Ν. Γ. Χαριτάκης: Μια «τρόικα» στο Μαξίμου

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


H ιστορία των κυβερνητικών προγραμμάτων όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα, όπως και των Μνημονίων της τελευταίας δεκαετίας αναδεικνύει ένα ιδιαίτερο κοινό χαρακτηριστικό. Όλα φαίνεται να πάσχουν από χαμηλή εφαρμοσιμότητα.

Η εντύπωση των πολιτών για τα περισσότερα από αυτά είναι ότι είτε δεν εφαρμόζονται στην πράξη είτε εφαρμόζονται μόνο όταν έχουν προφανείς θετικές επιπτώσεις ή αρνητικές, αλλά μας επιβάλλονται βιαίως (π.χ. Μνημόνια). Αν και η ε­ντύπωση της μη εφαρμογής των προγραμμάτων δεν είναι ορθή, αφού όλες οι κυβερνήσεις, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, ασκούν διοίκηση, άρα πράττουν, είναι γεγονός ότι στο τέλος της θητείας τους η σχέση λόγων και έργων παραμένει ισχυρά αποκλίνουσα, τουλάχιστον στις πεποιθήσεις των πολιτών.

Σε πρόσφατη ομιλία του προς τα μέλη του κόμματος της ΝΔ ο αρχηγός της παρουσίασε το κυβερνητικό πρόγραμμα. Αναφέρθηκε σε 16 συγκεκριμένες δεσμεύσεις, που καλώς ή κακώς οφείλει να εφαρμόσει στη θητεία του. Ένας αμερόληπτος κριτής μάλιστα θα μπορούσε, αξιολογώντας την ένταση των χειροκροτημάτων των παρισταμένων, να προσδιορίσει και μια σχετική ιεράρχησή τους. Στοιχείο ιδιαίτερα ισχυρό ως προς τις άμεσες ή έμμεσες νομοθετικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης. Η προϊστορία όμως των πολλαπλών απογοητεύσεων ενός μεγάλου πλήθους των ψηφοφόρων τούς κάνει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί σε σχέση με τις εξαγγελίες ενός κυβερνητικού προγράμματος.

Οι τοποθετήσεις ποικίλλουν (αλλά όλες συγκλίνουν στην ίδια συνισταμένη): «Ε, καλά τώρα, αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα», «Να δεις ότι θα κάνει πίσω», «Εδώ η ‘‘τρόικα’’ και οι ξένοι δεν μπόρεσαν να επιβάλουν τα Μνημόνια», «Δεν είδες και με τον Τσίπρα, άλλα είπε και άλλα έκανε», «Έτσι είναι όλοι οι πολιτικοί, υπόσχονται μέχρι να πάρουν την εξουσία».

Καταρχήν είναι σκόπιμο να τοποθετηθούμε αναγνωρίζοντας ότι είναι λάθος να αμφισβητήσουμε τη λαϊκή σοφία. Έτσι είναι, αν έτσι νομίζουνε… Θα ήταν λάθος όμως και να μην αναγνωρίσουμε ότι ένα πλήθος πολιτικών ενεργειών προέκυψε είτε επειδή δεν προγραμματίστηκε και οφείλαμε να το εκτελέσουμε είτε, ενώ ήταν συνεπές με το κυβερνητικό πρόγραμμα των εκάστοτε κυβερνήσεων, δεν έγινε γιατί ο αρμόδιος υπουργός είχε άλλη άποψη στην εκτέλεση του προγράμματος. Το δεύτερο στοιχείο, που η εμπειρία όλων το επιβεβαιώνει, αποτελεί και τον κύριο άξονα της σημερινής πραγματικότητας.

Σε αντίθεση με τις μέχρι σήμερα ιστορικές μνήμες, ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ πρωτοτύπησαν. Παρουσίασαν προς έ­γκριση, έστω και διά βοής, το πρόγραμμα στα μέλη της. Σε σχέση λοιπόν με τα Μνημόνια, που έλαβαν την έγκριση της Βουλής, ή διάφορα προγράμματα, που έμειναν στα αρχεία των συντακτών τους, το πρόσφατο πρόγραμμα της ΝΔ εγκρίθηκε από τα μέλη του κόμματος. Άρα, αν την 8η Ιουλίου η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δοθεί στον κ. Μητσοτάκη, η ψήφος εμπιστοσύνης των βουλευτών προς την κυβέρνηση θα είναι σε σχέση με την εφαρμογή αυτού του προγράμματος. Εκτός και αν θεωρούν ότι οι πολίτες ψηφίζουν χωρίς πεποίθηση ή θεωρούν τα εγκεκριμένα προγράμματα αυτοϊκανοποιούμενες προφητείες.

Η συμπεριφορά της εκτελεστικής εξουσίας την επομένη των εκλογών και η υιοθεσία ή μη του προγράμματος θα αποτελέσει ουσιώδη ανατροπή στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Η ιστορική μνήμη των πολιτών, ως προς την εφαρμοσιμότητα των εκάστοτε προγραμμάτων και Μνημονίων, ανέκαθεν αποτελούσε ισχυρή δύναμη ανάδρασης. Ορθολογικά, θα έλεγε κάποιος ρεαλιστής, οι πεποιθήσεις στην Ελλάδα πολύ σπάνια ερμηνεύουν την πραγματικότητα. Δεν είναι πρωτόγνωρο στοιχείο άλλωστε ο βιασμός της διάκρισης των εξουσιών, νομοθετικής και εκτελεστικής. Συχνά μάλιστα και επιβάλλεται ως αναγκαιότητα για να διατηρηθεί το κόμμα στην εξουσία. Για να μην ξεχνάμε και την περίφημη ρήση «όποιος βγει έξω από το μαντρί…».

Η ωμή πραγματικότητα, αν αντιμετωπιστεί με ειλικρίνεια, μας επιβάλλει να δεχτούμε ότι τα προγράμματα τελικά δεν εφαρμόζονται γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις τα εμπόδια εμφανίζονται όταν οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, υπουργοί και κομματικά στελέχη σε υπεύθυνες διοικητικές θέσεις, έρχονται αντιμέτωποι με το στενό ιδιωτικό ή κομματικό συμφέρον. Σε αντίθεση με το κοινό-δημόσιο συμφέρον, που προσδιορίζεται από τις γενικές αρχές του προγράμματος, το στενό ατομικό, πολιτικό, κομματικό συμφέρον έχει πεπερασμένο εύρος εφαρμογής. Στην επιλογή κοινών ή ιδιωτικών κανόνων μάλιστα οι δεύτεροι επικαλύπτουν ή/και υπερισχύουν του δημοσίου συμφέροντος. Είτε ανατρέποντας βασικές δεσμεύσεις, με αφελείς συνήθως δικαιολογίες, είτε αναβάλλοντας τη λήψη αποφάσεων.

Το σκηνικό μετά την έγκριση του προγράμματος από τα μέλη της ΝΔ είναι πλέον τελείως διαφορετικό ως προς την εφαρμοσιμότητά του. Είτε σε σχέση με τα προηγούμενα, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ και τα Μνημόνια, είτε όσα προέκυπταν παλαιότερα με τυπική εντολή της Βουλής. Πού οφείλεται αυτή η διαφορά;

Αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της εκτελεστικής εξουσίας να εφαρμοστεί ένα μέτρο που δεν ήταν στην πλατφόρμα του κόμματος ή στις γενικές αρχές του, ποια οφείλει να είναι η στάση των βουλευτών της πλειοψηφίας; Υποχρεούνται να εγκρίνουν την παρέκκλιση, αποδεχόμενοι τη λογική της κομματικής πειθαρχίας, ή να επιδιώξουν να μεταβάλλουν την εντολή της εκτελεστικής εξουσίας; Οφείλουν ή όχι, γενικά, να συμβάλλουν με τη στάση τους στη σύγκλιση των απόψεων των δύο εξουσιών, εκτελεστικής και νομοθετικής, ακόμη και αντιδρώντας, όπως, για παράδειγμα, ο κ. Μητσοτάκης στην εκλογή ΠτΔ;

Το κομβικό στοιχείο βρίσκεται στο αν πριν από τις εκλογές υπάρχει ή όχι έγκριση του προγράμματος από τα μέλη του κόμματος. Αν δεν υπάρχει, ο βουλευτής εκπροσωπεί το εκλογικό σώμα στις γενικές αρχές της παράταξης, αρχές που τις περισσότερες φορές υποτάσσονται στην κομματική πειθαρχία. Η ευθύνη των βουλευτών ως εκπροσώπων της νομοθετικής εξουσίας αναγκαστικά υποτάσσεται και συ­μπράττει άκριτα με τη θέση της κυβέρνησης και των υπουργών, ως εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας.

Το φαινόμενο αποκτά εκρηκτική διάσταση αν κάποιοι βουλευτές είναι ταυτόχρονα και υπουργοί. Αν, αντίθετα, υπάρχει προέγκριση του προγράμματος από τα μέλη, ο βουλευτής έχει συγκεκριμένη εντολή και τη διαχειρίζεται στα όρια του δημοσίου συμφέροντος. Απλά η έγκριση του προγράμματος από τα μέλη και η αποδοχή του από τους υποψηφίους αποτελεί προδέσμευση για όσους εκλεγούν στη συνέχεια.

Το πόσο σημαντική είναι η συγκεκριμένη διαφορά στη διάκριση των εξουσιών αναδεικνύεται από την ιστορική μνήμη της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Το 2015 υπήρχε μια πραγματικότητα με τα Μνημόνια. Υπήρχε ένα πρόγραμμα που δεν είχε εγκριθεί από κανέναν κομματικό μηχανισμό και απλά αποτελούσε ένα σύνολο πολιτικών θέσεων και εξαγγελιών. Οι χειρισμοί που ακολούθησαν, επιπόλαιοι, ασύνδετοι και χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό, επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ και στις εφήμερες συνεργασίες του με βουλευτές να σύρουν τη χώρα σε επιλογές χωρίς προσανατολισμό. Οι δύο εξουσίες όχι μόνο έγιναν μία, το Μαξίμου, αλλά έχασαν και τη στοιχειώδη πολυμορφία που προκύπτει από τις αυτοδύναμες προσωπικές απόψεις μέσα σ’ αυτό.

Πόσο καλύτερα θα ήταν αν, εξαρχής, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είχε εγκριθεί από την πλειοψηφία των μελών του κόμματος, έτσι ώστε το Μαξίμου να είναι υποχρεωμένο να συντονίζει τους υπουργούς και τα στελέχη στο να μην αποκλίνουν; Πόσο καλύτερα θα ήταν αν οι βουλευτές διατηρούσαν τη νομοθετική εξουσία στα χέρια τους, μη ανεχόμενοι τον ρυθμιστικό ρόλο των παραφυάδων των συνεργαζόμενων τάσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς μέλη και δημοκρατικά λειτουργούσα κομματική οργάνωση, χωρίς εγκεκριμένο από τα μέλη πρόγραμμα και με την «τρόικα» εκτός του Μαξίμου, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει την πεπατημένη, υποτάσσοντας τη νομοθετική εξουσία στην εκτελεστική. Και μαζί μ’ αυτή υποχρεώθηκε να υποτάξει και τη λαϊκή εντολή στην εκτελεστική εξουσία. Και γι’ αυτό απέτυχε.

Η ΝΔ ακολουθεί μέχρι στιγμής τελείως αντίθετη στρατηγική. Έχει τεράστια, για τα δεδομένα της χώρας, βάση μελών. Έχει εγκεκριμένο από τα ίδια μέλη και πριν από τις εκλογές πρόγραμμα. Μπορεί να εκλέξει συνειδητούς ως προς την ευθύνη εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και του προγράμματος εκπροσώπους στη νομοθετική εξουσία. Μπορεί άνετα να διαμορφώσει μια εξαιρετική ομάδα που θα αποτελέσει την εκτελεστική εξουσία της χώρας.

Το μόνο που της απομένει, τολμώντας να προδικάσουμε το αποτέλεσμα των εκλογών, είναι μια «τρόικα» στο Μαξίμου, ισχυρή, ώστε να εισηγείται και να ελέγχει την εκτέλεση του προγράμματος. Στις ΗΠΑ αναφέρεται και ως η «δυτική πτέρυγα» του Λευκού Οίκου. Η νομοθετική εξουσία στη συνέχεια ας είναι ανεξάρτητη από την κυβέρνηση, ώστε να επιλέγει και να τη διορθώνει ανάλογα.


Σχολιάστε εδώ