Η διασφάλιση των εσόδων, κλειδί για τη φορολογική πολιτική

Η διασφάλιση των εσόδων, κλειδί για τη φορολογική πολιτική


Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ


Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης άφησαν για αργότερα αυτά που αποτελούν τον πυρήνα του προεκλογικού της προγράμματος, δηλαδή τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και την επίτευξη ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης 4%.

O Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει μείωση των πλεονασμάτων το 2020. Επέλεξε να δώσει έμφαση στη μείωση των φόρων, ενώ προανήγγειλε ιδιωτικοποίηση δικτύων της ΔΕΗ. Οι ειδήσεις στην ομιλία του ήταν η μείωση του ΕΝΦΙΑ από τον ερχόμενο Αύγουστο, η συμμετοχή επιχειρήσεων στη ρύθμιση των 120 δόσεων και το σχέδιο εκσυγχρονισμού της διοίκησης.

Ωστόσο οι αλλαγές στη φορολογία, που είναι το βασικό του επιχείρημα για την τόνωση της ανάπτυξης, θα κλιμακωθούν σε δύο φάσεις. Το γεγονός αυτό δεν ευνοεί τον διπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης στο 4%, που έχει θέσει ως στόχο για την επιτυχή έκβαση της διαπραγμάτευσης για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Βέβαια δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά χωρίς να έρθει σε ρήξη με τους «θεσμούς», αφού οι φορολογικές ελαφρύνσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση, η επίπτωσή τους στον προϋπολογισμό και η ύπαρξη ή μη δημοσιονομικού κενού είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επίτευξη του συμφωνημένου στόχου πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.

Ας θυμηθούμε πως το Eurogroup, όταν συζήτησε την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων της Ελλάδας στη βάση της ενισχυμένης έκθεσης επιτήρησης της 27ης Φεβρουαρίου, «χαιρέτισε την έγκριση του προϋπολογισμού για το 2019, ο οποίος προβλέπεται να εξασφαλίσει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% και την ολοκλήρωση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων βασικών πωλήσεων». Οι σχετικές συζητήσεις επομένως παραπέμπονται για τον Σεπτέμβριο, όταν θα επιστρέψουν οι «θεσμοί» στην Αθήνα.

Το μήνυμα αυτό έλαβε το επιτελείο της κυβέρνησης κατά τις επαφές του στο συνέδριο του Economist. Οι «θεσμοί» στις δημόσιες τοποθετήσεις τους τόνισαν πως θα πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ότι επιταχύνεται η ανάπτυξη, ότι εφαρμόζεται μια φιλοεπενδυτική πολιτική και πως εξαλείφονται οι καθυστερήσεις στις δεσμεύσεις που περιλαμβάνει η ενισχυμένη εποπτεία. Μετά θα ληφθούν αποφάσεις περί πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ μάλιστα έδωσε έμφαση στη διασφάλιση των εσόδων και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Την επομένη της ομιλίας του πρωθυπουργού, σε συνέντευξη σε κυριακάτικη εφημερίδα αναφέρει: «Χρειαζόμαστε περισσότερες λεπτομέρειες για να δούμε αν οι αριθμοί βγαίνουν».

Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, η Ελλάδα κινδυνεύει να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή της ως προς τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019, μετά τα δημοσιονομικά μέτρα του Μαΐου. Εκτιμάται πως προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις για τη μεγέθυνση του 2019 (ΕΕ: 2,1%, ΙΟΒΕ 1,8%) υπολείπονται του 2,5% που υπάρχει στον προϋπολογισμό.

Η κυβέρνηση δεν θα συνεχίσει την πολιτική των υπερπλεονασμάτων, που είχε υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και συγκέντρωνε έσοδα πάνω από τον στόχο του 3,5%. Για την περίοδο 2019 – 2023, προβλεπόταν στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής υπεραπόδοση της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Σε αυτήν προβλέπεται να στηριχθεί η μείωση φόρων και εισφορών, ενώ παράλληλα σχεδιάζεται η μείωση δαπανών της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, από την προσαρμογή της εκτέλεσης δαπανών, την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την υψηλότερη ανάπτυξη. Έτσι προβλέπει η κυβέρνηση ότι θα καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό και θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις της ενισχυμένης εποπτείας.

Για τον διπλασιασμό όμως του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 4% δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, ενώ οι μειώσεις δαπανών λειτουργούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Χρειάζονται επενδύσεις και αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της οικονομίας. Αποτελεί πρόκληση, επομένως, η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Αυτό προϋποθέτει αύξηση των επενδυτικών δαπανών και της ποιότητας του παραγωγικού δυναμικού, ιδίως σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά και αύξηση του ποσοστού συμμετοχής ιδιωτών και επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα.

Αναμφίβολα, η ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει την πρώτη περίοδο ευνοϊκό κλίμα, σε συνδυασμό με προώθηση καινοτομίας και με υποστηρικτικές πολιτικές βελτίωσης των υποδομών. Οι δεσμεύσεις των Μνημονίων και η ενισχυμένη εποπτεία, όμως, αφήνουν στην ελληνική κυβέρνηση περιορισμένο πεδίο άσκησης αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής. Είναι στενά τα περιθώρια για τη διοχέτευση κεφαλαίων σε ένα σχέδιο βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής, σε παραγωγικές επενδύσεις και όχι μόνο σε περαιτέρω πώληση δημόσιας περιουσίας.

Επιπλέον, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα «κόκκινα» δάνεια και την εξυγίανση των τραπεζών, κάτι που θα πάρει χρόνο. Για τους λόγους αυτούς, η κάθοδος των «θεσμών» τον Σεπτέμβριο θα είναι καθοριστική για την πολιτική της κυβέρνησης, που θα οριστικοποιηθεί στις λεπτομέρειές της μετά την τέταρτη αξιολόγηση και τη λειτουργία της νέας Κομισιόν τον Νοέμβριο.


Σχολιάστε εδώ