν το γειτονικό κρατίδιο ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Κατά την προσωπική μου άποψη αυτό δεν ευσταθεί και επεξηγώ: Ακόμα και αν τα Σκόπια αυτοαποκαλούνταν ως «Μακεδονία» (μόνο), η Ελλάδα ουδέποτε αναγνώρισε και υπέγραψε κάτι τέτοιο.

Συνεπώς επρόκειτο για μια πράξη προδήλως αυθαίρετη και έκνομη και η χώρα μας, ως κυρίαρχο κράτος, είχε τη δυνατότητα καταγγελίας τέτοιων απαράδεκτων ενεργειών και πράξεων. Κάποτε, ένας γερμανός ευρωβουλευτής είχε αναφερθεί στο «Μακεδονικό» (προτού υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών) και είχε αποκαλέσει τα Σκόπια «Μακεδονία». Αμέσως ενέστη έλληνας ευρωβουλευτής και απαίτησε να αποσυρθεί η δήλωση και ο χαρακτηρισμός αυτός, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η Ελλάς ουδέποτε απεδέχθη και υπέγραψε κάτι τέτοιο και συνεπώς νομικά το γειτονικό κρατίδιο δεν δικαιούται να αυτοαποκαλείται ως «Μακεδονία», πολλώ δε μάλλον να αποκαλείται έτσι από άλλα κράτη. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να απολογηθεί και να ζητήσει συγγνώμη ο γερμανός ευρωβουλευτής για το ατόπημα εις το οποίο υπέπεσε.

Συνεπώς η Ελλάς δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επιθυμία και ιδιαίτερη αδημονία να ονομαστούν τα Σκόπια «Βόρεια Μακεδονία». Τέτοια σφοδρή επιθυμία, φιλοδοξία και διακαή πόθο είχε ανέκαθεν το γειτονικό κράτος, το οποίο απέβλεπε και στην ένταξή του στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ), πράγμα και το οποίο μέσω της συμφωνίας επέτυχε. Είναι καταφανές λοιπόν πως τα Σκόπια (εκ της συμφωνίας «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας») κατάφεραν μέσω αυτής να επιτύχουν κάτι αυθομολογουμένως μεγαλειώδες για εκείνα.

Δεν βλέπω όμως, τουλάχιστον ακόμη, ποια είναι τα οφέλη της Συμφωνίας των Πρεσπών για την Ελλάδα, παρά μόνο ότι κάναμε για ακόμη μία φορά το χατίρι στους «μεγάλους». Πολλοί, συμπεριλαμβανομένων και των απερχομένων ιθυνόντων της απελθούσης κυβέρνησης, απαντούν ότι μέσω της περί ου ο λόγος συμφωνίας μπήκε φρένο στις αυθαιρεσίες της γείτονος χώρας και πως επελύθη ένα χρόνιο ζήτημα, το οποίο ταλάνιζε τη χώρα μας διεθνώς και την εξέθετε διαρκώς. Δυστυχώς, όμως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, η γειτονική χώρα δεν δείχνει κάποια διάθεση ώστε να αλλάξει τα κακώς κείμενα και τα μελανά σημεία του Συντάγματός της. Μήπως λοιπόν η Ελλάδα, μέσω αυτής της συμφωνίας, έδωσε πολλά και πήρε σε αντάλλαγμα λίγα, έως και τίποτα;

Στο ερώτημα τώρα που αφορά τη δυνατότητα ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών, θέλω να αναφέρω τα ακόλουθα: Καταρχήν, βάσει των διατάξεών της, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη συμφωνία ή συνθήκη και δεν μπορεί να ανακληθεί. Οι διατάξεις της είναι νομικά δεσμευτικές και για τα δύο μέρη από άποψη Διεθνούς Δικαίου και θα παραμείνει σε ισχύ επ’ αόριστον. Είναι γνωστό ότι οι συμφωνίες, ιδιαιτέρως σε επίπεδο Διεθνούς Δικαίου, όπως και στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία αποτελεί μια διακρατική και όχι διακυβερνητική συμφωνία, δηλαδή δεσμεύει τα κράτη και όχι τις κυβερνήσεις, πρέπει να τηρούνται καθ’ ολοκληρίαν. Βασίζεται στην πάγια αρχή δικαίου «pacta sunt servanda», δηλαδή ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται.

Συνεπώς, αυστηρά ομιλούντες, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν δύναται να ακυρωθεί. Αν ένα μέρος, π.χ., η Ελλάδα, αποπειραθεί και επιδιώξει να την αλλάξει ή να την καταργήσει μονομερώς, τότε θα έχει κόστος. Τι είδους κόστος; Μια επικείμενη πιθανώς καταδίκη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για μονομερή παραβίαση διεθνούς συνθήκης. Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να ακυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών είναι έπειτα από κοινή συνεννόηση των δύο εμπλεκόμενων κρατών. Όμως, ας μη γελιόμαστε, δεν υπάρχει ουδεμία πιθανότητα να δεχθούν τα Σκόπια να ακυρωθεί κάτι το οποίο αποτελούσε όνειρο κάποτε για αυτούς και η Ελλάδα τόσο απλόχερα τους έδωσε. Άρα, λοιπόν, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν δύναται επ’ ουδενί και με κανέναν τρόπο να ακυρωθεί;

Είδαμε ότι, αυστηρά ομιλούντες, δεν δύναται να ακυρωθεί. Υπάρχει όμως ένα παράθυρο, το οποίο φυσικά δεν ανοίγει αυθαίρετα, αλλά τουναντίον πηγάζει εκ του Νόμου και από το Διεθνές Δίκαιο, και αυτό είναι η παραβίαση των ουσιωδών όρων της Συμφωνίας. Με άλλα λόγια, αν κάποιο εκ των δύο εμπλεκομένων κρατών, στην προκειμένη περίπτωση, έχει παραβιάσει κάποιον ή κάποιους ουσιώδεις όρους, τότε δύναται το άλλο κράτος να την καταγγείλει και να αιτηθεί την ακύρωση της εν λόγω συμφωνίας.

Πιο συγκεκριμένα, εντός της Συμφωνίας των Πρεσπών υπάρχει ο ουσιώδης όρος, ο οποίος προέβλεπε ως ημερομηνία κύρωσής της από το Σκοπιανό Κοινοβούλιο την 31/12/2018. Η συμφωνία όμως κυρώθηκε δύο μήνες αργότερα από τη γειτονική χώρα. Συνεπώς, η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να θεωρηθεί λήξασα, αφ’ ης στιγμής εξαντλήθηκε η προαναφερόμενη προθεσμία.

Είπαμε ότι βάσει του Διεθνούς Δικαίου η Συμφωνία των Πρεσπών δεν δύναται να ακυρωθεί και αυτό βασίζεται στη Σύμβαση της Βιέννης (1969) ή αλλιώς Συνθήκη των Συμβάσεων. Η εν λόγω σύμβαση όμως προβλέπει στα άρθρα 6, 7, 26, 27 και 46 ότι κατ’ εξαίρεση ένα κράτος μπορεί εξαιρετικά να επικαλεσθεί, προς ακυρότητα μιας σύμβασης, διάταξη του εσωτερικού του δικαίου εφόσον τυγχάνουν παραβιάσεις. Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια διμερή διακρατική συμφωνία υπό αίρεση, που μπορεί να προσβληθεί ως ακυρώσιμη, λόγω παραβίασης των άρθρων 36 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Ελληνικού Συντάγματος. Εν τάχει, στα άρθρα αυτά ορίζεται και προβλέπεται η αρμοδιότητα και ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας επί ζητημάτων συνάψεως διακρατικών συνθηκών (μεταξύ άλλων).

Η Συμφωνία των Πρεσπών ερείδεται στα προαναφερθέντα άρθρα, αφού ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ουδέποτε προέβη στην ανακοίνωση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην Ελληνική Βουλή και ουδέποτε η υπογραφείσα συνθήκη δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως, όπως ορίζει το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα των Ελλήνων, όπως και κάθε Σύνταγμα σε κάθε πολιτισμένη και κυρίαρχη χώρα, αποτελεί τον ανώτατο Νόμο και πολιτειακό της χάρτη. Συνεπώς, αφ’ ης στιγμής η Συμφωνία των Πρεσπών παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος, τότε, βάσει της Σύμβασης της Βιέννης και των εξαιρετικών της διατάξεων, η Ελλάς ως κυρίαρχο κράτος δύναται και οφείλει να εξετάσει το θέμα και να αποταθεί στη δικαιοσύνη σε διεθνές επίπεδο για τη νομιμότητα της εν λόγω συμφωνίας.

Επιπλέον, παραβιάστηκαν και καταπατήθηκαν δύο θεμελιακές διατάξεις του Συντάγματος της Ελλάδος, αφού αγνοήθηκε επιμελώς η βούληση του κυρίαρχου ελληνικού λαού, ο οποίος απαιτούσε στο σύνολό του τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, κάτι που πραγματοποιήθηκε στο γειτονικό κράτος (θα αναφερθώ κατωτέρω). Έτσι παραβιάστηκε το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Ελληνικού Συντάγματος, που προβλέπουν τα εξής: 2. «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία». 3. «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

Στη Συμφωνία των Πρεσπών εμπεριέχεται όρος βάσει του οποίου τα συμβαλλόμενα κράτη δύνανται να διεξάγουν δημοψήφισμα. Το Σκοπιανό Σύνταγμα, σε αντιδιαστολή με το Ελληνικό, προβλέπει στο άρθρο 74 ότι το δημοψήφισμα αφ’ ης στιγμής προκηρυχθεί – διεξαχθεί συνιστά αποκλειστικά δεσμευτικό και όχι συμβουλευτικό δημοψήφισμα και συνεπώς προσδίδει προστακτικό και όχι συμβουλευτικό περιεχόμενο και εντολή στην κυβέρνηση του γειτονικού κράτους. Για να είναι έγκυρο το δεσμευτικό δημοψήφισμα, απαιτείται η συμμετοχή των πολιτών άνω του 50%. Στο δημοψήφισμα που διενεργήθη στα Σκόπια συμμετείχε μόνο το 36,8% των πολιτών. Νομικά λοιπόν, το δημοψήφισμα αυτό είναι άκυρο.

Επιπλέον, πάλι βάσει του Σκοπιανού Συντάγματος, για την εγκυρότητα και για την απόκτηση νομιμοποιητικής βάσης της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι απαραίτητη η προσυπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας των Σκοπίων. Ο τελευταίος ουδέποτε υπέγραψε αυτήν τη συμφωνία.

Να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα, και αφού έχει υπογραφεί αυτή η ελαττωματική όπως φαίνεται συμφωνία, οι γείτονες εμμένουν να αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες», χωρίς τη χρήση του προσδιορισμού «Βόρειος», παραβιάζοντας προδήλως και ολοφάνερα έτσι όσα υπέγραψαν περί χρήσης ονόματος για κάθε χρήση erga omnes. Ταυτόχρονα, οι γείτονες κρατούν μια πολύ προκλητική στάση απέναντι στην Ελλάδα, από τη στιγμή που ούτε τα αλυτρωτικά τους σύμβολα έχουν αποσύρει ούτε έχουν προβεί σε αλλαγή των στίχων του εθνικού τους ύμνου, οι οποίοι αριδήλως δημιουργούν προκλητικότατο αλυτρωτισμό.

Ολοκληρώνοντας το αυτό άρθρο, θέλω να παραθέσω τη δική μου θέση επί του θέματος. Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ελλάδος προεκλογικά δήλωσε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα κακό κείμενο, μια κακή συμφωνία για την Ελλάδα. Ορισμένα μάλιστα από τα στελέχη της την αποκάλεσαν και προδοτική. Όμως, παρά ταύτα, ξεκαθάρισαν προεκλογικά ότι δεν πρόκειται να προβούν σε καμία ενέργεια ακύρωσής της, διότι (όπως δηλώνουν) το κράτος έχει συνέχεια. Βλέπουμε λοιπόν ότι ακολουθούν πιστά και τυφλά την προαναφερθείσα αρχή «pacta sunt servanda».

Αυτό που προτίθεται να πράξει η νέα συμπολίτευση είναι να ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο) αναφορικά με την ενδεχόμενη ένταξη του γειτονικού κρατιδίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι ώστε να αλλάξει κάποια κακώς κείμενα της περιώνυμης Συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι αυτό ικανοποιητικό για τον ελληνικό λαό; Στο άρθρο αυτό παρατέθηκε μια σειρά από λόγους για τους οποίους δύναται η νέα κυβέρνηση να προβεί στα νόμιμα διαβήματα και να αιτηθεί την ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι κάτι που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ζητά και επιτάσσει. Καθίσταται επιτακτική και αδήριτη ανάγκη να εισακουστεί επιτέλους η βούληση και η θέληση του κυρίαρχου ελληνικού λαού.

Η νέα κυβέρνηση έχει ιερή υποχρέωση να την ακολουθήσει. Πρέπει η νέα συμπολίτευση να αντιληφθεί ότι έφτασε πια το πλήρωμα του χρόνου, όπου οι κυβερνήσεις υποχρεούνται να σέβονται και να υπακούουν στα κελεύσματα και στις προσταγές του κυρίαρχου λαού. Οι αλαζονικές και υπεροπτικές ρητορικές και συμπεριφορές του παρελθόντος πρέπει να λάβουν τέλος, διά παντός και διά ροπάλου. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού φέρει την πεποίθηση ότι η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά μια επαχθή συμφωνία και ζητά την ακύρωσή της. Το νομικό υπόβαθρο υφίσταται. Θα το εκμεταλλευτούμε;


Σχολιάστε εδώ