Γ. Καρούζος: Τι θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση στην αγορά εργασίας

Γ. Καρούζος: Τι θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση στην αγορά εργασίας


Του
ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΟΥΖΟΥ
Δικηγόρου – Εργατολόγου


Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία από τον χώρο της μισθωτής εργασίας, το πρώτο πε­ντάμηνο του έτους 2019 κλείνει με θετικό ισοζύγιο προσλήψεων και αποχωρήσεων και διαμορφώνεται στις 265.059 νέες θέσεις εργασίας, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση πρώτου πενταμήνου έτους από το 2001 έως σήμερα. Παράλληλα, ήδη από 1/2/2019 τέθηκε σε ισχύ η υπουργική απόφαση με βάση την οποία καθορίστηκε ο νέος κατώτατος μισθός, ο οποίος ανέρχεται πλέον στα 650 ευρώ.

Με μια γρήγορη ματιά των ανωτέρω στοιχείων θα έλεγε κανείς ότι τα στοιχεία της αγοράς εργασίας είναι θετικά, καθώς φαίνεται να σημειώνεται μια ικανοποιητική αύξηση των θέσεων εργασίας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η διαπίστωση όμως αυτή είναι καταφανώς λανθασμένη, καθώς εάν μελετήσουμε λίγο προσεκτικότερα τα στοιχεία που προέρχονται από τον χώρο της αγοράς εργασίας θα παρατηρήσουμε ότι υφίσταται μια ακραία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως επί παραδείγματι της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας. Από τις νέες λοιπόν προσλήψεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από 1/1/2019 έως 31/5/2019, μόλις το 49,61% αυτών αντιστοιχεί σε συμβάσεις πλήρους απασχόλησης.

Από την άλλη πλευρά, το 38,9% των νέων συμβάσεων αφορά συμβάσεις μερικής απασχόλησης, ενώ το 11,49% συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας. Εκ των ποσοστών αυτών προκύπτει σαφώς ότι σχεδόν το μισό εργατικό δυναμικό απασχολείται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Κατ’ αποτέλεσμα, αμείβεται με μισθό ο οποίος είναι κατά πολύ χαμηλότερος των 650 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην πλήρη απασχόληση.

Εμφανής λοιπόν καθίσταται η τάση για προ­ώθηση και επικράτηση κάθε μορφής ευελιξίας, δομικό στοιχείο της οποίας είναι η μείωση των μισθών και του εν γένει εισοδήματος των εργαζομένων, η επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, η ρευστοποίηση του χρόνου και του τόπου εργασίας, καθώς και η επικράτηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας έναντι των συλλογικών συμβάσεων.

Ως εκ τούτου, ακόμη και η μείωση της ανερ­γίας, η οποία φαίνεται να έχει συντελεστεί, είναι στην πραγματικότητα πλασματική, αφού η επιλογή ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η οποία θα έπρεπε να είναι βραχυχρόνια, στην πραγματικότητα μετεξελίσσεται σε μόνιμης διάρκειας, χαμηλά αμειβόμενη απασχόληση.

Το νέο δίκαιο των απολύσεων
Από τις 17 Μαΐου 2019 τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος σχετικά με την καταγγελία των συμβάσεων αορίστου χρόνου. Η καταγγελία των συμβάσεων αυτών νομοθετικά καθίσταται «αιτιώδης», καθώς πλέον απαιτείται η ύπαρξη «βάσιμου λόγου», ο οποίος θα μπορεί να δικαιολογήσει την επιλογή του εργοδότη για απόλυση του μισθωτού.

Η εισαγωγή της αόριστης νομικής έννοιας του «βάσιμου λόγου» έχει δημιουργήσει ευ­ρείες διαφωνίες στον νομικό κόσμο αλλά και πρακτικές δυσκολίες στην εφαρμογή της νέας διάταξης, καθώς δεν εξειδικεύεται σε τι συνίσταται ο βάσιμος λόγος. Απομένει λοιπόν να δούμε πώς τελικά θα ερμηνεύσει η ελληνική νομολογία τη συγκεκριμένη έννοια, προκειμένου να διαλευκανθεί το τοπίο του δικαίου των απολύσεων.


Σχολιάστε εδώ