Πότε θα θυσιαστεί η ιερή αγελάδα των μηδενικών ελλειμμάτων;
Επιβεβαιώθηκαν οι δυσοίωνες εκτιμήσεις για την πορεία της γερμανικής οικονομίας. Κατά το δεύτερο τρίμηνο οι οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας συρρικνώθηκαν κατά 0,1% σε σχέση με τους τρεις πρώτους μήνες του 2019.
Ως χώρα με ακραιφνή εξαγωγικό προσανατολισμό, η Γερμανία συγκαταλέγεται στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τις διεθνείς εμπορικές συγκρούσεις και τη μείωση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης.
Κατά το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους οι οικονομικές επιδόσεις της συρρικνώθηκαν κατά 0,1% σε σχέση με τους τρεις πρώτους μήνες του 2019, όπως ανακοίνωσε χθες Τρίτη η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία. Στις αρχές του χρόνου η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης «έτρεχε» ακόμη με 0,4%.
Η κατανάλωση συνεχίζει να στηρίζει την οικονομία
Σύμφωνα με τους ειδικούς της στατιστικής υπηρεσίας, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης αποδίδεται πρωτίστως στο εξωτερικό εμπόριο. Σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του έτους οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση από τις εισαγωγές. Η εξασθένηση της παγκόσμιας οικονομίας σε συνάρτηση με την ανασφάλεια που προκαλούν ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας αλλά και το επικείμενο Brexit επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική οικονομία. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και τα προβλήματα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που δεν φαίνεται να έχει συνέλθει ακόμη από το σκάνδαλο των παραποιημένων τιμών ρύπων.
To μπουμ στον κατασκευαστικό κλάδο εξισορροπεί εν μέρει τις απώλειες
Σημαντικός πυλώνας της έστω και αναιμικής ανάπτυξης ήταν και παραμένει ο κατασκευαστικός κλάδος και κυρίως η κατανάλωση. Δεδομένου του ιστορικά χαμηλού αριθμού των ανέργων, αλλά και των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις, η καταναλωτική διάθεση των Γερμανών παραμένει στα ύψη. Την κατανάλωση ωφελεί και ενισχύει και η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων. Με τα επιτόκια καταθέσεων να κινούνται κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού -που ουσιαστικά σημαίνει ότι ο τιμάριθμος «τρώει» τις καταθέσεις- πολλοί προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματά τους, προχωρώντας συχνά και σε μεγάλες αγορές. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους της εκτίναξης των τιμών ακινήτων στη Γερμανία.
Σύμφωνα με το Ίδρυμα Καταναλωτικών Ερευνών GfK ωστόσο, το τελευταίο διάστημα οι πολίτες στη Γερμανία έχουν γίνει ελαφρώς πιο συγκρατημένοι και προσεκτικοί στις αγορές τους. Αιτία είναι οι πληροφορίες για κύματα απολύσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Δημόσιες επενδύσεις ζητούν οι ειδικοί
Για «σήμα κινδύνου» που υπαγορεύει τη λήψη μέτρων έκανε λόγο ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάγερ. Μιλώντας στη Bild ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός επισήμανε ότι «βρισκόμαστε σε μια αδύναμη φάση ανάπτυξης, αλλά όχι σε ύφεση. Μπορούμε να την αποτρέψουμε εάν λάβουμε τα σωστά μέτρα».
Στα ύψη η κατανάλωση στη Γερμανία
Όσον αφορά το δέον γενέσθαι ωστόσο οι απόψεις μεταξύ πολιτικής και παραγόντων της οικονομίας διίστανται. Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν όμως οι φωνές εκείνων που ζητούν επιτακτικά την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων προκειμένου να εξισορροπηθούν οι απώλειες από τη μείωση των εξαγωγών και να τονωθεί κατά συνέπεια η ανάπτυξη. Αρκετοί είναι εκείνοι που ζητούν αναφανδόν να θυσιαστεί ακόμη και η ιερή αγελάδα των μηδενικών ελλειμμάτων. «Το κράτος πρέπει να ξοδέψει περισσότερα χρήματα για να προωθήσει, για παράδειγμα, έργα στον ενεργειακό τομέα, στην ψηφιοποίηση ή στην αγορά κατοικίας», επισημαίνει ο Κλάους Μίχελσεν από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών. Σύμφωνα με τον ίδιο, με δεδομένα τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή.
Με την ανάγνωση αυτή συμφωνεί και ο Γιοάχιμ Λανγκ από τον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο Γερμανικής Βιομηχανίας. «Έρχονται δύσκολοι μήνες που μπορεί να γίνουν χρόνια εάν η πολιτική δεν αναλάβει αποφασιστική δράση».
Άλλοι ειδικοί, όπως ο διευθυντής του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Μάρτιν Βανσλέμπεν ζητούν να γίνουν παράλληλα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Την ώρα που η μέση φορολογική επιβάρυνση στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης κυμαίνεται στο 24%, στη Γερμανία ο φόρος επιχειρήσεων βρίσκεται στο 30% και πλέον».
Πηγή: DW