Τελικά, ποιος θα πληρώσει τις «επενδύσεις» – ιδιωτικοποιήσεις;
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
«Η ενότητα ανάμεσα στη συνταγματική [εξουσία]… και το μονοπωλιακό… κεφάλαιο προωθήθηκε από την ίδια δύναμη με την οποία τα φιλελεύθερα συμφέροντα και μια φιλελεύθερη δυναστεία έχουν συναντηθεί και διαπλακεί σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές, με τη δύναμη της διαφθοράς» (Κ. Μαρξ για την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, 1853).
Η εβδομάδα που πέρασε κυριαρχήθηκε από τη συζήτηση για το πανεπιστημιακό άσυλο και τις συντάξεις. Τα δύο νομοσχέδια είναι ιδιαίτερα σημαντικά, μιας και αφορούν τα δικαιώματα (άσυλο) και τις εργασιακές σχέσεις (συντάξεις). Βλέπετε, παρόλο που η κυβέρνηση προσπάθησε να μας πείσει ότι κατεβάζει νομοσχέδιο για να θεσμοθετήσει πλαφόν στις συντάξεις, δεν άντεξε στον πειρασμό και συμπεριέλαβε την πλήρη απελευθέρωση (χωρίς αιτιολογία) των απολύσεων στο εν λόγω νομοθέτημα. Είναι πάγια τακτική των φιλελεύθερων και νεοφιλελεύθερων πολιτικών η εμφάνιση αντιδραστικών νόμων κάτω από φαινομενικά ουδέτερα νομοθετήματα και διοικητικές πράξεις που υποτίθεται εξορθολογίζουν το σύστημα.
Αντίστοιχα επιδιώκεται χαριστικές πολιτικές προς το κεφάλαιο να παρουσιαστούν υπό το προκάλυμμα των επενδύσεων και της μεγέθυνσης, ενώ αποτελούν τη χειρότερη μορφή διαπλοκής. Είναι μια παλιά τακτική του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε χώρες και εποχές που η βιομηχανική βάση είναι σαθρή, όπως μας πληροφορεί και ο Μαρξ στο απόσπασμα για την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών που προηγείται.
Στην Ελλάδα του 2019 λοιπόν οι κυβερνητικές διαρροές μιλούν για επενδυτικά σχέδια για την αξιοποίηση ακινήτων (Ελληνικό, Πολυτεχνείο), τους υδρογονάνθρακες και την ενέργεια γενικότερα (ΔΕΗ, αγωγός Αλεξανδρούπολης, υδρογονάνθρακες Ιονίου) και τέλος τα πετρέλαια (ΕΛΠΕ). Πίσω από καθεμία από αυτές τις υποτιθέμενες «επενδύσεις» – ιδιωτικοποιήσεις βρίσκονται γνωστοί επιχειρηματίες, οι οποίοι, αφού τοποθέτησαν ανθρώπους τους στην κυβέρνηση, δήλωσαν την παρουσία τους με ανοιχτές «επαφές» με τον πρωθυπουργό.
Υπάρχουν δύο θέματα όμως με αυτές τις «επαφές». Το πρώτο αφορά το ποιοι είναι αυτοί οι φερόμενοι επενδυτές. Είναι επιχειρηματίες που βαρύνονται με χρεοκοπίες τραπεζών, τις οποίες έχει πληρώσει με άνω των 70 δισ. ευρώ ο ελληνικός λαός και μάλλον θα κληθεί να τις ξαναπληρώσει. Το δεύτερο είναι αν είναι όντως επενδυτές. Οι κυβερνητικές διαρροές μιλούν για άλλους, ξένους επιχειρηματικούς ομίλους (π.χ. εταιρείες καζίνο) που συμπράττουν στα εν λόγω επενδυτικά σχέδια. Όμως και αυτοί οι επενδυτικοί όμιλοι δεν φέρονται διατεθειμένοι να βάλουν τα χρήματα της επένδυσης.
Μένει λοιπόν το κλασικό ερώτημα:
Ποιος θα βάλει τα λεφτά; Παρόλο που δεν έχω συγκεκριμένη πληροφόρηση για το θέμα, από την όποια εμπειρία έχω αποκτήσει θα διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη. Αφού εκδοθούν οι άδειες και εκχωρηθούν τα δικαιώματα, οι επίδοξοι «επενδυτές» θα δανειστούν τα χρήματα από τις ίδιες τις τράπεζες που χρεοκόπησαν. Συγκεκριμένα, θα έλθει στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που θα ανακεφαλαιοποιεί τις εγχώριες συστημικές τράπεζες με λεφτά του «μαξιλαριού».
Η ανακεφαλαιοποίηση θα αφορά τη χρηματοδότηση των ζημιών από τη διάθεση των «κόκκινων» δανείων, που θα διατεθούν σε θυγατρικές των εν λόγω τραπεζών. Με τα χρήματα αυτά οι συστημικές τράπεζες θα αποκτήσουν την πολυπόθητη ρευστότητα για τη χρηματοδότηση των «επενδύσεων» πρώην και νυν μετόχων τους. Τις ζημίες βέβαια, δηλαδή τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης, θα τα πληρώσει –ποιος άλλος;– ο λαός.
Αν ισχύει το σενάριο, είναι προφανές ότι πρόκειται για το άκρον άωτον της διαπλοκής. Ξεκινά με την απαξίωση των προς πώληση/ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων και καταλήγει με τη χρηματοδότηση των αγοραστών σε κόστος του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτό δε αποκαλείται «επένδυση» και πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης. Τα κέρδη τα παίρνουν οι λίγοι και τις ζημίες τις πληρώνουν οι πολλοί. Το σχέδιο έχει βέβαια ένα βασικό πρόβλημα, τα χρήματα («μαξιλάρι») τα βάζουν κυρίως οι Γερμανοί, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία θα τα εκμεταλλευτούν Αμερικανοί. Αυτό που μπορεί λοιπόν να συμβεί στο τέλος είναι, με την επίκληση προβλημάτων στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι να τινάξουν στον αέρα όλο το σχέδιο.
Είναι, βλέπετε, και η κρίση στη μέση, που οξύνει τον ανταγωνισμό σε τέτοιο σημείο που κράτη και κυβερνήσεις γίνονται τμήμα του, όπως γνώριζε ο Μαρξ πριν από 170 χρόνια και μοιάζει να έχουμε ξεχάσει εμείς.