Ν. Γ. Χαριτάκης: Συμβολαιοποίηση και αλλαγή νοοτροπίας

Ν. Γ. Χαριτάκης: Συμβολαιοποίηση και αλλαγή νοοτροπίας

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


Σήμερα θα γίνουμε λίγο τεχνικοί. Μας υποχρεώνει όμως το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με τις διαφαινόμενες επιλογές του. Και επειδή έχουμε την εντύπωση ότι αντιλαμβανόμαστε προς τα πού το πάει, θα προσπαθήσουμε να το ερμηνεύσουμε. Στον τίτλο γίνεται αναφορά σε δύο στοιχεία: Στην αλλαγή νοοτροπίας στην κυβερνητική πολιτική και στον ρόλο της έννοιας της συμβολαιοποίησης. Γιατί, αλήθεια, μας αφορά;

Η πολιτική όλων των κυβερνήσεων στη μνημονιακή περίοδο μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα ως ένα παίγνιο αντιπαλότητας μεταξύ κυβέρνησης και «τρόικας», όπου και οι δύο αντίπαλοι έχουν να επιλέξουν μεταξύ δύο στρατηγικών επιλογών: Να εφαρμόσουν τα Μνημόνια ή/και να είναι συνεπείς με το συμβατικά δεσμευτικό δημοσιονομικό πλεόνασμα (4,5% ή 3,5% ή κάποιο άλλο σήμερα). Όπως σε κάθε παίγνιο, έτσι και σ’ αυτό, οι επιλογές μπορούν να εκτελούνται με σχετική και όχι υποχρεωτικά με απόλυτη αυστηρότητα προς τη μία ή προς την άλλη στρατηγική.

Η ισορροπία τελικά της χώρας μας προσδιορίστηκε, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην επίτευξη, κατά προτεραιότητα, του στόχου του πλεονάσματος. Επετράπη στις κυβερνήσεις να διατηρούν την ανεξαρτησία τους στις μεταρρυθμιστικές επιλογές που συνέθεταν τα Μνημόνια, στον βαθμό που εξασφαλιζόταν το πλεόνασμα. Και οι δύο παίκτες αποδέχτηκαν, για διαφορετικούς λόγους, τη λύση –επιτυχία στο πλεόνασμα– με αποτέλεσμα όλοι να είναι ευχαριστημένοι. Όλοι, εκτός από τους πολίτες, που φορολογούνταν και έβλεπαν την οικονομία να συρρικνώνεται, όταν ο κ. Τσακαλώτος επιχειρηματολογούσε, εσφαλμένα, ότι η αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων δημιουργεί ανάπτυξη.

Η συγκεκριμένη πολιτική έπασχε σε πολλά επίπεδα. Κυρίαρχα όμως επιβεβαίωνε την άποψη ότι οι κυβερνώντες δεν αντιλαμβάνονταν ότι σε μια χώρα όπου οι ί­διοι πρωτίστως δεν σέβονται τις συμβατικές τους υποχρεώσεις είναι αδύνατον να ζητούν να τις σεβαστούν οι αντισυμβαλλόμενοι. Για τον λόγο αυτό και η «τρόικα», χωρίς να αλλάζει το όριο του πλεονάσματος, εξεβίαζε με την εκταμίευση των χρηματοδοτικών δόσεων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαναφέρει στην τάξη και στην ορθότητα της πολιτικής μία βασική αρχή. Δεσμεύεται να ισχύουν σε κάθε της ενέργεια οι συμβατικές σχέσεις και όχι οι προφορικές θέσεις. Άλλο pacta sunt servanda και άλλο έπεα πτερόεντα. Δεσμεύεται επίσης να εφαρμόζονται παράλληλα οι οικονομικές επιπτώσεις των συμβάσεων έναντι των συναλλασσόμενων με αυτή. Οι πληρωμές του Δημοσίου προς τους προμηθευτές είναι αυστηρά δεσμευτικές. Όπως βέβαια και οι φορολογικές επιβαρύνσεις των πολιτών. Η σύμβαση, για παράδειγμα, για το Ελληνικό ή για την Αττική Οδό συνεπάγεται αμοιβαίες δεσμεύσεις. Το ίδιο και για τις Σκουριές, όπως ακριβώς ισχύει στην πληρωμή των τόκων και των χρεολυσίων ενός δανείου, είτε ο φορέας είναι δημόσιος είτε ιδιώτης.

Ας αναλογιστούμε μόνο πώς προέκυψε το δυσθεώρητο σήμερα ιδιωτικό χρέος, με τις μακρόχρονες δικαστικές διεκδικήσεις, με το ύψος τον τόκων που έχουν χρεωθεί σε φορολογικές διαφορές, με τις δικαστικές καθυστερήσεις που για δεκαετίες ολόκληρες δεν έχουν ξεκαθαριστεί στα δικαστήρια, για τις συμβάσεις δανείων με εγγυήσεις του Δημοσίου, π.χ., σε ΔΕΚΟ ή σε αγροτικούς συνεταιρισμούς κ.ά.

Το σημαντικότερο απ’ όλα όμως είναι η αντιμετώπιση, εκ μέρους της κοινωνίας, με υπόθαλψη του κράτους, ότι η έννοια σύμβαση και αμοιβαιότητα ευθυνών ως προς την τήρησή της δεν αποτελεί κοινωνικό συμβόλαιο. Ούτε τα Μνημόνια ούτε η πτώχευση μας έμαθαν μία βασική αρχή. Η ορθή και άμεση εφαρμογή των συμβάσεων είναι κοινή για όλες τις οικονομικές οντότητες, κράτος, πολίτες, επιχειρήσεις ή φορείς οικονομικής δράσης, κερδοσκοπικούς ή μη. Και όσο αυτή η αρχή δεν εφαρμόζεται, κάθε οικονομική πράξη είναι στον αέρα.

Είναι προφανές πλέον ότι η κυβέρνηση αλλάζει πορεία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και ξεκινά με μία βασική θέση. Τα πάντα οφείλουμε να τα συμβολαιοποιήσουμε, ώστε οι σχέσεις συναλλαγής να είναι γνωστές σε όλα τα μέρη, χωρίς διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, γνωρίζοντας εξαρχής τα μέρη ότι οι συμβάσεις θα εκτελεστούν άμεσα και αμετάκλητα. Η κυβέρνηση ουσιαστικά ασκεί την απεριόριστη εξουσία της και τραβάει τη δική της «κόκκινη γραμμή», προσδιορίζοντας τον δρόμο στους υπόλοιπους. Και ορθά, κατ’ αντιστοιχία, θέτει και τους υπόλοιπους αντισυμβαλλόμενους προ των ευθυνών τους.

Τι χρωστάει η ίδια μετά την αναδιάρθρωση του χρέους και πώς θα τα αποπληρώσει; Τι της χρωστούν οι εταίροι και κυρίως οι κεντρικές τράπεζες και πώς προσμετρώνται στα δημόσια έσοδα; Τι εγγυήσεις έχει αναλάβει και πώς εξασφαλίζει τους πιστωτές; Τι απαιτήσεις έχουν οι τράπεζες από την προεξόφληση του δημοσίου χρέους και πώς δικαιολογείται η διαφοροποίηση της χώρας από όλες τις άλλες; Πόσες είναι οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) και πώς θα εξασφαλιστεί η αξιόπιστη είσπραξή τους; Πόσο αποτελεσματικό είναι το ισχύον φορολογικό σύστημα στην είσπραξη των αναγκαίων εσόδων; Πώς α­ντιδρούν τράπεζες και Δημόσιο στην είσπραξη ή και πληρωμή των συμβατικών τους υποχρεώσεων; Γιατί διαφορετικές πηγές εισοδημάτων έχουν αυτοτέλεια στο ύψος των φορολογικών βαρών (π.χ. μερίσματα και τόκοι); Γιατί ούτε το Δημόσιο ούτε ο ιδιώτης συναλλασσόμενος με αυτό δεν έχουν ρήτρες σε σχέση με τη μη τήρηση των όρων της σύμβασης (π.χ. κόστος στη Lamda Development από την απόφαση για δέσμευση του χώρου των παλαιών αεροπλάνων της ΟΑ); Αν είχε δανειστεί και εκτελούσε έργα, ποιος θα πλήρωνε τους τόκους υπερημερίας;

Όλα αυτά τα προβλήματα δεν είναι πρωτόγνωρα, ούτε για άλλες κοινωνίες ούτε για τους πολίτες της χώρας. Αλήθεια, μας έχει προβληματίσει πώς σε αντίστοιχο θέμα συμβάσεων συμπεριφέρονται οι ΗΠΑ σε σχέση με τους πυραύλους της Τουρκίας; Έχουμε αντιληφθεί ότι ακόμη και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι εύκολο να παρακάμψει συμβατικές υποχρεώσεις που ελέγχονται από το σύστημα δημοσίων διαγωνισμών της χώρας του; Στα ίδια πλαίσια, με ποια λογική εμείς επιτρέπουμε τροποποιήσεις συμβάσεων έργων, προσφυγές με μόνο κόστος τα δικαστικά έξοδα και –η επιτομή όλων– την ποινικοποίηση των ευθυνών σε επίπεδο διοικούντων με μόνο ερώτημα την ευθύνη για τις αποφάσεις και όχι για τη μη εκτέλεση των συμβάσεων;

Τα οικονομικά είναι μία επιστήμη που υπάρχει μόνο αν οι συμβάσεις είναι σεβαστές. Οικονομία δεν υπάρχει, αν κανένας δεν δεσμεύεται σε τίποτα. Τη δεκαετία που πέρασε, το ήδη σαθρό τουρκομπαρόκ θεσμικό patchwork της χώρας έφτασε τα όριά του, να διαλυθεί, δηλαδή, όπως το ύφασμα στους τάφους της Βεργίνας.
Το νέο παράδειγμα αρχίζει να ξεδιπλώνεται.

Στις επενδυτικές συμβάσεις ισχύει ό,τι υπεγράφη (Ελληνικό, Αττική Οδός κ.ά.). Στα δημόσια χρέη 120 δόσεις και συμβάσεις χρεών με εγγυήσεις, ώστε να μπορεί το Δημόσιο να εισπράξει άμεσα, πουλώντας τις απαιτήσεις του σε ομόλογα. Το ίδιο και οι τράπεζες. Όπου έχουν χορηγηθεί εγγυήσεις του Δημοσίου συμβολαιοποιούνται και μετατρέπονται σε περιορισμένης εξασφάλισης ομόλογα. Το ίδιο και με την εξυπηρέτηση των οφειλών του σε προμηθευτές αλλά και σε συνταξιούχους. Σύμφωνα με δήλωση του πρωθυπουργού στη Βουλή, το φορολογικό σύστημα θα αλλάξει.

Ελπίζουμε με τον νέο προϋπολογισμό. Το αρχικό μέλημα ελπίζουμε να είναι η κατάργηση των διαφορών σε πηγές εισοδήματος. Το ίδιο και σε σχέση με την μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στην τοπική κοινωνία, μαζί με την εύλογη ανάληψη ευθύνης των τοπικών αρχόντων στα τοπικά δημόσια αγαθά (παιδεία, υγεία, κοινωνική μέριμνα και ασφάλεια).

Είναι δεδομένο ότι αν η κυβέρνηση αποδεσμευτεί από την επίτευξη του στόχου της συμβολαιοποίησης των οικονομικών σχέσεων, με αυστηρή τήρηση των όρων, ανεξαρτήτως συμβαλλομένου φορέα, η ανάπτυξη θα επικαλύψει εκ των προγραμμάτων τον ποσοτικό περιορισμό του πλεονάσματος. Η επιτυχία της κυβέρνησης δεν θα προκύψει από την αλλαγή του 3,5% σε κάποιο χαμηλότερο, με μόνιμο άγχος την εφαρμογή του «κόφτη», αλλά στην ευθύνη για στήριξη της νομιμότητας των συμβάσεων.

Η αλλαγή του νομικού και δικαιοπρακτικού πλαισίου θα αποτελέσει, μέσω της ανάπτυξης, την απαρχή της απεξάρτησης της χώρας από τα Μνημόνια.


Σχολιάστε εδώ