Πρέπει πολιτικοί και πολίτες να αλλάξουμε νοοτροπία αντιμετώπισης των πυρκαγιών
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Η. ΧΑΛΑΖΙΑ
Η χώρα μας διέθετε πριν από μία τριακονταετία περίπου το 70% του εδάφους της σε δάση και δασικές εκτάσεις και σήμερα έχει φθάσει να είναι περίπου στο 50%. Γνωρίζουμε όλοι τις μεγάλες οικολογικές επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει τα δάση να μην προστατεύονται από την Πολιτεία αλλά και από τους πολίτες.
Αν οι πολιτικοί μας, και κυρίως οι συναρμόδιοι υπουργοί για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και την προστασία του περιβάλλοντος, είχαν συσκεφθεί στις αρχές της άνοιξης, θα διαπίστωναν ότι δεν εφαρμόζεται κανένα απολύτως μέτρο ουσιαστικής πρόληψης και ο κρατικός μηχανισμός είναι ανεπαρκής και ανέτοιμος να αντιμετωπίσει καταστροφές ακόμα και μικρότερες από αυτήν της Εύβοιας.
Όχι μόνο η σημερινή κυβέρνηση (που ανέλαβε πριν από δύο μήνες την εξουσία) αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας δεν έχουν αντιμετωπίσει σοβαρά, συνολικά και αποτελεσματικά το κύριο πρόβλημα του φυσικού πλούτου της χώρας.
Δεν θα αναφερθούμε σήμερα στα παιχνίδια πολιτικών και οικονομικών παραγόντων προκειμένου να εγκαταστήσουν κάποια βιομηχανία, να γίνει εξόρυξη εδαφικού πλούτου με το κόψιμο χιλιάδων δένδρων ή ακόμη και να εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες ή να φυτρώσουν αυθαίρετες βίλες κ.ά. καταστρέφοντας ανυπολόγιστα τα δάση και τα βουνά.
Για την καταστροφή του 2018 στο Μάτι όλοι οι υπεύθυνοι επαναλάμβαναν το ίδιο τροπάριο, ότι αυτή η πυρκαγιά ήταν η μεγαλύτερη από όσες είχαν γίνει μέχρι τότε. Και ότι αμέσως θα έβγαινε αυστηρός νόμος για την αναδάσωση της περιοχής! Δεν δικαιολογείται, επομένως, εφησυχασμός και αδράνεια την επόμενη μέρα, αφήνοντας στην τύχη την αναδάσωση. Θα πρέπει, τουλάχιστον, να συζητηθούν τα στοιχειώδη και να δρομολογηθεί ένα πρόγραμμα, κυρίως μέτρων πρόληψης.
Τα δάση καίγονται διότι έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Ειδικά τα πευκοδάση μετά την εγκατάλειψη της ρητινοσυλλογής, που τα καθάριζαν και τα πρόσεχαν, τώρα είναι «μπαρουταποθήκη». Εάν, λοιπόν, θέλουμε να προστατεύουμε τα πευκοδάση, θα πρέπει να τα καθαρίζουμε και, αν χρειάζεται, να επιδοτείται η ρητινοσυλλογή. Το ίδιο θα πρέπει να χρηματοδοτείται από το κράτος και η συγκέντρωση της βιομάζας, που δημιουργεί εύφλεκτο στρώμα μέσα στα δάση.
Οι πυρκαγιές σπάνια είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Προκαλούνται κυρίως από τους ανθρώπους, με οικονομικές σκοπιμότητες ή από αμέλεια. Υπάρχει, επομένως, ζήτημα κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης για την πρόληψη αλλά και για την αντιμετώπιση των καταστροφικών πυρκαγιών.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με αποτελεσματικότητα; Από χρόνια ακούμε τους αρμόδιους να δηλώνουν ότι θα ανοιχθούν ειδικές αντιπυρικές ζώνες και δασικοί δρόμοι για τη διευκόλυνση των πυροσβεστικών μέσων, ώστε να μην εξαπλώνονται λόγω των ισχυρών ανέμων σε μεγάλη έκταση οι φωτιές.
Παράλληλα, χρειάζεται αυτές οι ζώνες να ενισχυθούν από δένδρα που δεν καίγονται εύκολα. Τέτοια δένδρα είναι οι συκιές, τα πλατάνια, οι λεύκες κ.ά., που θα πρέπει να φυτευτούν δίπλα στους δρόμους για να λειτουργούν ως αντιπυρικές ζώνες.
Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας –από την κεντρική εξουσία, την περιφέρεια, τους δήμους και τους πολίτες– ότι οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν οικολογική καταστροφή, με οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις για τους πολίτες και τη χώρα. Ο μόνος τρόπος είναι να αλλάξουμε τη μέχρι τώρα νοοτροπία μας. Να προχωρήσει πρώτα το κράτος στην ουσιαστική πρόληψη, που κοστίζει λιγότερο, και όχι στην καταστολή, που κοστίζει εκατομμύρια ευρώ χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται πολιτική πρωτοβουλία με μακροπρόθεσμο πρόγραμμα και όχι επικοινωνιακά τρικ εφησυχασμού, που μένουν στα συρτάρια των υπευθύνων.