Κ. Μελάς: Δύο σκέψεις για τη νέα κυβέρνηση
Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας
Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης της ΝΔ υπό τον κ. Κ. Μητσοτάκη είναι χωρίς αμφιβολία τα παρακάτω:
Πρώτον, η νέα δομή και λειτουργία της ίδιας της κυβέρνησης. Το γνωστό ήδη σχέδιο έχω τη γνώμη ότι είναι καθαρά πρωθυπουργικό, με την έννοια ότι όλα σχεδιάζονται και ελέγχονται από το πρωθυπουργικό γραφείο. Η παραγωγή πολιτικής φαίνεται ότι θα γίνεται μεταξύ του πρωθυπουργού και των άμεσων συνεργατών του. Αυτό μεταφράζεται στο ότι όχι μόνο η επιλογή των στόχων θα γίνεται στο πρωθυπουργικό γραφείο αλλά και η επιλογή των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι όλοι οι υφυπουργοί (οι οποίοι θεωρούνται εξειδικευμένοι στο αντικείμενο που τους έχει ανατεθεί) αναφέρονται στον πρωθυπουργό και θα παρακολουθείται η πρόοδος της επίτευξης των στόχων μέσω του πληροφοριακού προγράμματος, μαζί και των ανθρώπων που θα το χειρίζονται, εγκαταστημένοι ανά δύο σε κάθε υπουργείο. Η παλαιά αυτή σύλληψη ουσιαστικά επιχειρεί να μετατρέψει την κυβέρνηση σε έναν μηχανισμό αντίστοιχο μιας μεγάλης επιχείρησης.
Προκύπτουν δύο θέματα:
Πρώτον: Ποιο θα είναι το περιθώριο παραγωγής πολιτικής από τους αρμόδιους υπουργούς σε σχέση με τις κεντρικές επιλογές, καθώς και πώς θα εξελιχθεί η συγκατοίκηση με τους υφυπουργούς, που δεν θα βρίσκονται ουσιαστικά υπό την εποπτεία τους.
Η ανάδυση συγκρούσεων είναι δεδομένη. Όμως το πρόβλημα είναι ο τρόπος που αυτές θα επιλύονται και προς τα πού θα γέρνει η πλάστιγγα. Αν η βαθύτερη σκέψη του σχεδιασμού αποβλέπει στην ουσιαστική α-πολιτικοποίηση της κυβέρνησης και τη μετατροπή της σε ένα σύστημα διευθυντών που εκτελούν κατά γράμμα της εντολές του πρωθυπουργικού γραφείου προκειμένου να γίνει υπέρβαση όλων των σχέσεων εξουσίας (θετικών ή αρνητικών) που, εν τοις πράγμασι, δημιουργούνται στους χώρους διακυβέρνησης, νομίζω ότι θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Η ιδεολογία και η πολιτική θεώρηση που υπηρετεί η νέα κυβέρνηση φαίνεται εξαρχής να υποτιμά τις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται στο κοινωνικό σώμα και που εκφράζονται και στους χώρους εξουσίας.
Δεύτερον, η οικονομική πολιτική που έχει εξαγγείλει η νέα κυβέρνηση, παρότι πρέπει να περιμένουμε αρκετά για να αποφανθούμε με βεβαιότητα μέχρι την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού, στηρίζεται στη δραστική μείωση του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ενώ η μείωση των φορολογικών συντελεστών σε μια σειρά από δραστηριότητες κρίνεται αναγκαία και επιθυμητή, εντούτοις θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι υπάρχοντες περιορισμοί της οικονομίας αλλά και της οικονομικής θεωρίας και εμπειρίας:
– Υπάρχει ο περιορισμός του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5%, το οποίο έχει συμφωνηθεί μέχρι και το 2022, που δυστυχώς πρέπει να επιτυγχάνεται και αποτελεί τον αρνητικό υπερκαθορισμό της ελληνικής οικονομίας και στενεύει τα όρια άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Μάλιστα σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΕ αλλά και της Τραπέζης της Ελλάδος η Ελλάδα κινδυνεύει να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή της ως προς τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019, μετά τα δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν στις 15 Μαΐου 2019. Προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ και επομένως το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ.
– Η εκτιμώμενη μεγέθυνση του ΑΕΠ για το 2019 (ΕΕ 2,1%, ΤτΕ 1,9%, ΙΟΒΕ 1,8%) υπολείπεται σημαντικά του μεγέθους που υπάρχει στον προϋπολογισμό του 2019 (2,5%), δυσκολεύοντας περαιτέρω την εκτίναξη του ΑΕΠ σε σχεδόν διπλάσια μεγέθη, που επιθυμεί και διακηρύττει η νέα κυβέρνηση για το 2020.
– Για να πάμε από το 2% στο 4%, που είναι ο στόχος της νέας κυβέρνησης, δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, αλλά χρειάζεται και δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας, που μόνο σε μικρό βαθμό έχει επιτευχθεί την τελευταία δεκαετία. Η αγαπητή ιδέα της νεοκλασικής-νεοφιλελεύθερης σκέψης, σύμφωνα με την οποία οι μειώσεις των συντελεστών φορολογίας και συνεπώς οι μειώσεις των συνολικών φορολογικών εσόδων καλύπτονται μέσω της μεγέθυνσης του ΑΕΠ που δημιουργούν, δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά (π.χ., αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ).
Για να καλυφθεί η τρύπα που ανοίγει η μείωση των φορολογικών συντελεστών η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μεγεθύνεται με ρυθμό πάνω από 4%! Ένας ρυθμός που μόνο εφικτός δεν φαντάζει, δεδομένου ότι σήμερα βρίσκεται στο 1,9%, που αποτελεί έναν ρυθμό διόλου ευκαταφρόνητο, αν αναλογιστούμε ότι η Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,2% (2019) και 1,4% (2020). Στις ΗΠΑ, με ρυθμό μεγέθυνσης 2,9% (2019), μόνο το 0,3% μπορεί να αποδοθεί στη μείωση των φορολογικών συντελεστών.