Ν. Γ. Χαριτάκης: Δημοσιονομικό πλεόνασμα και δημοσιονομικό αντιστάθμισμα
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Όταν το Δημόσιο επιβάλλει φόρους και δαπανά, δημιουργεί δύο αποτελέσματα. Επηρεάζει τα ελλείμματα και τα πλεονάσματα στον υπό εκτέλεση προϋπολογισμό και αλλάζει την ευημερία των πολιτών είτε σήμερα (διαταξικά) είτε σήμερα έναντι του αύριο (διαγενεακά). Αντισταθμίζει κόστη και οφέλη μεταξύ εισοδηματικών κατηγοριών και μεταξύ γενεών.
Όταν το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται και υπογράφει σύμβαση (Μνημόνιο) για συγκεκριμένο ύψος πλεονάσματος (4,5% η κυβέρνηση Σαμαρά και 3,5% η κυβέρνηση Τσίπρα), γνωρίζει ότι αντισταθμιστικά επηρεάζει και τα δύο αποτελέσματα. Αυξάνει φόρους και περιορίζει τις δαπάνες για να πετύχει τον στόχο του πλεονάσματος και μειώνει την ευημερία των εργαζομένων σήμερα με προοπτική να βελτιωθεί, ως αντιστάθμισμα, η ευημερία των εργαζομένων του αύριο.
Απόκλιση από τη συμφωνία –υπέρβαση ή υστέρηση– επηρεάζει και την αξιοπιστία της κυβέρνησης ως προς την εκτέλεση της συμφωνίας και τις προσδοκίες των αντισυμβαλλομένων για το αναγκαίο αντιστάθμισμα στο μέλλον. Αν ο στόχος είναι 3,5% και η κυβέρνηση πετύχει 4,5%, κατ’ ουσία η κυβέρνηση αναδιανέμει πλούτο και περιμένει ένα θετικό ή αρνητικό, λόγω υπερφορολόγησης, αντιστάθμισμα αύριο. Αν, αντίθετα, αντί 3,5% πετύχει 2,5%, οφείλει και να απολογηθεί για την αβλεψία της, αφού αναδιένειμε πλούτο σήμερα σε βάρος του εργαζομένων του αύριο, και να αντισταθμίσει, ώστε ανάλογα να διορθώσει τη χαμένη της αξιοπιστία. Ο στόχος του 3,5% λειτουργεί και ως περιορισμός και ως μηχανισμός κινήτρου για τη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι ακριβώς όπως τα bonuses στα στελέχη των επιχειρήσεων σε σχέση με τα κέρδη. Στην επιχείρηση η αντιστάθμιση γίνεται μεταξύ στελεχών και ιδιοκτητών, στη χώρα μεταξύ πιστωτών και κυβέρνησης.
Κλασικό παράδειγμα εσωτερικής αντιστάθμισης ευημερίας είναι η περίπτωση των ασφαλιστικών εισφορών. Υποθέτουμε ότι έχουμε ελλειμματική διαχείριση στα ασφαλιστικά ταμεία και υψηλή ανεργία. Οι επιλογές είναι ή να αυξηθούν σήμερα οι εισφορές, με κίνδυνο να αυξηθεί η ανεργία, αλλά να κλείσουν τα ελλείμματα, ή να μειωθούν οι εισφορές, πιστεύοντας ότι έστω κι αν μειωθούν τα έσοδα η αύξηση της απασχόλησης θα επιτρέψει την αύξηση των εσόδων, ώστε να κλείσουν στο μέλλον τα ελλείμματα. Η επιλογή αφορά την κυβέρνηση και εγκρίνεται ως αξιόπιστη από τους πιστωτές.
Σε συνολικό επίπεδο, οι διαγενεακές μεταφορές χρέους κρίνονται ως αξιόπιστες, αν αυξάνουν, αντί να μειώνουν το διαθέσιμο κεφάλαιο της οικονομίας, καθώς έτσι αυξάνουν τη φερεγγυότητα του χρέους, αντισταθμίζοντας βιωσιμότητα σήμερα με βιωσιμότητα αύριο. Παράδειγμα, όταν μειώνοντας τις ασφαλιστικές εισφορές αυξάνονται οι επενδύσεις και το συνολικό κεφάλαιο και ενισχύεται το μετά φόρων και εισφορών εισόδημα.
Το 2015, μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης, το Eurogroup και ο ΕΜΣ, επικουρούμενοι από την άγνοια της κυβέρνησης, έκαναν ένα στρατηγικό λάθος. Δέχτηκαν να μειώσουν το συμφωνηθέν, με την προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά, συμβατικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού από 4,5% σε 3,5%, δέχτηκαν να χορηγήσουν χαμηλότοκο πιστωτική γραμμή 85 δισ., με μοναδική υποχρέωση της κυβέρνησης Τσίπρα την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου. Θεώρησαν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα ήταν συνεπής προς το Μνημόνιο και τα πλεονάσματα. Δεν ασχολήθηκαν με τη δημοσιονομική πολιτική, ενώ υπήρχε δυνατότητα να επιβάλουν, αν ήθελαν, να συνδεθεί ο νέος στόχος του πλεονάσματος ως κίνητρο με το ποσοστό της ανάπτυξης. Για παράδειγμα, με μηδενική ανάπτυξη 4,5% και σταδιακά να μειώνεται ως bonus, αν επιτυγχάνετο ταχύρρυθμη ανάπτυξη.
Οι συνθήκες τότε ήταν ευνοϊκές, καθώς: α) Το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών ήταν σχεδόν μηδενικό. β) Υπήρχε περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων λόγω κεφαλαιακών ελέγχων. γ) Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί για πλήρη εφαρμογή του Μνημονίου, γεγονός που εξασφάλιζε, όπως αποδείχτηκε, την τήρηση των πλεονασμάτων. Σχέση πλεονάσματος και ανάπτυξης προτάθηκε μόνο από το ΔΝΤ, αλλά κυβέρνηση και ΕΕ αδιαφόρησαν.
Η κυβέρνηση αποχώρησε χωρίς να τηρήσει πλήρως το Μνημόνιο και επιτυγχάνοντας, τουλάχιστον λογιστικά, υπέρβαση των πλεονασμάτων-στόχων για μια σειρά ετών. Παρ’ όλη όμως την αναδιανεμητική της πολιτική, απέτυχε, αφού δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ούτε ταχύρρυθμη ανάπτυξη ούτε τις αναγκαίες επενδύσεις. Τα δημόσια οικονομικά στόχευσαν στη δημιουργία πλεονασμάτων σε βάρος της πραγματικής και της ονομαστικής ανάπτυξης. Κατάληξη, η οικονομία σύρθηκε σε μια αναιμική ανάπτυξη και το χρέος δεν βελτιώθηκε. Οι εξελίξεις, όπως διαμορφώθηκαν, κράτησαν τα επιτόκια υψηλά (στην καλύτερη στιγμή πριν από την προκήρυξη των εκλογών 3,9%), σημαντικά μεγαλύτερα από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ (1,9%).
Η ανασφάλεια στα επιτόκια του δημόσιου τομέα καθ’ όλη τη διάρκεια που ακολουθήθηκε η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική κράτησε το τραπεζικό σύστημα της χώρας σε λειτουργική αδράνεια. Στο άνυδρο περιβάλλον, παρ’ όλη τη βελτίωση του τουριστικού ρεύματος και την κίνηση κεφαλαίων από πώληση περιουσίας του Δημοσίου, το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών επιδεινώθηκε, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία. Αν μάλιστα η ΤτΕ επιλέξει σύντομα τη λάθος στρατηγική, να προχωρήσει σε άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, είναι σχεδόν δεδομένο ότι ταυτόχρονα θα έχουμε και εκροή καταθετικών πόρων και, το χειρότερο, αναθέρμανση του πληθωρισμού.
Στο πλαίσια αυτά πολλοί αμφισβητούν τη δυνατότητα της νέας κυβέρνησης να διαπραγματευτεί μείωση του υποχρεωτικού πλεονάσματος με στόχο τη μείωση των φορολογικών βαρών. Θεωρούμε ότι η άποψη είναι αβάσιμη, αρκεί η στρατηγική που θα στηρίξει την επιχειρηματολογία να βασιστεί στα εξής τρία στοιχεία:
1. Στη θέση η οποία στηρίζεται και από την πρόσφατη οικονομική βιβλιογραφία και εξηγεί πώς μικρές και αξιόπιστες διαγενεακές αντισταθμίσεις σε βάρος των πρωτογενών πλεονασμάτων λειτουργούν τελικά σε αύξηση των εσόδων και σε βάθος χρόνου μειώνουν το δημόσιο χρέος. Είτε γιατί οριακά το μικρότερο πλεόνασμα δημιουργεί ρευστότητα που αυξάνει το κεφάλαιο είτε διότι το υφιστάμενο κεφάλαιο αποτελεί ισχυρότερη εγγυητική βάση για τις νέες επενδύσεις. Στόχος είναι η δημιουργία νέας ρευστότητας και νέου επενδυτικού κεφαλαίου και όχι αύξηση, πρωτογενώς, των καταναλωτικών δαπανών μέσω επιδομάτων και κοινωνικών παροχών.
2. Αν η μείωση της συμβατικής υποχρέωσης του 3,5% συνδεθεί με ρήτρα ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αν η κυβέρνηση δεσμευτεί να εφαρμόζεται ο «κόφτης», επιστρέφοντας στον αρχικό στόχο του 3,5%, μόνο αν η μείωση των φόρων δεν δημιουργήσει ανάπτυξη. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός κινήτρου δημιουργεί ανάπτυξη και επιτρέπει μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, ενώ προστατεύει τη χώρα με αντιστάθμισμα κινδύνου από πιθανές αποκλίσεις λόγω καθαρά τυχαίων γεγονότων (π.χ., εθνική καταστροφή, έκτακτη αύξηση δαπανών για προστασία των συνόρων κ.ά.).
3. Αποδεσμεύει τον ΕΜΣ στο να εφαρμόζει αυστηρούς ποσοτικούς περιορισμούς, καθώς εισάγοντας ποσοτικούς μηχανισμούς κινήτρων ενισχύει συμπληρωματικά την αξιοπιστία του ευρώ. Η Ευρωζώνη οφείλει να τοποθετηθεί ανοικτά ως προς το αν –και έπειτα από τόσα χρόνια κρίσης στον Νότο– θεωρεί ως αξιόπιστη δημοσιονομική πολιτική των χωρών-μελών της εκείνη που στηρίζει τη φερεγγυότητα, αντί της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Και η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί. Ύστερα από δέκα χρόνια το μήνυμα θα πρέπει να είναι ότι όλα τα μέλη της επανήλθαν σε σχετικά ταυτόσημη φερεγγυότητα. Τα μέλη της δανείζονται από τις αγορές με ισόποσα επιτόκια και ανεξάρτητα από τη σχέση χρέους/ΑΕΠ, λόγω ανάπτυξης, η φερεγγυότητα ακόμη και για τα ασθενή μέλη είναι εξασφαλισμένη.
Και τις τρεις επιλογές τις στήριξε στο παρελθόν το ΔΝΤ και η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, παρά τις αμφιβολίες, που ορθά, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, εκφράστηκαν για τη χώρα μας από το Eurogroup. Ήταν κάθετη ως προς την αναξιοπιστία της προηγούμενης κυβέρνησης και δικαιώθηκαν από τα γεγονότα. Η αξιοπιστία η μη της νέας κυβέρνησης θα αποδειχθεί σύντομα με τις προγραμματικές της δηλώσεις. Αν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε φερέγγυα να οδηγήσει σε ανατροπή του αναπτυξιακού αδιεξόδου της χώρας, η ΕΕ, επιβάλλοντας έναν μηχανισμό κινήτρου ανάπτυξης ως αντιστάθμισμα του αυστηρού ποσοτικού πλεονάσματος, θα επιτρέψει η σχέση να λειτουργήσει ως μηχανισμός αναπήδησης και όχι ως μηχανισμός απορρόφησης κραδασμών. Η χώρα θα βοηθηθεί να πετύχει ευκολότερα την εξασφάλιση της φερεγγυότητας του χρέους με αντικαταβολή την ταχύτερη εξισορρόπηση της Ευρωζώνης.
Οι ευκαιρίες των επιλογών της ορθής δημοσιονομικής πολιτικής είναι μπροστά μας.