Π. Νεάρχου: Η εμμονή σε μια χρεοκοπημένη πολιτική θέτει σε μέγιστο κίνδυνο την Κύπρο
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Oι τελευταίες διπλωματικές κινήσεις του Προέδρου της Κύπρου, όπως και οι θέσεις που απροκάλυπτα πλέον εκφράζει το κόμμα του ΑΚΕΛ, που είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, δημιουργούν έντονες ανησυχίες για το πού οδηγείται το Κυπριακό.
Ο Πρόεδρος της Κύπρου έσπευσε να θέσει επισήμως στο Εθνικό Συμβούλιο την επιστολή του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί προς τον Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες, που αναφερόταν σε συνδιαχείριση από τις δύο κοινότητες του φυσικού αερίου της Κύπρου. Το Εθνικό Συμβούλιο, περιλαμβανομένου του ΑΚΕΛ, απέρριψε την πρόταση Ακιντζί, ο οποίος λειτούργησε στην πραγματικότητα ως γραμματοκομιστής της Άγκυρας.
Παραλλήλως, όμως, ο Κύπριος Πρόεδρος δείχνει καθ’ όλα πρόθυμος να δεχθεί μια νέα Πενταμερή για το Κυπριακό, τύπου Κραν Μοντανά, τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη ο Αττίλας ΙΙΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η αποδοχή Πενταμερούς στο παρελθόν ήταν μέγιστο σφάλμα και έγινε αιφνιδιαστικά από τον Κύπριο Πρόεδρο, χωρίς καμιά προηγούμενη συζήτηση στο Εθνικό Συμβούλιο.
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να αποδέχεται να συμμετέχει σε διεθνείς Διασκέψεις ως κοινότητα, όπως απαιτεί η Άγκυρα, και δι’ αυτού να εξισώνεται με το ψευδοκράτος. Δεν είναι επίσης δυνατό να προσδίδει, έστω και εμμέσως, νομιμότητα στις υποτιθέμενες Εγγυήτριες Δυνάμεις και ειδικά στην Τουρκία, τη στιγμή που η Άγκυρα εξακολουθεί να κατέχει τη βόρεια Κύπρο και να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Κύπρος διέφυγε, υπό ακραίες συνθήκες, τον κίνδυνο καταλύσεως του ενιαίου και διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους της στο Κραν Μοντανά. Διεσώθη κυριολεκτικά από την ανυποχώρητη αδιαλλαξία της Άγκυρας στο θέμα των εγγυήσεων και της Τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας. Η Άγκυρα απαιτεί να έχει ρόλο εγγυήτριας δυνάμεως και μετά τη «λύση» του Κυπριακού, όπως επίσης στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές.
Οι Τουρκικές αυτές θέσεις δεν άλλαξαν και δεν πρόκειται να αλλάξουν. Η Άγκυρα, διά του συνταγματικού καθεστώτος των δύο «ισότιμων μερών» που επιδιώκει να επιβάλει, υπό τον μανδύα της λεγόμενης διζωνικής ομοσπονδίας, θα ήταν σε θέση να ελέγχει ολόκληρη την Κύπρο, εφόσον τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την έγκρισή της, μέσω των ελεγχομένων από αυτήν Τουρκοκυπρίων και εποίκων. Απαιτεί όμως επιπλέον ρόλο εγγυήτριας δυνάμεως και στρατιωτική παρουσία ως δικλείδα ασφαλείας για τον γεωπολιτικό έλεγχο του νησιού, στον οποίο αποδίδει σήμερα μεγαλύτερη ακόμη σημασία απ’ ό,τι στο παρελθόν, λόγω των ενεργειακών πόρων και των μεγαλύτερων ακόμη φιλοδοξιών της για την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκυρα επιδιώκει στη σημερινή συγκυρία την ένταξη του φυσικού αερίου της Κύπρου στον διακοινοτικό διάλογο. Θέτει γι’ αυτό ως προϋπόθεση για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών ή μιας νέας Πενταμερούς τη συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για τους «όρους αναφοράς» των συνομιλιών, πάνω στην πολιτική βάση, με άλλα λόγια, των συνομιλιών, που θα εγγυάται την επιτυχία τους.
Είναι πάγια τακτική της Τουρκικής πλευράς, κάθε φορά που επαναρχίζει ένας νέος κύκλος διακοινοτικών συνομιλιών ή Πενταμερής, να ζητά παραχωρήσεις εκ των προτέρων από την Ελληνική πλευρά για να δώσει τη συγκατάθεσή της. Οι παραχωρήσεις που ζητά προκαταβολικά τώρα είναι να μπει στο τραπέζι του διακοινοτικού διαλόγου το θέμα του φυσικού αερίου ή σε περίπτωση Πενταμερούς να τεθεί ως κεντρικό θέμα, με στόχο να επιτευχθεί μια ενδιάμεση συμφωνία που θα ικανοποιεί την Άγκυρα.
Τι θα μπορούσε να ελπίζει η Κύπρος σε μια τέτοια προοπτική; Η Άγκυρα έχει καταστήσει απολύτως σαφείς τις διεκδικήσεις της στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Πρώτον, δεν αποδέχεται ότι η Κύπρος έχει υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ δυτικά της Πάφου, εκτός των χωρικών της υδάτων. Ολόκληρη τη θαλάσσια αυτή περιοχή, κατά πλήρη αυθαιρεσία, τη διεκδικεί ως δήθεν δική της υφαλοκρηπίδα.
Δεύτερον, για την Κυπριακή ΑΟΖ ανατολικά και νότια διεκδικεί «ίσα» δικαιώματα, δηλαδή 50% με 50%, για τους Τουρκοκυπρίους. Τρίτον, αμφισβητεί τις οριοθετήσεις τις οποίες υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία και «μοιράζει» γενναιόδωρα ένα πολύ μεγάλο μέρος της Κυπριακής ΑΟΖ στις γειτονικές χώρες (Αίγυπτο, Ισραήλ, Λίβανο), εάν συγκατατεθούν να ακυρώσουν τις συμφωνημένες οριοθετήσεις και να δεχθούν μια νέα οριοθέτηση με το δικέφαλο μόρφωμα που θα προέκυπτε μετά τη δήθεν «λύση» του Κυπριακού.
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα επιδίδεται σ’ ένα επιτήδειο διπλωματικό παιχνίδι για να καλύψει διεθνώς την εισβολή της στην Κυπριακή ΑΟΖ και να αναβαθμίσει το ψευδοκράτος ως δήθεν ισότιμο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μόνιμη, άλλωστε, επιδίωξη της Άγκυρας είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ενσαρκώνει την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κύπρου. Δεν το κατόρθωσε το 1963-64, παρά την επικουρία και τη σύμπραξη των Βρετανών. Δεν το κατόρθωσε το 1974, παρά την Τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Δεν το κατόρθωσε το 2004, με το ύπουλο σχέδιο Ανάν και τον επιτήδειο εκβιασμό ότι κινδύνευε δήθεν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν η Κύπρος δεν αποδεχόταν παραλλήλως το σχέδιο Ανάν.
Επιχειρείται σήμερα, για μια νέα φορά, η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσα από μια δήθεν «λύση», όταν η Άγκυρα έχει κλιμακώσει την αδιαλλαξία της, εισβάλλοντας στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, εμμένοντας όσο ποτέ σε ρόλο εγγυήτριας δυνάμεως και σε μόνιμη στρατιωτική παρουσία και εγκαταλείποντας ουσιαστικά και τον ευφημισμό της ομοσπονδίας και μιλώντας ανοικτά για συνομοσπονδία και δύο κράτη.
Η σπουδή Αναστασιάδη να ωθήσει τα πράγματα προς τον διακοινοτικό διάλογο, όταν είναι γνωστό ότι η Τουρκική πλευρά θέτει ως προϋπόθεση γι’ αυτόν το φυσικό αέριο, και να επιδιώξει δήθεν «λύση» με μια νέα Πενταμερή είναι περίεργη. Αναγνωρίζει κανείς σ’ αυτήν τα ίχνη των γνωστών Βρετανικών επιρροών, που ασκούνται, δυστυχώς, στις ηγεσίες και των δύο κομμάτων, της κυβερνήσεως και της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Η σπουδή Αναστασιάδη προκαταλαμβάνει επίσης την Ελληνική κυβέρνηση, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, και δεν παρέχει τον απαραίτητο χρόνο για κοινό προβληματισμό πάνω στη σημερινή κατάσταση και χάραξη κοινής γραμμής.
Η ακολουθούμενη πολιτική δεν είναι καινούργια. Είναι αυτή που οδήγησε σταδιακά την Ελληνική πλευρά σε αδιανόητες υποχωρήσεις και άφησε την Κύπρο ανοχύρωτη πολιτεία, ενώ ο Αττίλας προσθέτει συνεχώς νέα οπλικά συστήματα στο δυναμικό του. Η Άγκυρα θέλει να διεμβολίσει, μέσω Κύπρου, τη δυσάρεστη γι’ αυτήν στρατηγική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, ανατρέποντας τις στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου στην περιοχή.
Το ΑΚΕΛ, δυστυχώς, υπερακοντίζει στην πολιτική αυτή και έφτασε στο σημείο να ασκεί κριτική στον Αναστασιάδη από δεξιά και να υποστηρίζει αναφανδόν τις Τουρκικές θέσεις, όπως, π.χ., την εξαγωγή του φυσικού αερίου της Κύπρου μέσω Τουρκίας και όχι με τον σχεδιαζόμενο αγωγό East Med.
Για να εκβιάσει την Ελληνική πλευρά, η Άγκυρα επιστράτευσε τώρα και το χαρτί του εποικισμού των Βαρωσίων, γνωρίζοντας πόσο ευαίσθητη είναι η Ελληνική κοινή γνώμη ειδικά για το θέμα της Αμμοχώστου και γενικά για το εδαφικό.
Είναι εκπληκτικό, πάντως, ότι η Κύπρος κινδυνεύει περισσότερο από την απαράδεκτη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό της μέτωπο και από την εμμονή σε χρεοκοπημένες και ουτοπικές πολιτικές, που στην ουσία είναι συμπληρωματικές της Τουρκικής στρατηγικής. Η Κύπρος έχει ισχυρά χαρτιά και δεν είναι τόσο αδύνατη όσο φαίνεται. Αρκεί να χαράξει μια νέα, ρεαλιστική στρατηγική και να μην αυτοϋπονομεύεται.