ΕΚΟΙΤΑΞΑ ΚΑΙ ΕΙΔΑ, YES, ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ
Ο Γέρος κοίταζε ψηλά
έλεγε, προσευχόταν
λές καί από τόν ουρανό
κάποιος θά τού ερχόταν.
•••
Μπροστά του πιάτο αδειανό
καί κάτω μιά κουβέρτα
τό πλήθος τόν προσπέρναγε
αδιάφορο κι αβέρτα.
•••
Κάτι παιδιά τραγούδαγαν
ξενόφερτα τραγούδια
καί ζαρωμένες οι γριές
τού πέταγαν λουλούδια.
•••
Τά έφερναν γυρίζοντας
απ’ τά νεκροταφεία.
(Ήταν τής μόδας, βλέπετε,
οι ζώντες σέ γραφεία,
•••
νά βλέπουνε τήν ερημιά
καί τήν ερημοσύνη
σάν θέατρο στά Γιάννενα
μέ τήν Κυρά Φροσύνη).
•••
Νά καί ο αστυφύλακας
μέσα στήν τόση ζέστη
θυμήθηκε τά παλαιά
ώς άνεργος πού υπέστη.
•••
Ο γέροντας τού έφερνε
πίκρα καί αηδία
καί σκέφτηκε τί άχρηστη
τού ήταν η παιδεία,
•••
εκείνη πού τού δίδαξαν
στής βίας τό σχολείο
καί πού ο κόσμος ήτανε
ίδιος μέ μαυσωλείο.
•••
Είπε τόν Γέρο, Κάθαρμα
καί μιά κλωτσιά τού δίνει
κι ο γέρος ο κακόμοιρος
βόγκηξε στήν οδύνη.
•••
Μία «Κυρία» παρδαλή
τής αριστοκρατίας
τόν «μπάτσο» χειροκρότησε
–εχθρό τής αγυρτείας.
(…)
Έφτανε τό ξημέρωμα
κι ο Γέρος δέν ξυπνούσε
ήταν νεκρός καί μόνος του
κι ουδείς θά τόν πενθούσε.
•••
Σάπιζε μές στήν ερημιά
κι οι γείτονες ουρλιάζαν
ίδιοι μέ Καραγκιόζηδες
ίδιοι, τόσο τούς μοιάζαν.
•••
Καί τό Γραφείο Κηδειών
στόν παραδίπλα δρόμο
ενέγραψε τόν γέροντα
είς τών νεκρών τόν τόμο.
•••
Όμως ήταν ασύμφορο
τσάμπα νά τόν κηδέψει
ούτε θνητός βρισκότανε
βαριά νά τό εμπαίξει.
•••
Ένα παιδάκι έτρεξε
πήγε στήν Δημαρχία
νά πεί τά τεκταινόμενα
καί βρόντηξαν ηχεία,
•••
πού έβριζαν τόν νεαρό
στόν διάολο νά πάει:
ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΕΙ.
…………………………………..
«Ως κι διάολος το λέει:
Ναίσκε τέτοιοι ιερείς».
ΝΙΚΟΛΟΥ ΚΟΥΤΟΥΖΗ
ΖΑΚΥΝΘΟΣ, 1742 – 1813
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε ΕΔΩ