Ν. Στραβελάκης: Πόσο θα αντέξει η κοινωνία ανάμεσα σε Τσίπρα, Κυριάκο και επιστολές Χριστούλη;

Ν. Στραβελάκης: Πόσο θα αντέξει η κοινωνία ανάμεσα σε Τσίπρα, Κυριάκο και επιστολές Χριστούλη;


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου το ένα τρίτο των ψηφοφόρων ψήφισε να φύγει ο Τσίπρας, ένα τρίτο να μην έρθει ο Μητσοτάκης και οι υπόλοιποι με διαφορετικά κριτήρια. Αυτή η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος θεωρήθηκε από τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης ως ένδειξη σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, που είχε τρωθεί από την κρίση και τα Μνημόνια.

Μια τάση που θεωρούσαν, το βράδυ των εκλογών τουλάχιστον, ότι θα ενισχυθεί με την περαιτέρω δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και προπάντων την εφαρμογή του καθαρού νεοφιλελεύθερου προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου είναι μια επιφανειακή ανάγνωση του αποτελέσματος, διότι βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η εσκεμμένη απομάκρυνση των μεγάλων ανοιχτών ζητημάτων της ελληνικής κοινωνίας από την προεκλογική συζήτηση, με σημαντικότερο την αποτυχία και του τρίτου Μνημονίου.

Δεν πέρασαν παρά λίγα 24ωρα από τη νίκη και την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι ζούμε μια ακόμη ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα, αφού τα προβλήματα που κρύφτηκαν κάτω από το χαλάκι της προεκλογικής περιόδου κάνουν ένα προς ένα την εμφάνισή τους.

Συγκεκριμένα, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος και ενώ δεν είχε σχηματισθεί καν κυβέρνηση το Eurogroup συνεδρίασε κανονικά με θέμα την Ελλάδα. Κανείς εκ των εταίρων / δανειστών δεν μπήκε στον κόπο να αναβάλει τη συνάντηση ή έστω να μεταθέσει το «θέμα Ελλάδα» στην επόμενη συνεδρίαση. Έτσι, τη χώρα εκπροσώπησε, με τη συναίνεση του κ. Μητσοτάκη, ο αποχωρήσας αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ κ. Χουλιαράκης.

Τη συζήτηση συνόψισε ο πολύς κ. Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM, ο οποίος δήλωσε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι αδιαπραγμάτευτο και αποτελεί των ακρογωνιαίο λίθο της μνημονιακής εποπτείας. Είναι μια δήλωση με πολλούς αποδέκτες και με σημαντικές συνέπειες, άμεσες και μακροπρόθεσμές. Πρώτα πρώτα, ο κ. Ρέ­γκλινγκ είπε σε όλους όσοι τρέφουν ακόμα ψευδαισθήσεις ότι όποιο συστημικό υποψήφιο και αν επιλέξουν το Μνημόνιο θα είναι Μνημόνιο.

Στον κ. Μητσοτάκη ξεκαθάρισε ότι τα όνειρα περί επαναδιαπραγμάτευσης του πρωτογενούς πλεονάσματος, με στόχο τη μείωση στο 2%, καλύτερα να τα ξεχάσει. Τέλος, είπε στους «νοικοκυραίους» της μεσαίας τάξης ότι οι φοροαπαλλαγές που τους έταξε ο Μητσοτάκης είναι σαν τα «Ζάππεια» του Σαμαρά, γιατί τα πλεονάσματα δεν πρόκειται να μειωθούν.

Όμως η προσγείωση του νέου πρωθυπουργού δεν σταμάτησε εκεί. Την επόμενη μέρα, Τρίτη 9 Ιουλίου, λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του, δέχθηκε την επίσκεψη του κ. Αντρέα Ενρία, επικεφαλής του SSM, δηλαδή, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Εποπτείας των Τραπεζών. O κ. Ενρία δεν πήγε βέβαια να δώσει τα συχαρίκια στον κ. Μητσοτάκη, πήγε γιατί επείγει η ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων.

Συγκεκριμένα, με βάση τόσο το σχέδιο που επεξεργάσθηκε η BlackRock για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όσο και με το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδας, οι τράπεζες θα χρειασθούν τουλάχιστον 10 δισ. για να αντιμετωπίσουν τις ζημίες από τα «κόκκινα» δάνεια. Έτσι ομολόγησε άλλωστε και ο καλός φίλος των τραπεζών, κυβερνητικός βουλευτής πλέον, δημοσιογράφος κ. Μπάμπης Παπαδημητρίου. Οι τραπεζίτες θέλουν όμως τη συμμετοχή του Δημοσίου υπό τη μορφή εγγυήσεων, έτσι ώστε και τα λεφτά να βάλουν στο χέρι και τον μετοχικό έλεγχο των τραπεζών να μη χάσουν.

Δύσκολα θα τα βγάλει πέρα με την ελληνική κοινή γνώμη ο κ. Μητσοτάκης, εγγυώμενος κοράκια και τράπεζες και αφήνοντας τους δανειολήπτες στο έλεός τους. Δεν ξέρω τι συζήτησε για το θέμα με τον κ. Στουρνάρα την Παρασκευή 12 Ιουλίου, πάντως το ζήτημα των τραπεζών πρέπει να το προχωρήσει και μάλιστα άμεσα και αυτό μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε νέο Μνημόνιο.

Τέλος, τα περί συμμετοχής στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που ανακοίνωσε ο κ. Ντράγκι και ψέλλιζαν διάφορα παπαγαλάκια της Δεξιάς, έχουν αποδειχθεί ήδη όνειρα θερινής νυκτός. Αυτοί που το κατάλαβαν πρώτοι ήταν φυσικά οι αγορές, που οδήγησαν το Χρηματιστήριο Αθηνών σε ένα ηχηρό -6% ή απώλεια 3,3 δισ. σε όρους κεφαλαιοποίησης σε δύο ημέρες.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στο μέτωπο της ΔΕΗ. Η επιχείρηση οδηγείται άρον άρον σε ξεπούλημα, κάτω από το βάρος των συνεχών προστίμων λόγω χρήσης των λιγνιτικών μονάδων, και ο κ. Χατζηδάκης το μόνο που κάνει είναι να αφήνει υπονοούμενα για τον παραιτηθέντα πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο κ. Παναγιωτάκη. Για την ταμπακιέρα η κυβέρνηση δεν έχει τίποτα να πει, όπως και την προεκλογική περίοδο άλλωστε.

Τα συστημικά Μέσα προσπάθησαν όλη την εβδομάδα να συνεχίσουν την προεκλογικού τύπου προπαγάνδα ώστε να δώσουν χρόνο στην κυβέρνηση. Βρίθουν από αναλύσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα, αναφορές στην πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στους καβγάδες στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ρεπορτάζ για δευτερεύουσες πρωτοβουλίες υπουργών. Για τα άμεσα σημαντικά θέματα κουβέντα. Παράλληλα επιχειρούν να στήσουν μια συντηρητική συμμαχία νόμου και τάξης γύρω από την κατάργηση δικαιωμάτων, όπως το πανεπιστημιακό άσυλο.

Όμως ούτε αυτό φαίνεται να δουλεύει, οι δανειστές απαιτούν μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση της νέας κυβέρνησης με την κοινωνία, την ίδια ώρα που οι προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει (φοροαπαλλαγές, επενδύσεις κ.λπ.) διαψεύδονται η μία μετά την άλλη. Η κρίση, βλέπετε, συνεχίζεται και δεν κάνει διακρίσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η κοινωνία δεν μπορεί να μείνει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε Τσίπρα, Κυριάκο και επιστολές Χριστούλη. Πρέπει να κινητοποιηθεί.


Σχολιάστε εδώ