Οικονομία: Ραντεβού τον Σεπτέμβρη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
H οικονομική πολιτική της κυβέρνησης πήρε, όπως δικαιολογημένα αναμένετο, μετάθεση για τον Σεπτέμβριο. Έπρεπε να διαβαστούν τα νούμερα. Έπρεπε να αλλάξουν οι διεθνείς εταίροι, όπως στην ΕΚΤ, στο ΔΝΤ και στην Επιτροπή, κυρίως στη θέση του Μοσκοβισί, ώστε να γίνει αντιληπτό το πλαίσιο λειτουργίας της διεθνούς αγοράς.
Έπρεπε να εκτιμηθεί η στάση της Αγγλίας στις σχέσεις της με την ΕΕ, αφού μας αφορά απόλυτα σε σχέση με την Κύπρο, τη ναυτιλία, το διαμετακομιστικό εμπόριο και τον τουρισμό. Έπρεπε, τέλος, να εξασφαλιστούν οι λύσεις σε άμεσα, αλλά φλέγοντα προβλήματα, όπως η κυβερνητική αποτελεσματικότητα και αποφασιστικότητα σε θέματα όπως η ΔΕΗ, το Ελληνικό και η εισπρακτική σπουδαιότητα της ρύθμισης των 120 δόσεων. Και, προφανώς μαζί με όλα, να διαμορφωθεί η επικοινωνιακή πολιτική της νέας κυβέρνησης.
Τα νούμερα διαβάζονται και αξιολογούνται. Είναι εμφανές τόσο από τις πληροφορίες που διαρρέουν σε σχέση με τη μείωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος, όσο και από τις συζητήσεις γύρω από τις αλλαγές στο φορολογικό και το ασφαλιστικό, σε σχέση με τα ηλεκτρονικά βιβλία εσόδων – εξόδων, και τέλος με τη 13η σύνταξη. Γενικά, δηλαδή, με ένα πλήθος μικροπαρεμβάσεων, που κατά κύριο λόγο στοχεύουν στην εκτίμηση των πολιτικών αντιδράσεων σε κοινωνικό επίπεδο.
Η αλλαγή στη λήψη αποφάσεων στο ΔΝΤ
Η αλλαγή στη λήψη αποφάσεων στο ΔΝΤ για πρώτη φορά περνάει από ευρωπαϊκή σε αμερικανική επιρροή. Με τον τρόπο αυτό έρχεται να ξεκαθαρίσει την ευρωπαϊκή πορεία των Βαλκανίων και μαζί της τον ρόλο της χώρας στην ευρωπαϊκή ισορροπία στην περιοχή. Τέλος, η διαφαινόμενη ως βέβαια πλέον αποχώρηση της Αγγλίας χωρίς συμφωνία από την ΕΕ, ξεκαθαρίζει τις εξελίξεις, αλλά απαιτεί μια διάφανη εθνική πολιτική στα θέματα που μας αφορούν. Οι θέσεις της ΕΕ σε θέματα όπως η διασυνοριακή χρηματοδότηση επιχειρήσεων, η κίνηση κεφαλαίων, συγχωνεύσεις και εξαγορές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, με έμφαση τα θέματα αντασφάλισης, έχουν σε κάποιον βαθμό διατυπωθεί.
Στη χώρα μας όμως είναι σκόπιμο να ξεκαθαριστούν έγκαιρα προς όφελος όλων των εμπλεκομένων, μια και η ποντοπόρος ναυτιλία και το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός, αποτελούν κυρίαρχες οικονομικές δραστηριότητες.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ότι σκέπτεται και ενεργεί «έξω από το κουτί». Δεν ακολουθεί, δηλαδή, την πεπατημένη, αλλά αλλάζει το παράδειγμα. Αντί να βελτιώνει αξιοποιώντας την εισήγηση των αρμοδίων, ανατρέπει τη λογική τους ζητώντας από τους αντιπολιτευόμενους, συμπεριλαμβανομένων και των καρεκλοκένταυρων αρμοδίων, να εξηγήσουν γιατί οι επιλογές της δεν βελτιώνουν τους στόχους της ασκούμενης πολιτικής.
Για παράδειγμα, η ΑΑΔΕ εισηγείται στο σύνολο των μη μισθωτών φορολογουμένων ένα σύστημα ηλεκτρονικών βιβλίων εσόδων – εξόδων. Αν δεχτούμε ότι τα βιβλία, σε όποια μορφή και αν κρατούνται, είναι καθ’ όλα συνεπή προς τα ισχύοντα, η νέα πρακτική δεν θα έχει κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Εκτός βέβαια από το δικαίωμα επικύρωσης των φοροελεγκτικών μηχανισμών.
Αν δεχτούμε, όμως, ότι τεράστιες για τη χώρα επιχειρήσεις ενέχονται σε φορολογικές και λογιστικές αλχημείες, το θέμα αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρον. Με τη λογική της ΑΑΔΕ ανατρέπεται μια παράδοση ετών της εφορίας και των ελέγχων της. Αντί ελέγχων και απαλλαγών έναντι τιμήματος, προτείνεται όλα τα οικονομικώς ενεργά άτομα να δεσμεύονται σε μια ηλεκτρονική και απλοϊκή καταγραφή των στοιχείων τους. Μάλιστα με τον τρόπο αυτό οι έλεγχοι θα είναι ιδιαίτερα απλοποιημένοι και ουδέτεροι.
Απλά παραδείγματα αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος. Αν όλο το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο ξεκαθάριζε με την εφορία, αξιοποιώντας τις τραπεζικές συναλλαγές, θα περιορίζονταν οι έλεγχοι και οι παρεμβάσεις της εφορίας. Αν οι δαπάνες από τις πιστωτικές κάρτες αφορούσαν δαπάνες που δεν δικαιολογούνταν από έσοδα ή, διαφορετικά, από αυτοτελώς φορολογηθέντα εισοδήματα, όπως, για παράδειγμα, από λαχεία και κέρδη από καζίνο, η αντικειμενική κατανομή των βαρών θα ήταν δικαία και σύννομη, αρκεί να υπήρχε διαρκής ενημέρωση της πλατφόρμας.
Αν, τέλος, η προτεινόμενη 13η σύνταξη συνδεόταν με τη χρήση χρεωστικών καρτών, π.χ., ποσοστό της σύνταξης ισόποσα καταβαλλόμενο με το ποσοστό της χρήσης της κάρτας, θα οδηγούσε όλους τους συνταξιούχους να χρησιμοποιούν τις κάρτες για να εισπράξουν υψηλότερο ποσοστό στη 13η σύνταξη. Στην περίπτωση αυτή το κόστος της 13ης σύνταξης θα υπερκαλυπτόταν από τη μείωση της φοροαποφυγής.
Η ίδια πρακτική μπορεί να περιορίσει τη φοροδιαφυγή, αν συνδεθεί με την προτεινόμενη διεύρυνση του βιβλίου εσόδων – εξόδων στις δαπάνες για ανακαίνιση και συντήρηση σπιτιών. Η δημιουργία απλών ΙΚΕ που θα προέκυπταν από μεταβιβάσεις ακινήτων και η ένταξη σ’ αυτές των δαπανών συντήρησης θα ανέτρεπε την αγορά των βραχυχρόνιων αλλά και μακροχρονίων μισθώσεων.
Οι δαπάνες αναβάθμισης θα ήταν φορολογικά αποσβεσταίες και ένα μεγάλο κομμάτι της παραοικονομίας που συνδέεται με τα ενοίκια και τις εργασίες ανακαίνισης θα νομιμοποιείτο. Από τις πρώτες ενέργειες λοιπόν διαφαίνεται ότι μέλημα της κυβέρνησης είναι η ταχύτατη λύση δύο ουσιωδών μεταβολών. Η δημιουργία μηχανισμών αντικειμενικών ελέγχων της φοροαποφυγής και η σεισάχθεια των υποχρεώσεων του παρελθόντος με τις 120 δόσεις.
Η έκταση της φοροδιαφυγής και η δικαιολογημένη παρέμβαση προκύπτει και από ένα άλλο στοιχείο, τη νομισματική κυκλοφορία. Δηλαδή την αξία των χαρτονομισμάτων που χρησιμοποιούμε στις συναλλαγές μας. Όχι τυχαία θα συγκρίνουμε δύο περιόδους. Τον μήνα εφαρμογής των κεφαλαιουχικών ελέγχων το 2015 και σήμερα. Εξετάζοντας την αξία των χαρτονομισμάτων. Οι δύο χρονικές στιγμές είναι περίπου ίδιες στα βασικά τους μεγέθη. Το εθνικό εισόδημα είναι το ίδιο, ο πληθωρισμός δεν άλλαξε ουσιωδώς τα ονομαστικά μεγέθη, ενώ μέσα στα χρόνια μάθαμε να χρησιμοποιούμε σε μεγαλύτερη έκταση πιστωτικές κάρτες. Ρωτάμε λοιπόν:
Τι δικαιολογεί να θέλουμε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, περισσότερα κατά 40,4% ευρώ, από 89 δισ. σε 125 δισ. Μήπως το εισόδημα δεν είναι αυτό που καταγράφεται στα στοιχεία; Μήπως ένα πλήθος συναλλαγών πραγματοποιείται ακόμη άτυπα με νομισματικές συναλλαγές; Μήπως η απώλεια φορολογικών εσόδων είναι δικαιολογημένη και εξηγείται από την υπερφορολόγηση;
Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι γνωστό και στη διοίκηση του ΥΠΟΙΚ και στη διοίκηση της ΤτΕ, αποτελεί μάλιστα τον καλύτερο δείκτη της υποεκτίμησης του ΑΕΠ καθώς και της φοροδοτικής ικανότητας της χώρας. Το στοιχείο το γνωρίζουν όμως μαζί με εμάς και οι εταίροι μας. Και ζητούν μάταια φορολογική δικαιοσύνη.
Οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα γνώριζαν το θέμα και ταύτιζαν τη λογική τους με τις προτάσεις των φορολογικών αρχών. Έλεγχοι, πρόστιμα και αέναο φορολογικό πάρε – δώσε με τις αρχές. Ανυπαρξία φορολογικής δικαιοσύνης και ανευθυνότητα των αρχών οδηγούσε σε χρηματισμό και παραβατικότητα.
Η τεχνολογία σήμερα λειτουργεί ως καταλύτης. Μπορεί κάποιοι να φωνάζουν ότι οι τεχνολογικά εφικτές μεγάλες βάσεις δεδομένων παρεμβαίνουν στην ατομική ελευθερία, αφού καταργούν την ατομικότητα των πολιτών, αλλά άλλο ατομικότητα στις επιλογές και άλλο ατομικότητα στην έκταση της παραβατικότητας. Ως προς το πρώτο η συζήτηση τώρα αρχίζει, ως προς το δεύτερο όμως έχει ολοκληρωθεί εδώ και αιώνες.
Σημειώνουμε λοιπόν. Κάθε νέα εφαρμογή που μειώνει την παραβατικότητα στη φορολογική δικαιοσύνη είναι επιβεβλημένη και αδιαπραγμάτευτη. Δεν υπήρξε ποτέ άλλωστε πολιτική παράταξη που εξέφρασε αντιρρήσεις σε μια τέτοια παρέμβαση. Οι δικαιολογίες και οι προβληματισμοί που εμφανίζονται και ενδυναμώνουν τον αντιπολιτευτικό πολιτικό λόγο προκύπτουν όταν αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση στο «κι εσείς τι κάνατε;». Είναι η στιγμή που η πολιτική εξισορροπείται στην αντιπαλότητα και όχι στη λογική.
Και όμως υπάρχει μια πιο απλή εναλλακτική τακτική. H αντιπολίτευση να αναλάβει την ευθύνη να εξηγήσει γιατί, κατά την άποψή της, η νέα στρατηγική είναι μη κοινωνικά ορθή.