Πρ. Παυλόπουλος: Οι απαιτήσεις για τις πολεμικές αποζημιώσεις είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες

Πρ. Παυλόπουλος: Οι απαιτήσεις για τις πολεμικές αποζημιώσεις είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες

-Υπάρχει θέμα, δέχτηκε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου
-Ανοίγει ο δρόμος και για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

Όταν κάποιος υποστηρίζει διαχρονικά, με αποφασιστικότητα και συνέπεια και με αμάχητα νομικώς και πολιτικώς επιχειρήματα μία θέση, τότε η δικαίωση θα έρθει, και μάλιστα σύ­ντομα.

Και αποτελεί αναμφισβήτητα δικαίωση για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο η γνωμοδότηση αρμόδιας Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου, της Bundestag, σύμφωνα με την οποία αμφισβητείται η απόρριψη των ελληνικών απαιτήσεων για τις πολεμικές αποζημιώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και για το κατοχικό δάνειο. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Bundestag, που εξεδόθη έπειτα από αίτημα του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke), προτείνει μάλιστα την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ώστε να αρθεί η νομική αβεβαιότητα για το θέμα αυτό.

Υπενθυμίζεται ότι ο Προκόπης Παυλόπουλος, και ως βουλευτής αλλά και στη συνέχεια ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποφασιστικά και με μια πλήρη νομική και πολιτική τεκμηρίωση έχει κατ’ επανάληψη θέσει το θέμα αυτό, επιμένοντας ότι «οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες». Έχει επίσης τονίσει ότι αυτό το θέμα μπορεί και πρέπει να επιλυθεί σε κάποιο διεθνές forum. Και τις θέσεις του αυτές τις έχει εκφράσει όχι μόνο στο ελληνικό κοινό αλλά και στον γερμανό ομόλογο και φίλο του Φραντς Βάλτερ Σταϊνμάγερ, όσο και στην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.

Η υπεράσπιση αυτών των θέσεων με αποφασιστικότητα, αλλά χωρίς κραυγές, που συνήθως παράγουν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ήδη δικαιώνεται με αυτήν τη γνωμοδότηση της επιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της Bundestag, που επισημαίνει ότι «η θέση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (σ.σ.: Η απόρριψη των ελληνικών απαιτήσεων) είναι εύλογη κατά το Διεθνές Δίκαιο, αλλά σε καμία περίπτωση δεσμευτική».

Μάλιστα με την ίδια γνωμοδότηση ενθαρρύνεται η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ώστε να αρθεί η νομική αβεβαιότητα. Επισημαίνεται δε ότι η βουλευτής Χάικε Χένζελ υπογράμμισε πως «η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορεί να απεκδυθεί πλέον την ιστορική της ευθύνη».

Υπενθυμίζεται ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, με το ειδικό βάρος των απόψεών του, που προκύπτει τόσο απ’ τη θεσμική του ιδιότητα, όσο και απ’ την επιστημονική τεκμηρίωση, έχει μιλήσει δεκάδες φορές για το θέμα αυτό, κυρίως –αλλά όχι μόνο– στις πάρα πολλές επισκέψεις που έχει κάνει σε μαρτυρικές πόλεις και χωριά σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Δεν παύει να επαναλαμβάνει την άποψή του και είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη ομιλία του, στις 9/6/2019, στη Μινώα Πεδιάδας Ηρακλείου, όπου υπογράμμισε: «Ως προς το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις: Έχουμε καταστήσει σαφές προς τη γερμανική πλευρά ότι δεν υφίσταται κανενός είδους παραίτηση, κανενός είδους παραγραφή των απαιτήσεών μας. Ουδέποτε η Ελλάδα παραιτήθηκε από οιοδήποτε δικαίωμά της και ουδεμία παραγραφή έχει επέλθει και για το κατοχικό δάνειο και για τις κάθε μορφής αποζημιώσεις. Αυτό έχουμε καταστήσει σαφές προς τη Γερμανία. Έχουμε καταστήσει σαφές ότι οι απαιτήσεις μας και για το κατοχικό δάνειο και για τις αποζημιώσεις είναι νομικώς ενεργές –δεν έχουν παραγραφεί– και δικαστικώς επιδιώξιμες. Μπορούμε να προσφύγουμε στο αρμόδιο Forum και αυτό να αποφασίσει. Λέμε, λοιπόν, στη φίλη Γερμανία: Δεν μπορεί να αποφασίζει μονομερώς. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού οι διαφορές λύνονται από τα αρμόδια Fora. Δεν της ζητάμε να αποδεχθεί εκ προοιμίου τα αιτήματά μας. Της ζητάμε να προσέλθει στη Διεθνή Δικαιοσύνη για να λύσουμε αυτήν τη διαφορά. Στο όνομα, επαναλαμβάνω, του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού».

Οι θέσεις αυτές και η δικαίωσή τους, και μάλιστα από επιτροπή του Γερμανικού Κοινοβουλίου, μπορούν ασφαλώς να αξιοποιηθούν και από τη νέα ελληνική κυβέρνηση σε αυτήν τη μάχη, που πρέπει να συνεχιστεί.

Υπάρχει η νομική βάση για τις αποζημιώσεις
Στην κρίσιμη για τη διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων γνωμοδότηση τονίζεται ότι υπάρχει η νομική βάση. Συγκεκριμένα η γνωμοδότηση:

• Επισημαίνει ότι τόσο στο Διεθνές όσο και στο Γερμανικό Δίκαιο υφίσταται η νομική βάση για τις αξιώσεις αποζημιώσεων θυμάτων για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν εις βάρος τους οι Γερμανοί. Τα γερμανικά δικαστήρια ωστόσο έχουν επανειλημμένα απορρίψει τέτοιες αξιώσεις ήδη κατά το προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας.

• Επισημαίνει επίσης ότι υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες για το κατοχικό δάνειο, το οποίο κατά περίπτωση θεωρείται αξίωση επανορθώσεων στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, αξίωση αποπληρωμής δανείου στο πλαίσιο του Αστικού Δικαίου ή αδίκημα του Ποινικού Δικαίου, με διαφορετικές νομικές συνέπειες ανάλογα με την εκδοχή που θα γίνει αποδεκτή. Η Γνωμοδότηση αναφέρεται σε υπόλοιπο χρέος εκ του κατοχικού δανείου, ύψους 476 εκατ. Reichsmark.

• Ως προς το ζήτημα των επανορθώσεων, η Γνωμοδότηση καταγράφει τη διάσταση απόψεων μεταξύ Γερμανίας, η οποία θεωρεί ότι απαιτείται προηγούμενη συμβατική ρύθμιση, συνθήκη ειρήνης κ.ο.κ., και Ελλάδας, που θεωρεί ότι οι εγκληματικές πράξεις καθ’ εαυτές αρκούν για τη θεμελίωση της αξίωσης για επανόρθωση.

• Στη Συμφωνία του Λονδίνου περί εξωτερικών γερμανικών χρεών (1953) ορίσθηκε σαφώς ότι το ζήτημα των επανορθώσεων χρήζει ρύθμισης και ως εκ τούτου παρέμεινε εκκρεμές.

• Η διμερής ε/γ «Σύμβαση περί παροχών υπέρ των υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως διά λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας θιγέντων ελλήνων υπηκόων» (1960) αναγνωρίζεται ότι αφορά μόνο τις συ­γκεκριμένες αυτές τρεις κατηγορίες θυμάτων και ότι η ελληνική πλευρά γνωστοποίησε ρητά την επιφύλαξη δικαιώματός της να εγείρει, βάσει της Συμφωνίας του Λονδίνου (αρ. 5, παρ. 2), περαιτέρω αξιώσεις για αποζημίωση των υπολοίπων θυμάτων.

• Ως προς το ζήτημα της παραγραφής, η Γνωμοδότηση υπογραμμίζει ότι τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται από απόψεως Διεθνούς Δικαίου, αλλά και ότι το ζήτημα ενδεχόμενης παραγραφής των αξιώσεων καθ’ εαυτό δεν τυγχάνει σαφούς απάντησης στο Διεθνές Δίκαιο. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραγραφής και τις ενδεχόμενες προθεσμίες, ακόμα και για την περίπτωση που γινόταν από νομικής απόψεως αποδεκτή η δυνατότητα παραγραφής.

• Ως προς το ενδεχόμενο της ρητής παραίτησης (ausdruckiicher Verzicht) ή της σιωπηρής αποδοχής (stillschweigende Zustimmung), η Γνωμοδότηση αναγνωρίζει ότι η χώρα μας δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις αξιώσεις της. Ακόμη όμως και στην περίπτωση μιας εικαζόμενης σιωπηρής αποδοχής μέσω της συναίνεσής της στη Χάρτα των Παρισίων, όπου τα συμβαλλόμενα μέρη «έλαβαν, με μεγάλη ικανοποίηση, γνώση της γερμανικής επανένωσης», η σιωπηρή αποδοχή είναι δύσκολο να συναχθεί από το κείμενο της Χάρτας, το οποίο, ακριβώς όπως και η «Συνθήκη Δύο συν Τέσσερις», ουδόλως αναφέρεται στο ζήτημα των επανορθώσεων.

Αναλύοντας τις δυνατότητες νομικής επίλυσης του ζητήματος, η Γνωμοδότηση υπογραμμίζει καταληκτικά ότι σαφήνεια Δικαίου θα μπορούσε να παράγει η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη.

Η Γερμανία έχει αποδεχθεί την πλήρη γενική δικαιοδοσία του, σε ό,τι την αφορά για υποθέσεις μετά το 2008, οπότε προέβη σε αντίστοιχη δήλωση. Συνεπώς, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν απαραίτητη μια ad hoc οικειοθελής υπαγωγή της γερμανικής πλευράς στη δικαιοδοσία του ΔΔΧ.


Σχολιάστε εδώ