Τέρμα τα σόγια των υπουργών στο Δημόσιο
Καιρός ήταν
-Και η παράλληλη απασχόληση των κυβερνητικών στελεχών
Το φαινόμενο με συγγενείς υπουργών, υφυπουργών, γραμματέων να «συρρέουν» στον κρατικό μηχανισμό και να… καταλαμβάνουν κάθε άδεια, και μη, θέση, δεν θα το δούμε με την παρούσα κυβέρνηση.
Τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας. Η απόφαση του Κυρ. Μητσοτάκη να θέσει τέρμα σ’ αυτό το φαινόμενο, που προκαλούσε την οργή των πολιτών, ήταν ειλημμένη εδώ και καιρό. Οι εντολές του προς τους… άμεσα ενδιαφερόμενους σαφείς και μη επιδεχόμενες παρερμηνεία ή επιπλέον συζήτηση.
Απαγορεύεται ρητά υπουργοί και υφυπουργοί να προσλαμβάνουν στο Δημόσιο, με οποιαδήποτε μορφή εργασίας, πρόσωπα α’ και β’ βαθμού συγγένειας, ήτοι σύζυγοι, παιδιά, ανίψια κ.ά. Ο κ. Μητσοτάκης ενδέχεται να επιθυμούσε να επεκτείνει το «εμπάργκο» και σε κατώτερους βαθμούς συγγένειας (εξαδέλφια, κουμπάρους κ.ά.), αλλά στην περίπτωση αυτή ο εντοπισμός θα ήταν εξαιρετικά δύσκολος. Με την απαγόρευση αυτή ο κ. Μητσοτάκης θέλει να αποφύγει στο μέλλον να βρεθεί απολογούμενος για τις δραστηριότητες στενού συγγενή ενός εκ των υπουργών του.
Τα… άσχημα νέα για τα μέλη της κυβέρνησης δεν σταματούν ωστόσο εκεί. Στο εξής κανένας υπουργός, υφυπουργός, γενικός και ειδικός γραμματέας δεν θα μπορεί να έχει παράλληλη απασχόληση. Και αν για υπουργούς – υφυπουργούς κάτι τέτοιο θεωρείται αυτονόητο, για όλους τους υπόλοιπους η κατάσταση διαγράφεται δύσκολη. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν η απαγόρευση αυτή ισχύει και για περιπτώσεις που ένας εξ αυτών μετέχει σε κάποια επιχείρηση ή είναι μέτοχος σε εταιρεία.
Υπάρχει όμως και συνέχεια. Ο πρωθυπουργός έχει δώσει σαφείς οδηγίες προς κάθε κατεύθυνση, σύμφωνα με τις οποίες στο εξής σύζυγοι ή παιδιά υπουργών δεν θα συνάπτουν συμβάσεις με το Δημόσιο, δεν θα έχουν κανενός είδους συνεργασία με κρατικό φορέα ή οργανισμούς εποπτευόμενους από την κυβέρνηση.
Οι απαγορεύσεις αυτές, ιδίως αυτή που αφορά την πρόσληψη στενών συγγενών τους, δεν άρεσαν, όπως είναι φυσικό, σε αρκετούς από τους υπουργούς. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν να τακτοποιήσουν κάποιους δικούς τους ανθρώπους, όπως ακριβώς γινόταν δεκαετίες τώρα. Ωστόσο κανείς δεν εξέφρασε –έστω και κατ’ ιδίαν– τη δυσφορία ή την ενόχλησή του.