ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


Συγγραφέας
Βασιλική Διαμαντή


Οι άνθρωποι βρίσκονται εκεί που η Μοίρα θα ορίσει…

Δυο ζωές που δέθηκαν με την κόκκινη κλωστή της Μοίρας και ήταν θέμα χρόνου να συναντηθούν. «Η κλωστή μπορεί να τεντώνεται, να περιπλέκεται… μα δεν κόβεται ποτέ». Κι ο έρωτας έγινε η θρυαλλίδα για μια μεγάλη αποκάλυψη…
Δυο άγνωστοι άνθρωποι με το ίδιο όνομα, θύματα της Ιστορίας και του πολέμου, θα συναντηθούν στην κορυφή του Χαλεάκαλα, στο νησί Μάουι της Χαβάης, και θα ξεδιπλώσουν το κουβάρι της ζωής τους αναζητώντας το σημείο που τους ενώνει.
Ο ένας, γεννημένος στο Καλπάκι Ιωαννίνων, κυνήγησε το όνειρο με τέτοιο ζήλο που τον έφερε μέχρι τα πιο εξωτικά μέρη της Αμερικής.  Από την απόλυτη φτώχεια στη χλιδή, από τη μοναξιά της ξενιτιάς στον έρωτα, από την νοσταλγία της πατρίδας στην επιστροφή.
Ο άλλος, άγνωστο από πού… Χωρίς οικογένεια, γονείς, πατρίδα, αναμνήσεις. Λευκή σελίδα η ζωή του μέχρι την ημέρα της συνάντησης τους…
Όμως η Ιστορία έχει κρυφές σελίδες, όχι λευκές. Ξεδιπλώνουν μαζί τις σκοτεινές πτυχές, χρωματίζουν τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και γίνονται Φύλακες της Ιστορίας της Ηπείρου και της λίμνης της, ζωντανεύοντας  μνήμες, με μάρτυρες  τα ζωντανά στοιχειά που κρύφτηκαν στον βυθό της…

Απόσπασμα Βιβλίου 

Τεντ

Γέρνουν τα χρόνια μου γλυκά, μες τα μαβιά σοκάκια της μνήμης. Βαραίνουν από του νόστου την αδρή πίεση κι απ’ τη μυρουδιά των φυλαγμένων αναμνήσεων. Κι όταν ανοίγει το σεντούκι της ψυχής, ξεχύνονται γλυκόπικρα σκιρτήματα· που απαλά σαρώνουν στην αρχή και ύστερα γίνονται θύελλες μανιασμένες.
Απόψε τ’ αυλάκια του μυαλού μου, γέμισαν αναμνήσεις, αεικίνητες, ρυτιδιασμένες από το πέρασμα του χρόνου, φρουροί ακοίμητοι της θύμησης, ορθώνονται σοφά μπροστά μου, ζωντανεύουν σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Τις κοιτάζω, τις ξομπλιάζω* , ξέρω την κάθε λεπτομέρειά τους, τις μετράω μια μια, σαν χάντρες του κομπολογιού που γράφει πάνω του «η ζωή μου».
Κι ήμουνα εγώ που πάντα μ’ άρεσε να φεύγω, βαδίζοντας σε τόπους άγνωστους του μυαλού και της ψυχής. Τσιγγάνος, ταγμένος στο όνειρο και στο κυνήγι μιας άπιαστης ζωής. Αδέσποτη και ατίθαση η ψυχή, ελεύθερη, περιδιαβαίνει αχόρταγα μέσα στα σοκάκια της οικουμένης. Κι αυτό το ταξίδι της ζωής μου, δεν ξέρω αν είναι σχέδιο δικό μου ή, της Μοίρας και του Πεπρωμένου.
«Πού θα πας, παιδί μου;» μου είπε η μάνα μου όταν έφευγα, «αν φύγεις θα σε χάσω…»
«Εκεί έξω… να κατακτήσω το όνειρο…»
«Πώς θα μπορέσεις να σταθείς μονάχος, έχει άγρια θηρία εκεί έξω».
«Το ξέρω, έχει άγρια θηρία παντού. Όμως, ξέρεις μάνα, γίνομαι κι εγώ θηρίο αν χρειαστεί… Δεν θέλω να φοβάσαι, δεν είμαι ανυπεράσπιστος. Είμαι θωρακισμένος… Ένα μικρό θηρίο είμαι, αλλά έχω ανίκητη ψυχή»,
«Κι άλλοι είχαν ψυχή, μα χάθηκαν… Εκεί έξω, παιδί μου, δεν έχουν μπέσα, ξεσχίζουν πρώτα την ψυχή…»
Αιώνια μάνα, απέθαντη μορφή μέσα στο Σύμπαν, με τα μαλλιά σου μαζεμένα κότσο και τις φουρκέτες να εμποδίζουν κάθε άτακτη κίνηση και κάθε απόκλιση από την τελειότητα του κεφαλιού σου. Με το γκρίζο, άχαρο φόρεμα και την ποδιά δεμένη στη μέση –από το πρωί μέχρι το βράδυ, σύμβολο του δικού σου αγώνα– να γίνεται δεύτερο δέρμα σου στο πέρασμα του χρόνου.
Το πρόσωπο ρυτιδιασμένο, όχι από τα χρόνια μα από την κούραση και την πίκρα της δικής μας ξενιτιάς. Φρουρός του σπιτιού ακοίμητος, φύλακας της κλειδωνιάς που δεν άλλαξε ποτέ, μη και γυρίσουμε μια ‘μέρα αναπάντεχα και μπούμε μ’ εκείνο το κλειδί που πήραμε μαζί μας. Αιώνια μάνα, όμοια με τάφο μυστικών που κουβάλησες μέχρι το τέλος της ζωής σου· χωρίς να τα μοιραστείς με κανέναν. Με το χέρι σου ασπίδα γύρω μας, να μας χαϊδεύει, να παίρνει την αρρώστια και τον πόνο, να δίνει θάλασσες αγάπης, χωρίς να ζητήσει τίποτε πίσω. Τί έζησες; Τί γεύτηκες; Τί χόρτασες; Τί κράτησες για σένα; Στάθηκες εκεί, στην πόρτα του σπιτιού, ποτίζοντας με τη σκιά σου τους άψυχους τοίχους, ακούραστη, υπάκουη στη Μοίρα σου, περιμένοντας και πλάθοντας στο μυαλό σου την ομορφιά της τόσο ποθητής ώρας του γυρισμού μας.
Μέχρι που αποχαιρέτησες το σπίτι το στερνό, χωρίς να γευτείς αυτή τη χαρά και σβήστηκε το χνάρι σου το γήινο, το φθαρτό, αλλά το άλλο, το άφθαρτο, θα μείνει πάντα ζωντανό και χαραγμένο στην καρδιά μας…

* Ξομπλιάζω: κεντώ, διακοσμώ.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Διαμαντή Βασιλική γεννήθηκε στο χωριό Μαυραχάδες του Ν. Καρδίτσας.
Σπούδασε Hλεκτρολόγος Mηχανικός και Μηχανικός Η/Υ στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Από το 2000 και μετά εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Διετέλεσε σύμβουλος Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στα σχολεία της περιοχής της και υποστήριξε τις καινοτόμες και βιωματικές δράσεις στο χώρο των σχολείων. Είναι αναπληρωματικό μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών Β. Ελλάδος και του συλλόγου «Καρδιτσιωτών» Θεσσαλονίκης.
Είναι παντρεμένη, έχει τρία παιδιά και ζει μόνιμα στη Νέα Μαγνησία Θεσσαλονίκης.
Έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά της: «Μοιραίες Παρεμβάσεις» τον Ιούνιο του 2015 και «Η Υφάντρα της Πόλης» τον Δεκέμβριο του 2016. «Οι Φύλακες της λίμνης» είναι το τρίτο της μυθιστόρημα που εκδίδεται.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ 

Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία, Λογοτεχνία
ISBN: 978-960-643-007-7


Σχολιάστε εδώ