Στην κόψη του ξυραφιού Αμερική – Τουρκία

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Η Γερουσία πιέζει τον Τραμπ να εγκρίνει πακέτο κυρώσεων

-Γυρνάει την πλάτη στη Δύση ο Ερντογάν
-Η Αθήνα ζητάει καθαρή στήριξη των ΗΠΑ
-Χρειάζεται νέα εθνική στρατηγική μπροστά στο εκρηκτικό σκηνικό που διαμορφώνεται στην περιοχή μας

Ενώπιον κρίσιμων επιλογών βρίσκεται η Αθήνα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για επιλογές που δεν αφορούν μόνο τη νέα κυβέρνηση, αλλά απαιτούν ευρύτατη συναίνεση, καθώς η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με αφορμή τους S-400 ενδέχεται να οδηγήσει σε ριζικές ανατροπές των συμμαχιών και των ισορροπιών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου και ενώ ήδη τίθεται υπό αμφισβήτηση ο προσανατολισμός και η θέση της Τουρκίας στη Δύση.

Η κρίση των S-400, με πρώτη συνέπεια την εκδίωξη της Τουρκίας από το πρόγραμμα παραγωγής και αγοράς των υπερσύγχρονων μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35, βρίσκεται ακόμη στα πρώτα βήματά της.

Ήδη ο κ. Τραμπ, παρά τη γενική απροθυμία του να πιέσει τον Ταγίπ Ερντογάν, δέχεται αφόρητες πιέσεις από τη Γερουσία για να εγκρίνει, όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία, το πακέτο κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, το οποίο έχουν ετοιμάσει ήδη οι γραφειοκράτες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, έχοντας και την πλήρη στήριξη του επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον.

Αυτή η μετωπική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Τουρκία αναδεικνύει τις θεωρίες που διατυπώνονταν μέχρι τώρα σε περιορισμένο αριθμό συντηρητικών αναλυτών και think tanks των ΗΠΑ, που προέβλεπαν την αυτονόμηση του Ταγίπ Ερντογάν και τη συγκρότηση ενός ιδιότυπου ισλαμικού αυταρχικού καθεστώτος, που θα επιχειρήσει να βάλει την Τουρκία σε μια ιδιότυπη σχέση με τη Δύση και διατήρηση και ανάπτυξη μιας προνομιακής σχέσης με χώρες όπως το Ιράν και φυσικά η Ρωσία.

Οι απόψεις αυτές, με τη «βοήθεια» του κ. Ερ­ντογάν και των επιλογών του, ιδίως στην περίοδο μετά την εις βάρος του απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, αποκτούν όλο και περισσότερους οπαδούς όχι μόνο στο συντηρητικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον αλλά και στους φιλελεύθερους κύκλους, που βλέπουν πια τον Ταγίπ Ερντογάν ως απειλή.

Σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη στροφή που σημειώνεται στην Ουάσινγκτον είναι και ο ρόλος του Ισραήλ και του εβραϊκού λόμπι, καθώς ο Ερντογάν αυτοπροβάλλεται πλέον ως ο «ηγέτης» του μουσουλμανικού κόσμου εναντίον των «Σιωνιστών».

Η Ουάσινγκτον, φυσικά, έχοντας την εμπειρία του Ιράν, δεν θα εγκαταλείψει τόσο εύκολα το «οικόπεδο» της Τουρκίας, αλλά δεν πρόκειται επίσης να ανεχθεί τη δημιουργία ενός μόνιμου και επιθετικού καρκινώματος στην πιο κρίσιμη πλευρά της Ατλαντικής Συμμαχίας αλλά και του δικού της στρατηγικού – αμυντικού άξονα, με αιχμή φυσικά και τη βάση του Ιντσιρλίκ.

Οι εξελίξεις αυτές συμπίπτουν με την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Κύπρου κυρίως και με τις έμμεσες απειλές ενα­ντίον της Ελλάδας.

Σε ό,τι αφορά την Αθήνα, το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα φρόντισε να «καταπιεί» γρήγορα τις δημόσιες εξαγγελίες της περί επέκτασης των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο, μετά την παρέμβαση του Ταγίπ Ερντογάν στον κ. Τσίπρα και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στον Γιώργο Κατρούγκαλο, έβγαλε την Ελλάδα και το Αιγαίο από τα… άμεσα πλάνα του Σουλτάνου. Και έτσι πλέον στράφηκε αποκλειστικά εναντίον της Κύπρου.

Εκεί ο στόχος του, όπως έχει αναφερθεί αρκετά συχνά, είναι είτε να διακόψει τις έρευνες και γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ με την απειλή εμπλοκής, ακόμη και στρατιωτικής, στην περιοχή είτε να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί η σύ­γκρουση είναι η άμεση έναρξη συνομιλιών για λύση fast track στο Κυπριακό, με αναστολή όλων των εργασιών στην κυπριακή ΑΟΖ μέχρις ότου βρεθεί λύση στο Κυπριακό και την επιβολή μέχρι τότε ισότιμης συμμετοχής της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε όλη τη διαδικασία αποφάσεων για τις έρευνες, τις γεωτρήσεις και την εξόρυξη φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ.

Για την Κύπρο η επιλογή δεν είναι άλλη από την επιδίωξη με κάθε τρόπο της κανονικής συνέχισης των γεωτρήσεων και ερευνών στην ΑΟΖ της και η εξοικονόμηση χρόνου, έστω και με ριψοκίνδυνες κινήσεις (όπως αυτή της αποδοχής της άνευ όρων συνάντησης Αναστασιάδη – Ακιντζί για την προετοιμασία νέας πενταμερούς).

Η Αθήνα, εφόσον δεν υπάρξει άμεση προσβολή των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (καθώς δεν έχει γίνει γνωστό πού θα πλεύσει το δεύτερο ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis», που θα στείλει μετά τα μέσα Αυγούστου η Τουρκία στην περιοχή), οφείλει να συμπαρασταθεί με κάθε τρόπο στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Όμως πλέον είναι η ώρα που θα πρέπει Αθήνα και Λευκωσία να απευθυνθούν τόσο προς την Ουάσινγκτον όσο και προς τις άλλες δύο ισχυρές χώρες της περιοχής, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ώστε να αναδειχθεί το γεγονός ότι η απειλή της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου συνιστά απειλή κατά των συμφερόντων της Δύσης στην περιοχή αλλά και των συμφερόντων των δύο ισχυρών χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Γιατί εάν γίνει αποδεκτή η επίδειξη δύναμης της Τουρκίας του Ερντογάν έναντι της μικρής και χωρίς στρατό Κύπρου, θα είναι το πρώτο βήμα για την επιβολή de facto ηγεμονικού ρόλου της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο κ. Δένδιας στην πρώτη αποστολή του στην Ουάσινγκτον, λίγες ημέρες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών, ζήτησε από τις ΗΠΑ καθαρή στήριξη έναντι της τουρκικής επιθετικότητας.

Αυτό το αίτημα θα πρέπει το επόμενο διάστημα να στηριχθεί από επιχειρήματα και να τίθεται με ένταση και με κάθε τρόπο σε διμερείς ή περιφερειακές επαφές.

Συγχρόνως όμως θα πρέπει να γίνει άμεσα στην Ελλάδα σοβαρή, εμπιστευτική, αναλυτική και μακριά από μικροκομματικά παιγνίδια και επιδιώξεις συζήτηση για το πώς ο Ελληνισμός θα αντιμετωπίσει τις νέες απειλές ασφάλειας στην περιοχή και την εντεινόμενη αυτονόμηση της Τουρκίας από το συμβατικό πλαίσιο σχέσεων εντός της Νατοϊκής Συμμαχίας και του πλαισίου που θέτει το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Πιθανότατα το πλαίσιο αυτό θα είναι διαθέσιμο μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, σύ­ντομα θα συσταθεί.

Ενίσχυση άμεσα της αποτρεπτικής μας δύναμης
Επίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι η σωτηρία σε μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της κρίσης δεν πρόκειται να έρθει εξ ολοκλήρου από εξωτερικούς παράγοντες και αυτό σημαίνει ότι άμεσα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, καθώς η ανατροπή ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο εις βάρος της Ελλάδας δεν αλλάζει ακόμη και μετά την ακύρωση της πώλησης των F-35 στην Τουρκία.

Και φυσικά θα πρέπει άμεσα να διαμορφωθεί εθνική στρατηγική για το εάν θα ωφελήσει την Ελλάδα και τα εθνικά συμφέροντα η ρήξη των σχέσεων Τουρκίας – Δύσης και η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα πρώτης γραμμής έναντι μιας ισλαμικής ανεξέλεγκτης Τουρκίας. Και σε διαφορετική περίπτωση πώς η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μια Τουρκία η οποία θα επιβάλει στους συμμάχους και εταίρους να την αποδε­χθούν όπως είναι, με τις προσωπικές στρατηγικές του Ταγίπ Ερντογάν και τις εθνικές επιδιώξεις της, ακόμη κι αν αυτές συγκρούονται με τη διεθνή νομιμότητα

Η Αθήνα πρέπει άμεσα να βρει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Διότι ο χρόνος μετράει ήδη αντίστροφα…


Σχολιάστε εδώ