ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΣΤΗ ΛΙΘΙΑ

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΣΤΗ ΛΙΘΙΑ


Συγγραφέας
Ελένη Βεζύρογλου


Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να εκπληρώσεις τις πιο κρυφές σου επιθυμίες;
 
Η ήρεμη ζωή μιας μικρής επαρχιακής κοινωνίας διαταράσσεται, καθώς το τίμημα για επιθυμίες που πραγματοποιούνται αβίαστα είναι μεγάλο. Μέσα από το σκοτάδι ξεκινά το οδοιπορικό της Αγγελικής προς τη λύτρωση, όταν μαθαίνει το μυστικό της μάνας της πως έχει έναν χαμένο αδελφό.  
Οι απαντήσεις είναι καλά κρυμμένες στο ορεινό χωριό που κάποτε όλα ξεκίνησαν, στη Λιθιά. Σε ένα παλιό αρχοντικό θα αναζητήσει την αλήθεια και θα γνωρίσει τον έρωτα. Ο Άρης, εκθαμβωτικός και σαγηνευτικός, γίνεται καταιγίδα δοκιμάζοντας με το μένος της να ξορκίσει τις αμφιβολίες της.  
Όμως, το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται οδυνηρά, δημιουργώντας μικρές ρωγμές, που ίσως σταθούν μοιραίες… Μια σειρά αποκαλύψεων και ένοχων μυστικών τούς παρασύρει στη δίνη της. Πού οδηγούν; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, κανείς δεν είναι σίγουρος… Ένας έκπτωτος άγγελος θα τους δώσει τις απαντήσεις που ψάχνουν, όμως θα ζητήσει το δικό του αντίτιμο.

Το αρχοντικό στη Λιθιά κρύβει όλα τα μυστικά αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας.
Απόσπασμα βιβλίου

Ο δρόμος πλάι στο καλαμποχώραφο ήταν ήσυχος κι έρημος. Στο μισοσκόταδο ο πεσμένος άντρας έμοιαζε με γεμάτο τσουβάλι πεταμένο στην άκρη. Το παιδί πλησίασε διστακτικά και στάθηκε από πάνω του. Έσκυψε κι ύστερα τραβήχτηκε βιαστικά με τα μάτια διεσταλμένα από τρόμο. Ο άντρας είχε μια φρικτή πληγή στο στήθος που είχε ποτίσει με αίμα το κουμπωμένο του πουκάμισο, κι ο θάνατος, που ’χε στρογγυλοκαθίσει στο ακίνητο γυάλινο βλέμμα του, είχε καταπιεί όλες τις έγνοιες που θα μπορούσαν να τον τυραννούν. Το παιδί άρχισε να τρέχει προς τη μεριά της μικρής πόλης που λούφαζε αποκαμωμένη απ’ τη ζέστη στο γέρμα της μέρας. Αυτό το καλοκαίρι ήταν πολύ παράξενο…

«Αγγελική!»
«Ναι μαμά…»
«Είναι μέρα ή νύχτα;»
«Μέρα, μαμά…»
«Τότε να πάω στην εκκλησία».
«Δε γίνεται μαμά, για θυμήσου… έσπασες το πόδι σου, έκανες επέμβαση. Πρέπει να μένεις ακίνητη στο κρεβάτι!»
«Όχι, είναι καλά το πόδι μου, θέλω να πάω στην εκκλησία».
Η Αγγελική χαϊδεύει τα μαλλιά της μάνας της για να την ηρεμήσει. Της πιάνει το χέρι και το φέρνει ν’ ακουμπήσει μαλακά στην ουλή με τα ράμματα ψηλά, στο ισχίο.
«Να, για κοίταξε…»
Εκείνη το ψηλαφίζει και σιωπά. Για λίγο ησυχία. Ύστερα…
«Αγγελική! Είναι πρωί;»
«Ναι μαμά, πρωί». Τραβάει την κουρτίνα και της δείχνει απ’ το τζάμι της μπαλκονόπορτας. «Να, κοίταξε έξω το φως, τις μηλιές στην αυλή μας, τους περαστικούς στον δρόμο…»
«Τότε γιατί δεν πάω στην εκκλησία; Έλα να με σηκώσεις, βοήθα με να ετοιμαστώ…»
Η Αγγελική κλείνει τα μάτια.
«Βοήθα με, έλα να με σηκώσεις. Θέλω να με σηκώσεις, έλα, βοήθα να ετοιμαστώ…»
Ένα μονότονο ανεξάντλητο μουρμουρητό που θα μπορούσε να την τρελάνει, αν δεν είχε εκείνη τη χροιά ικεσίας που της μαχαίρωνε την καρδιά και την έκανε να συγχωρεί τη μητέρα της για το δράμα που την καταδίκαζε να ζει. Στενάζει κάνοντας υπομονή. Η μέρα της μόλις έχει αρχίσει. Η αδελφή της, η Δάφνη, κατεβαίνει απ’ τον πάνω όροφο του διώροφου σπιτιού. Ανοίγει με το κλειδί της και μπαίνει κρατώντας έναν φάκελο με χαρτιά.
«Αγγελική, έχω φέρει όλα τα σχετικά για τη συμπληρωματική δήλωση της μαμάς στην εφορία. Το απόγευμα πρέπει να πας στον λογιστή».
«Εντάξει, θα πάω». Η φωνή της ακούγεται ήρεμη και καρτερική. Βάζει στον δίσκο το πρωινό της μητέρας της και πηγαίνει να καθίσει στο πλάι της. Εκείνη είναι ήσυχη, σχεδόν ασάλευτη και βλέπει τηλεόραση. Δεν την ενδιαφέρει το πρόγραμμα, αρκεί κάτι να κινείται στο γυαλί.
«Μαμά, σου έφερα να φας».
«Είναι το βραδινό μου ή το πρωινό μου;»
«Το πρωινό σου. Στάσου να σου βάλω την πετσέτα να σε ταΐσω».
«Μόνη μου θα φάω!»
«Καλύτερα να σε ταΐσω εγώ. Είσαι αδύναμη ακόμη».
«Μόνη μου σου λέω, μόνη μου… μόνη μου!»
«Όχι μαμά, θα τα ρίξεις και θα καθαρίζω πάλι».
Η φωνή της έχει ανέβει τώρα δυο τόνους, βγαίνει ανυπόμονη κι εκνευρισμένη απ’ την κούραση κι η μητέρα της υποχωρεί.
«Καλά…» σταυρώνει πειθήνια τα χέρια με τα λευκά σχεδόν διάφανα δάχτυλα. Το δέρμα τους είναι λεπτό σαν περγαμηνή. Δείχνει ευάλωτη, ανυπεράσπιστη.
Η Αγγελική την κοιτάζει μετανιωμένη που της φώναξε. Σχεδόν μισεί τον εαυτό της γι’ αυτό. Το φως που μπαίνει απ’ το τζάμι φωτίζει το πρόσωπο της μητέρας της, αγγελικά ωχρό, στεφανωμένο από γκρίζα μαλλιά που παρά τα εβδομήντα ένα της χρόνια δεν έχουν ασπρίσει πολύ. Τα χαρακτηριστικά της διατηρούν τα ίχνη μιας παλιάς ομορφιάς και τα μάτια της έχουν ένα εντελώς αθώο παιδικό βλέμμα.
«Αχ, μαμά, γιατί με κάνεις και σου φωνάζω», μουρμουρίζει γεμάτη ενοχές. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και τακτοποιεί τον δίσκο στα γόνατά της.
Η Δάφνη τής χαμογελάει. «Έλα, μη νιώθεις τύψεις, έχει στιγμές που γίνεται ανυπόφορη. Η άνοια δεν παλεύεται»….

Διαβάστε τη συνέχεια  ΕΔΩ 


Λίγα λόγια από την συγγραφέα

Σε μια προσφυγική γειτονιά, στην Άνω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, κάποιο καλοκαίρι, κάθε σούρουπο, ένα εννιάχρονο κοριτσάκι ξεκίνησε να καλεί τα παιδιά της γειτονιάς στα σκαλάκια του σπιτιού του για να τους διηγηθεί παραμύθια. Τα χρόνια κύλησαν κι η διαδρομή της ζωής εκείνου του κοριτσιού πέρασε απ’ όλα τα στάδια που αποτελούσαν όνειρο των γονιών της. Σπουδές, εργασία, οικογένεια…
«Όμως ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, αυτό που είχα κρυμμένο στην καρδιά μου, το δικό μου όνειρο, ήταν να λέω ιστορίες. Αυτός ο “καρπός” που είχε δέσει τόσο νωρίς μέσα μου, ωρίμασε με την εμπειρία και τη γνώση όσων έζησα και με οδήγησε στον κόσμο της λογοτεχνίας».

Έργα της ιδίας: «Αλάβαστρο και Φίλντισι» ποιητική συλλογή, «Τα πέπλα της κόλασης» μυθιστόρημα.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΗ

Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό, Μυθιστόρημα, Αισθηματικό, Ανθρώπινες σχέσεις, Αστυνομικό, Θρίλερ
ISBN: 978-618-5240-26-4

Δείτε το video του βιβλίου 


Σχολιάστε εδώ