Π. Νεάρχου: Εθνική επιστράτευση για την αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής

Π. Νεάρχου: Εθνική επιστράτευση για την αντιμετώπιση της Τουρκικής απειλής


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Υπήρξε μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή, η δεκαετία του ’90, κατά την οποία καλλιεργήθηκαν, με θορυβώδη προπαγάνδα, τα άνθη της ψευδαισθήσεως και της αυταπάτης. Ότι δηλαδή υπήρχε ένας δρόμος να παρακάμψουμε τα προβλήματα που έχουμε με την Τουρκία, μέσα από τη μετατροπή τους σε Ευρω-Τουρκικά. Η μέθοδος αυτή υπεδείχθη στην τότε Ελληνική ηγεσία, στο δίδυμο Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου, από την Αμερικανική Προεδρία Κλίντον, που υπερμαχούσε τότε για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη.

Τα προβλήματα που είχε η Τουρκία με την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελούσαν, βεβαίως, εμπόδιο. Με τον τρόπο όμως αυτό Ελλάδα και Κύπρος μετεβλήθησαν σε υπερμάχους της Τουρκικής εντάξεως, γιατί δήθεν αυτό εξυπηρετούσε το δικό τους συμφέρον. Η διαρροή του χρόνου ήρθε να αποδείξει πόσο έωλη και ανερμάτιστη ήταν η προοπτική αυτή. Ο κατευνασμός, που συνόδευσε την πολιτική αυτή ως αναγκαία παράμετρος, δεν αναχαίτισε, βεβαίως, τον Τουρκικό επεκτατισμό.

Αντιθέτως, οδήγησε σε περαιτέρω κλιμάκωση των Τουρκικών αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων. Προεβλήθη η θεωρία των νησιών και νησίδων στο Αιγαίο, που είναι δήθεν απροσδιορίστου κυριαρχίας και πρέπει να θεωρηθούν ως κατάλοιπα της Οθωμανικής κληρονομιάς, διάδοχο κράτος της οποίας είναι η Τουρκία. Ακολούθησε η θεωρία της δήθεν «Γαλάζιας Πατρίδας», που προεκτείνεται μέχρι ΝΑ της Κρήτης, προς τη Λιβύη.

Ο σημερινός Τούρκος Πρόεδρος, χωρίς να εγκαταλείπει επισήμως την πολιτική της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για να προσπορίζεται χειροπιαστά οικονομικά και στρατηγικά οφέλη, αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι το μέλλον της Τουρκίας είναι η ανάδειξή της σε ανεξάρτητη δύναμη, με ανακτημένη τη Μουσουλμανική της ταυτότητα και ενταγμένη στο στρατηγικό βάθος του Μουσουλμανικού κόσμου, όσο και αν αυτός είναι διαιρεμένος από ανταγωνισμούς.

Στην πορεία αυτή, ο Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί αναπόφευκτη μια σχετική ρήξη με τις ΗΠΑ, ως αναγκαίο τίμημα της μεταβάσεως της Τουρκίας από το καθεστώς ενός εξαρτημένου συμμάχου, ενταγμένου στην περιφερειακή και παγκόσμια Αμερικανική στρατηγική, στο καθεστώς μιας ανεξάρτητης δυνάμεως, με δική της, αυτόνομη, στρατηγική και προοπτική. Σύμβολο της ρήξεως έγινε το θέμα της αγοράς των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία.

Το αντιαεροπορικό αυτό σύστημα δεν το θέλει ο Ερντογάν μόνο ως απόδειξη της Τουρκικής ανεξαρτησίας και της νέας, αναβαθμισμένης, θέσεως της Τουρκίας. Το θέλει επίσης ως επιχειρησιακό όπλο για να υποστηρίξει τις Τουρκικές βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Από την άποψη αυτή, η απόκτησή του από την Άγκυρα είναι μια πολύ δυσμενής εξέλιξη για την Ελλάδα, έστω και αν οι πολιτικές συνέπειες της αποκτήσεώς του διαφοροποιούν καταλυτικά την Τουρκο-Αμερικανική σχέση και αναβαθμίζουν στρατηγικά τις Ελληνο-Αμερικανικές σχέσεις.

Η Τουρκική πολιτική έφθασε με τον Ερντογάν σ’ ένα πολύ κρίσιμο σημείο. Στο εσωτερικό ο Τούρκος Πρόεδρος υπέστη μια πρώτη μεγάλη ήττα, στην Κωνσταντινούπολη, που υπήρξε η πολιτική του αφετηρία. Η σημαντικότερη όμως απειλή για τη θέση του προέρχεται από πρώην συντρόφους του στο ΑΚΡ, τον πρώην Πρόεδρο Γκιουλ, τον πρώην πρωθυπουργό και θεωρητικό της Τουρκικής Ισλαμικής στρατηγικής Νταβούτογλου και τον πρώην υπουργό του Μπαμπατζιάν.

Όλοι αυτοί παραμερίσθηκαν σταδιακά από τον Ταγίπ Ερντογάν. Διατηρούν όμως σημαντική επιρροή στο κόμμα και στην Τουρκική κοινωνία. Η ίδρυση νέου κόμματος απ’ αυτούς το προσεχές φθινόπωρο, όπως φημολογείται στην Ά­γκυρα, μπορεί να δημιουργήσει έναν νέο πόλο πολιτικής και ιδεολογικής αντιπολιτεύσεως, με φιλοδυτικό προσανατολισμό.

Ο Αμερικανικός παράγων έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίξει παρασκηνιακά μια τέτοια εξέλιξη για να ανακόψει τη διολίσθηση της Τουρκίας προς μια πολιτική συμμαχιών με τη Ρωσία και το Ιράν και την αναζήτηση γενικότερα εναλλακτικών προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ερεισμάτων.

Οι εσωτερικές αυτές εξελίξεις είναι ένας λόγος παραπάνω για τον Ερντογάν για να εντείνει και να επιταχύνει τις κινήσεις του στο εξωτερικό, κατά πρώτο λόγο κατά της Κύπρου και της Ελλάδος, με στόχο να ενισχύσει τη θέση του, να υπερφαλαγγίσει πολιτικά τους α­ντιπάλους του και να επισείσει «νίκες» κατά των Ελλήνων.

Ο Ερντογάν έχει ως ορόσημο το 2024, κατά το οποίο συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Φιλοδοξία του είναι να επιτύχει μέχρι τότε όχι μόνο εσωτερικά επιτεύγματα, αλλά ταυτόχρονα και εξωτερικά, που θα τον καθιερώσουν ως εθνικό ηγέτη και μεταμορφωτή της χώρας του, πάνω σε μια νέα γραμμή επιστροφής της Τουρκίας στην Ισλαμική και Οθωμανική της κληρονομιά.

Ο βασικός αυτός προσανατολισμός της πολιτικής Ερντογάν αλλά και ο ανταγωνιστικός λόγος των πολιτικών αντιπάλων του προοιωνίζονται μεγαλύτερη ακόμη ένταση και κινδύνους για την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Άγκυρα δεν αποκρύπτει τις βλέψεις της στον ενεργειακό πλούτο της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου και τον στόχο της να διεμβολίσει τις στρατηγικές συμμαχίες που διαμορφώνονται στην Ανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου. Αναλαμβάνει, για τον λόγο αυτό, επιθετικές πρωτοβουλίες, με πρώτο στόχο την Κύπρο, όπου έχει το πλεονέκτημα της κατοχής στον Βορρά, με το οποίο μπορεί να ασκεί εκβιασμούς, όπως η απειλή προσφάτως εποικισμού της Αμμοχώστου.

Η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι ενδεχόμενη επιτυχία της στην Κύπρο θα άνοιγε τον δρόμο για την ακύρωση των δυσμενών γι’ αυτήν περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών της Ελλάδος με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, την ανακοπή του αγωγού East Med και την έξωση της Ελλάδος από την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι πολύ μυωπική, για τον λόγο αυτό, οποια­δήποτε σκέψη διαχωρισμού μεταξύ της ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδος ή ασκήσεως κατευναστικής πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα, με πολιτική αποστασιοποιήσεως ή μη επεμβάσεως στην Κύπρο.

Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται μπροστά σε κοινούς κινδύνους, οι οποίοι αφέθηκαν να μεγαλώσουν ως αποτέλεσμα, σε σημαντικό βαθμό, των ακολουθουμένων από την Ελληνική πλευρά πολιτικών. Στην Κύπρο παγιώθηκε επί δεκαετίες μια πολιτική διακοινοτικών συνομιλιών, που έχουν ως στόχο από την Τουρκική πλευρά την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από ένα δικέφαλο μόρφωμα δύο «ίσων» μερών, με Τουρκικές εγγυήσεις και Τουρκική στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές. Η συνέχιση αυτής της πολιτικής, όταν βρίσκεται σ’ εξέλιξη ένας Αττίλας ΙΙΙ στον θαλάσσιο χώρο της Κύπρου, δεν έχει κανένα νόημα. Είναι προφανές ότι χρειάζεται μια νέα στρατηγική.

Στην Ελλάδα, η κατευναστική πολιτική, με αφορμή τη δεινή οικονομική συγκυρία, «κατόρθωσε» να αφήσει καθηλωμένη την άμυνα της χώρας για μια ολόκληρη δεκαετία προς όφελος της Τουρκικής πλευράς. Η Άγκυρα δεν κρύβει τις προθέσεις της για το πώς θα χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα έχει στη στρατιωτική ισχύ.

Ασφαλώς, η ισχύς δεν είναι μόνο οι εξοπλισμοί. Είναι, παραλλήλως, η οικονομία, η τεχνολογία, η παιδεία, η έρευνα, η κρατική οργάνωση, η εθνική συνοχή, οι συμμαχίες. Είναι όμως πρωτίστως και οι εξοπλισμοί, όταν έχει κανείς απέναντί του ένα κράτος που έχει ως εθνική κληρονομιά και παράδοση την αρπακτικότητα, την επιθετικότητα και την κατάκτηση.

Χρειάζεται, για τον λόγο αυτό, εθνική επιστράτευση σε όλους τους τομείς και νέα στρατηγική, που να κινητοποιεί και να προσανατολίζει σωστά δυνάμεις και δυνατότητες και όχι να τις αναλώνει και να τις αποπροσανατολίζει με αβάσιμες κατευναστικές πολιτικές και υποβάθμιση των κινδύνων.


Σχολιάστε εδώ